Με βάση, όσα αναφέρθηκαν στο συνέδριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, Athex Tech Summit 2025, ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων φαίνεται ότι θα πρέπει να επιταχύνει τους ρυθμούς αξιοποίησης των ψηφιακών τεχνολογιών και της ΑΙ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Γιώργος Δουκίδης, Καθηγητής Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (eBusiness), Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην ενότητα «The Digital Leadership Gap in Greece», κατά την παρουσίαση σχετικής έρευνας, οι προγραμματισμένες επενδύσεις της προσεχούς 3ετίας από τις ελληνικές επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας είναι κατώτερες των απαιτούμενων.
Καταγράφεται, δηλαδή, ένα σημαντικό επενδυτικό κενό το οποίο β είναι προφανές ότι επηρεάζει την ανταγωνιστικότητά τους. «Έχουμε μια ανάγκη για περίπου 3 δισ. ευρώ capex επενδύσεις σε πληροφορική και ψηφιακές τεχνολογίες τα επόμενα 3 χρόνια, ενώ αυτές που προγραμματίζονται φτάνουν σε ύψος 1,5 δισ. ευρώ. Εδώ βλέπουμε το πρόβλημα ποσοτικοποιημένο, για πρώτη φορά, το οποίο αναμένουμε να ενταθεί από το 2026, αν αυτή η τάση συνεχιστεί. Το RRF σταματάει. Άρα, εάν αυτές οι οργανωμένες ελληνικές επιχειρήσεις – στις οποίες βασιζόμαστε για να αναπτύξουμε το ΑΕΠ και να έχουμε οικονομική ευρωστία- δεν επενδύουν, με την ανάλυση του αρχικού ευρήματος θα δούμε και το πρόβλημα», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κ. Δουκίδης από το βήμα του συνεδρίου.
Να σημειωθεί ότι η έρευνα (από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών για λογαριασμό της Grant Thornton) έγινε σε ένα δείγμα 400 επιχειρήσεων με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 5 εκατ. ευρώ, οι οποίες παράγουν το 70% του ελληνικού ΑΕΠ.
«Όταν το αναλύσαμε σε επίπεδο capex, σημαίνει κατά μέσο όρο μια επένδυση περίπου 300.000 ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια. Όμως, όταν μιλάμε μαζί τους και ρωτάμε τι θα επενδύσετε, μόνο 1 στις 7 απαντά ότι θα δαπανήσει 300.000 ευρώ ή και περισσότερα. Στην ουσία αυτό που προγραμματίζουν να επενδύσουν είναι 150.000 ευρώ, δηλαδή το 50%.».
Σε άλλες αποστροφές του λόγου του, ο καθηγητής επισήμανε ότι μόνο 1 στις 3 επιχειρήσεις χρησιμοποιεί KPIs για να αξιολογήσει τα αποτελέσματα αυτών των επενδύσεων και ακόμα ότι από την απλή χρήση των πληροφοριακών συστημάτων, πρέπει πλέον να απαιτείται στο top management επίπεδο αυτών των εταιρειών η ουσιαστική επιχειρηματική εκμετάλλευσή τους.
«Η χρήση που συζητούσαμε πριν 20-30 χρόνια, δεν αρκεί πια. Πρέπει να φύγουμε πια από τον πειραματισμό με τις νέες τεχνολογίες και να περάσουμε στην πραγματική αξιοποίηση.», σχολίασε και συμπλήρωσε ότι στην ατζέντα συμπεριλαμβάνονται και άλλα ζητήματα, κωδικοποιώντας το πλαίσιο πάνω στο οποίο οφείλουν να κινηθούν οι επιχειρήσεις τα επόμενα χρόνια:
-Να μην πέφτουν «απροετοίμαστες στα βαθιά» και να προετοιμάζονται κατάλληλα για την απορρόφηση των νέων τεχνολογιών.
– Να προσανατολιστεί το management στη φιλοσοφία πώς τα έργα πληροφορικής φέρνουν τον επιχειρηματικό μετασχηματισμό.
– Να μην αρκείται το επιχειρηματικό οικοσύστημα της χώρας στις γραμμικές προγραμματισμένες επενδύσεις, να κρίνει ποιές ειναι οι αναγκαίες με βάση τα πλάνα της κάθε εταιρείας και να αξιολογεί τα αποτελέσματα τους.
– Να συμμετέχει ενεργά το top management επίπεδο στην ψηφιακή εξέλιξη του ιδιωτικού τομέα και να μην απασχολεί αυτή μόνο τις συζητήσεις τεχνικών στελεχών.
Ψηφιακά «κενά»
Ενδεικτικά, τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν, μεταξύ άλλων, ότι το 30% των εταιρειών που συμμετείχαν σε αυτήν απάντησαν ότι διαθέτουν ένα πλάνο αξιοποίησης της ΑΙ.
Όμως, μόνο το 20% χρησιμοποιεί τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης, το 17% έχει τις απαραίτητες δεξιότητες και το 15% έχει διαμορφώσει μία στρατηγική για το ΑΙ.
Επίσης, το 10% έχει δημιουργήσει την άκρως απαραίτητη υποδομή για τη διαχείριση δεδομένων για να είναι αποδοτική μία ΑΙ στρατηγική και μόλις το 4% έχει όλες τις προϋποθέσεις για να την υλοποιήσει πετυχημένα.
Ακόμα, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων έχει αποκτήσει ψηφιακά εργαλεία όπως το ERP (86%), η διαχείριση αποθηκών (71%) και η διαχείριση των σχέσεων με τους πελάτες (71%) κ.λπ., μόνο το 19% δηλώνει ότι αξιοποιεί πλήρως τις ψηφιακές τεχνολογίες και την αυτοματοποίηση των διαδικασιών.
Επιπλέον, μόλις το 7% των ελληνικών μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων αναφέρει πλήρη πρόσβαση σε πλεονεκτήματα από όλες τις ψηφιακές λύσεις, σε τομείς όπως η λήψη καλύτερων αποφάσεων, η μείωση κόστους και ενίσχυση παραγωγικότητας και η αύξηση πωλήσεων και ανταγωνιστικότητας.
Στο μεταξύ, με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι ο στόχος αύξησης της παραγωγικότητας θα παραμείνει στη σφαίρα των ευχών. Με βάση, μάλιστα, όσα αναφέρθηκαν στο Δευτέρα 12 Μαΐου 2025, στο συνέδριο «AI στην Πράξη: Πώς θα Εφαρμόσουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη στις Επιχειρήσεις μας», που διοργάνωσε ο ΣΕΒ απαιτείαι άμεση δράση, ειδικά από τις μικρότερες επιχειρήσεις. Με βάση τα όσα είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος «ανεξαρτήτως του επιπέδου ενημέρωσης της κάθε επιχείρησης γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη, είναι πλέον κοινή πεποίθηση ότι θα επηρεάσει καθοριστικά τις ζωές όλων μας στο μέλλον και θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις αρχίζουν δειλά να υιοθετούν την ΤΝ, αλλά πρέπει να επιταχύνουν και να επενδύσουν στους απαραίτητους πόρους και δεξιότητες».
Ο Σύνδεσμος, όπως τόνισε ο κ. Θεοδωρόπουλος, θεωρεί ότι η επεξεργασία τεράστιου όγκου δεδομένων με την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να λαμβάνουν πιο γρήγορα αποφάσεις και να ενσωματώνουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα με αποτέλεσμα τη βελτίωση της εμπειρίας των πελατών, την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και την αύξηση των εσόδων.
Παράλληλα, με την αυτοματοποίηση επιτυγχάνεται μείωση του κόστους και αύξηση της παραγωγικότητας ενώ απελευθερώνεται ανθρώπινο δυναμικό για δραστηριότητες που απαιτούν δημιουργική σκέψη και κρίση. Επεσήμανε ακόμη ότι η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί ευκαιρία και όχι απειλή, στην οποία αξίζει να επενδύσουν οι επιχειρήσεις. «Όχι μόνο γιατί όσοι δεν επενδύσουν θα μείνουν πίσω, αλλά και επειδή δημιουργεί σημαντικά πλεονεκτήματα», κατέληξε ο πρόεδρος του ΣΕΒ.
Η έρευνα
Να σημειωθεί ότι η φετινή έρευνα «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν – BusinessPulse» του ΣΕΒ είχε ειδική ενότητα για το ΑΙ η οποία επιβεβαιώνει την ανάγκη επιτάχυνσης της αξιοποίησής του ως παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Μάλιστα με βάση την έρευνα, μόλις το 25,4% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει έστω και κάποια εμπειρία ή επαφή με την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ). Οι υπόλοιπες είτε δεν έχουν ξεκινήσει (18,5%), είτε δεν σχεδιάζουν καμία δράση για το επόμενο έτος (55,1%)
Να σημειωθεί ότι εφαρμογές του ΑΙ αφορούν πολλές και κρίσιμες διαστάσεις της λειτουργίας των επιχειρήσεων όπως η παραγωγικότητα, η αποδοτικότητα της εργασίας, η εφοδιαστική αλυσίδα, το μάρκετινγκ και οι πωλήσεις, η εξυπηρέτηση πελατών, η διαχείριση ταλέντου, η προληπτική συντήρηση, η έρευνα & ανάπτυξη προϊόντων, η διαχείριση ενέργειας, η οικονομική διαχείριση και η νομική υποστήριξη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δρ. Κυριάκος Σαμπατακάκης, μέλος Δ.Σ. του ΣΕΒ, επικεφαλής της Επιτροπής Τεχνολογίας & Ψηφιακού Μετασχηματισμού του Συνδέσμου και Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Accenture, τόνισε: «Οι επιχειρήσεις, στη διαδικασία ενσωμάτωσης της τεχνητής νοημοσύνης στη λειτουργία τους, πρέπει να επικεντρωθούν στο ανθρώπινο δυναμικό για να πετύχουν ένα τριπλό αποτέλεσμα: επιτάχυνση δημιουργίας οικονομικής αξίας, ενίσχυση της παραγωγικότητας, και ουσιαστικότερο αντικείμενο εργασίας για αυτούς που θα αγκαλιάσουν την ΤΝ. Αυτοί οι εργαζόμενοι θα πολλαπλασιάσουν το αποτύπωμά τους, αυξάνοντας την παραγωγή καινοτόμων ιδεών και την εξερεύνηση νέων πεδίων δραστηριότητας με πολύ μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα από ό,τι στο παρελθόν, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της ΤΝ.»
(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)