Και η σουηδική εταιρεία παραγωγής χάλυβα SSAB παραδέχτηκε επίσης καθυστερήσεις στο εμβληματική της μονάδα χαμηλών εκπομπών στον Αρκτικό Κύκλο, επικαλούμενη προβλήματα με την αξιοπιστία του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας.
Μία από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανίες που έχουν στραφεί στην παραγωγή πράσινου χάλυβα, ως μία μέθοδο μείωσης των εκπομπών τους, είναι το αυξημένο ενεργειακό κόστος. Πέραν αυτού, η έλλειψη υποδομών υδρογόνου και η απογοητευτική ζήτηση για προϊόντα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, τα οποία, ωστόσο, είναι ακριβότερα από όσα παράγονται με συμβατικούς τρόπους, συγκαταλέγονται επίσης στις αιτίες που έχουν κάνει την ευρωπαϊκή βιομηχανία μετάλλων να κάνει δεύτερες σκέψεις ως προς την υιοθέτησή του
«Η επιχειρηματική σκοπιμότητα για τον πράσινο χάλυβα δεν υπάρχει στην Ευρώπη», υπογραμμίζει, μιλώντας στους Finacial Times, ο γενικός διευθυντής της Eurofer, του αντιπροσωπευτικού οργάνου της χαλυβουργίας της ΕΕ στις Βρυξέλλες, Άξελ Έγκερτ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «ενώ κάποιοι ‘ελπίζουν και στοιχηματίζουν’ σε ένα λαμπρό μέλλον για το προϊόν», άλλοι θεωρούν ότι χάνουν τον χρόνο τους με αυτό.
Πράγματι, ορισμένα κορυφαία στελέχη της βιομηχανίας παραδέχονται κατ' ιδίαν ότι έχοντας δεσμευτεί σε έργα, πρέπει να συνεχίσουν ανεξάρτητα από το κόστος.
Για παράδειγμα, η Thyssenkrupp επιμένει στα σχέδιά της για τον πράσινο χάλυβα παρά την «κρίση» στον κλάδο που «καθιστά ακόμη πιο δύσκολη τη λήψη μεγάλων επενδυτικών αποφάσεων», δήλωσε η επικεφαλής μετασχηματισμού του γερμανικού παραγωγού χάλυβα, Marie Jaroni, σε εκδήλωση των Financial Times την περασμένη εβδομάδα.
Η χαλυβουργία αποτελεί κρίσιμο βιομηχανικό κλάδο για την Ευρώπη, ενώ αντιπροσωπεύει περίπου το 7% της παγκόσμιας παραγωγής, με έσοδα 191 δισ. ευρώ και παρέχει περισσότερες από 300.000 άμεσες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, είναι επίσης μία από τις μεγαλύτερες πηγές εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στη Γηραιά Ήπειρο, με τα χαλυβουργεία της ΕΕ να εκπέμπουν 200 εκατομμύρια τόνους CO₂ κάθε χρόνο. Αυτό το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από τις συνολικές ετήσιες εκπομπές της Ολλανδίας και αντιστοιχεί περίπου στο 5% των συνολικών εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ που ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, οι χαλυβουργικές εταιρείες πρέπει να αγοράζουν άδειες για να καλύπτουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αυξάνοντας τις τιμές και θεωρητικά δίνοντας κίνητρα για πιο πράσινη παραγωγή. Ωστόσο, τα στελέχη λένε ότι έχουν πληγεί σοβαρά από τις εισαγωγές ανταγωνιστικών προϊόντων χαμηλότερου κόστους και περισσότερων εκπομπών άνθρακα, κυρίως από την Κίνα. Η υπερπροσφορά χάλυβα πέρυσι, που προκλήθηκε από την υπερπαραγωγή της Κίνας και την πτώση της ζήτησης, ισοδυναμούσε με περισσότερο από τέσσερις φορές την ετήσια παραγωγή χάλυβα της ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο Μάρκους Κρέμπερ, διευθύνων σύμβουλος του γερμανικού κολοσσού ενέργειας RWE, δήλωσε ότι η απαλλαγή από τον άνθρακα έχει υποβιβαστεί στη λίστα των προτεραιοτήτων προς όφελος της προσιτής τιμής. «Τελικά, θα πρέπει επίσης να συζητήσουμε πόσο γρήγορα μπορεί να πραγματοποιηθεί ο μετασχηματισμός, επειδή η ταχύτητα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κόστος», δήλωσε σε συνέδριο στις 23 Ιουνίου.
Εξάλλου, την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου, οι 10 μεγαλύτερες χαλυβουργίες της Ευρώπης έστειλαν επιστολή στην Κομισιόν με την οποία απαιτούν τη λήψη περισσότερων μέτρων για την προστασία του κλάδου, καθώς, όπως υποστηρίζουν, «οι κλιματικές μας φιλοδοξίες και δεκάδες έργα απαλλαγής από τον άνθρακα χάλυβα της ΕΕ διατρέχουν κίνδυνο» αν δεν υπάρξει επείγουσα δράση.
Η απαλλαγή από τον άνθρακα στην παραγωγή χάλυβα περιλαμβάνει είτε τη μετατροπή των μονάδων ώστε να λειτουργούν με υδρογόνο είτε την ηλεκτροδότηση της διαδικασίας για την εξάλειψη της ανάγκης για οπτάνθρακα ή άνθρακα. Περίπου το 40% του χάλυβα της ΕΕ παράγεται σε ηλεκτροκίνητους κλιβάνους, αλλά λιγότερο από το 1% τροφοδοτείται με πράσινο υδρογόνο, και οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται σε πιλοτική φάση. Η ΕΕ θέλει η χαλυβουργία να μειώσει τις εκπομπές κατά τουλάχιστον 30% έως το 2030, σε σύγκριση με το 2018. Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας θα είναι κρίσιμη για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Οι όγκοι εμπορίου τελικών προϊόντων χάλυβα στην ΕΕ (πηγή: Financial Times)
Η ενέργεια αντιπροσωπεύει περίπου το 17% του κόστους παραγωγής του ευρωπαϊκού χάλυβα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, στο ζήτημα αυτό η Ευρώπη βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ να είναι τουλάχιστον διπλάσιες από αυτές των ΗΠΑ, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, γεγονός που συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους των φορέων εκμετάλλευσης ηλεκτρικών κλιβάνων. Από το σύνολο των ανακοινωθέντων έργων καθαρής βιομηχανίας σε ολόκληρο τον κόσμο, ύψους 1,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως εργοστάσια πράσινου χάλυβα και αμμωνίας, μόνο το 10% βρίσκεται στην ΕΕ, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Mission Possible Partnership.
Ο Λόρδος Adair Turner, πρόεδρος της Energy Transitions Commission, μιας παγκόσμιας συμμαχίας επιχειρήσεων, επενδυτών, ΜΚΟ και εμπειρογνωμόνων, προειδοποίησε ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει την Ευρώπη κάποια μέρα στην απώλεια της ικανότητάς της να παράγει βασικούς τύπους χάλυβα προς όφελος χωρών όπως το Μαρόκο, το οποίο έχει την ικανότητα να παράγει άφθονη ηλιακή ενέργεια.
Η Σουηδία έχει προσελκύσει δύο από τα πιο προηγμένα έργα πράσινου χάλυβα της ΕΕ χάρη στην άφθονη υδροηλεκτρική ενέργεια, αλλά και τα δύο έχουν αντιμετωπίσει δυσκολίες. Η Stegra, μια νεοσύστατη βιομηχανική επιχείρηση που υποστηρίζεται από εταιρείες όπως οι οικογένειες Agnelli, Maersk και Wallenberg, καθώς και από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Spotify, Daniel Ek, και τη Mercedes-Benz, στοχεύει να ξεκινήσει την παραγωγή στη βόρεια Σουηδία προς το τέλος του επόμενου έτους, δύο χρόνια αργότερα σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα.
Το Hybrit, ένα ανταγωνιστικό πρότζεκτ που υποστηρίζεται από τρεις κρατικούς ομίλους, τις LKAB, SSAB και Vattenfall, έχει επίσης πληγεί από καθυστερήσεις. Ο Henrik Henriksson, διευθύνων σύμβουλος της Stegra, δήλωσε ότι η βιομηχανία πράσινου χάλυβα πρέπει να «αλλάξει το αφήγημα» και να υπογραμμίσει τη «γεωπολιτική... σταθερότητα» και την ασφάλεια εφοδιασμού από ενέργεια ή σιδηρομετάλλευμα που δεν προέρχεται εκτός της ΕΕ.
Εξάλλου, όπως ανακοίνωσε στις 2 Ιουλίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει την τάση «μετανάστευσης» της βιομηχανίας εκτός ΕΕ λόγω αποφυγής των «πράσινων πολιτικών της, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες που πωλούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό θα λάβουν αποζημίωση για το κόστος των εκπομπών CO2 που πληρώνουν στην Ευρώπη.
Παράλληλα, στις 25 Ιουνίου, η Κομισιόν εξέδωσε ένα νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων για την τόνωση των επενδύσεων σε καθαρή ενέργεια και βιομηχανικές τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε ολόκληρη την ΕΕ, με την ονομασία «Πλαίσιο Βοήθειας για Καθαρές Βιομηχανικές Λύσεις» (CISAF). Οι εταιρείες του κλάδου της χαλυβουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ArcelorMittal, λένε ότι ο φόρος άνθρακα στα σύνορα δεν προστατεύει τις ενεργοβόρες βιομηχανίες της ΕΕ από το να υπονομευτούν από πιο βρώμικο εξωτερικό ανταγωνισμό, όπως η Κίνα.
Η Ευρώπη δεν είναι η μόνη που αγωνίζεται με τη μετάβαση στον πράσινο χάλυβα. Ο Τοντ Τάκερ, διευθυντής βιομηχανικής πολιτικής και εμπορίου στο Ινστιτούτο Ρούσβελτ, επεσήμανε ότι οι Αμερικανοί παραγωγοί αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα, παρά το φθηνότερο κόστος της ενέργειας στις ΗΠΑ.
Όπως επισημαίνει, οι κυβερνήσεις πρέπει να επιδιώξουν μια συνολική στρατηγική που να περιλαμβάνει την κλιματική, βιομηχανική και οικονομική πολιτική ως τρόπο δημιουργίας «της προσφοράς και της ζήτησης που απαιτούνται για τη μετάβαση σε μια βιομηχανία με υψηλές εκπομπές όπως ο χάλυβας».
Στον ίδιο τόνο και ο Άξελ Έγκερτ, της Eurofer, σημειώνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να επιτύχουν μια αντιστροφή των πρόσφατων αποφάσεων για την καθυστέρηση των έργων, αλλά μόνο μέσω «γρήγορης και αποτελεσματικής» δράσης. «Μπορούμε ακόμα να φτάσουμε στον πράσινο χάλυβα στην Ευρώπη», είπε.