και τροφοδότησαν τη δυναμική της υγροποίησης (LNG) και της θαλάσσιας μεταφοράς φυσικού αερίου. Μέσω πρόσφατων μακροχρόνιων συμβολαίων με χώρες όπως η Ελλάδα (με βλέψη τα Βαλκάνια) και η Ισπανία (με βλέψη τη Νότια Ευρώπη), οι ΗΠΑ κατέχουν σήμερα σημαντική θέση στην ευρωπαϊκή αγορά έως το 2040. Οι τιμές τους κινούνται στο εύρος των ρωσικών τιμών, δηλαδή 6-12 $/εκατομμύριο θερμικές μονάδες (MMBtu), ανταγωνίζονται την αγορά spot και παραμένουν προς το παρόν συνδεδεμένες με τις διακυμάνσεις του Henry Hub αλλά και με τις ισοτιμίες δολαρίου-ευρώ, κάτι που αυξάνει την αβεβαιότητα και μεταφράζεται σε πληθωριστικές πιέσεις για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Η Ρωσία διαθέτει περισσότερα αποθέματα, περίπου 44 Tcm (1 Tcm = 1000 Bcm), αλλά, περιορισμένη από κυρώσεις, απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς και έλλειψη κεφαλαίων, στρέφεται με αυξημένο επενδυτικό ρίσκο στην κατασκευή μεγάλων αγωγών προς την Ασία. Στην ενεργειακή σκακιέρα παραμένει ο παίκτης με τα περισσότερα πιόνια, αλλά οι ΗΠΑ κινούν στρατηγικά τους πύργους και τα άλογα.
Η Ευρώπη, προσκολλημένη στο «πράσινο θαύμα», επέλεξε να μην επενδύσει στα δικά της κοιτάσματα, αλλά σε εξωτερικές ροές ενεργειακής και πολιτικής ασφάλειας, δημιουργώντας αντίφαση με τους στόχους απανθρακοποίησης. Θεώρησε ότι ένας σταθμός επαναεριοποίησης κοστίζει 300-500 εκατ. δολάρια, με εσωτερικούς ρυθμούς απόδοσης (IRR) 12-15% σε ορίζοντα 20ετίας, και ότι, όταν τα συμβόλαια είναι μακροχρόνια, οι επενδύσεις σε σταθμούς επαναεριοποίησης στην Ευρώπη αποδίδουν 8-10% ετησίως με χαμηλό ρίσκο. Πάντως, σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Φυσικού Αερίου (IGU), οι ευρωπαϊκές εισαγωγές LNG μειώθηκαν απότομα το 2024, λόγω υψηλών επιπέδων αποθήκευσης στην αρχή του έτους, υποτονικής ζήτησης και σταθερών ροών αγωγών.
Σήμερα, 22 χώρες εξάγουν LNG και 48 εισάγουν, με την Ασία να παραμένει ο μεγαλύτερος καταναλωτής, υποχρεώνοντας την Ευρώπη να ανταγωνίζεται για φορτία σε υψηλές τιμές. Η δυναμική της υγροποίησης ενισχύεται από νέες επενδύσεις που θα προσθέσουν περίπου 230 δισ. κυβικά μέτρα (Bcm) έως το 2030, με τις ΗΠΑ, το Κατάρ και την Αυστραλία να πρωταγωνιστούν, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η ενεργειακή ασφάλεια είναι πλέον πολυκεντρική και άρρηκτα δεμένη με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό.
Συμπερασματικά, για την Ευρώπη, η εξάρτηση από LNG είναι πλέον δομική, καθώς αντικαθιστά τις ροές ρωσικού αερίου μέσω αγωγών. Πρόκειται για εξάρτηση που δεν περιορίζεται στην ενέργεια, αλλά επεκτείνεται στην αμυντική και πολιτική σφαίρα, με το αμερικανικό LNG να λειτουργεί ως μοχλός γεωπολιτικής επιρροής και στρατηγικής εξάρτησης.
Η αξία δεν βρίσκεται στα μεγαλύτερα αποθέματα, αλλά στην προβλεψιμότητα και την εμπορική αξιοποίηση με το αμερικανικό LNG να προσφέρει εσωτερικό συντελεστή απόδοσης και απόδοση επένδυσης που η Ρωσία δεν μπορεί να εγγυηθεί. Ωστόσο, για την Ευρώπη αυτό σημαίνει ότι η ενεργειακή ασφάλεια αγοράζεται σε υψηλό κόστος, με τις τιμές να παραμένουν σταθερές σε επίπεδα που επιβαρύνουν οικονομικά και πολιτικά τον καταναλωτή.
* Πρώην διευθύνων σύμβουλος Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων
Από τη naftemporiki.gr