Αυτή η τάση δεν είναι μόνο ενεργειακή, αλλά ενέχει και γεωπολιτική διάσταση που επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα. Η EIA προβλέπει ότι η παραγωγή «ξηρού» φυσικού αερίου στις ΗΠΑ θα αυξηθεί από 103,2 δισ. κυβικά πόδια ημερησίως (bcfd) το 2024 στα 109,1 bcfd το 2026 — νέο ιστορικό υψηλό. Παράλληλα, οι εξαγωγές LNG αναμένεται να φτάσουν στα 16,3 bcfd το 2026, από 11,9 bcfd το 2024.
Η συγκεκριμένη δυναμική ενισχύεται από δύο παράγοντες: την άνοδο της διεθνούς ζήτησης και την πολιτική στροφή των ΗΠΑ προς τα ορυκτά καύσιμα την τελευταία τριετία. Μετά τη διετή παύση αδειοδοτήσεων νέων μονάδων LNG επί προεδρίας Μπάιντεν, σε μια απόπειρα της κυβέρνησης των Δημοκρατικών να περιοριστεί η εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, η βιομηχανία φαίνεται όχι μόνο να έχει ανταπεξέλθει στην πίεση, αλλά και να επιταχύνει την επέκτασή της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο τον Οκτώβριο οι ΗΠΑ έγιναν η πρώτη χώρα που εξήγαγε 10 εκατ. τόνους LNG σε ένα μήνα, ανταποκρινόμενες στην αυξημένη ζήτηση από Ευρώπη και Ασία.
Παράλληλα, ενεργειακοί κολοσσοί, όπως οι Shell, BP και Woodside Energy αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους με ξεκάθαρη προτεραιότητα στο φυσικό αέριο για την επόμενη δεκαετία.
Στην αντίπερα όχθη το Ατλαντικού, η Ε.Ε. συνεχίζει να σπάει το ένα ρεκόρ εισαγωγών LNG μετά το άλλο, παρά τις διακηρύξεις για οριστική στροφή σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Η Γερμανία, για παράδειγμα, είδε φέτος την υψηλότερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο από το 2019, ενώ διαθέτει πλέον πέντε πλωτούς τερματικούς σταθμούς LNG (FSRU) με προγραμματισμένη δυναμικότητα 70 εκατ. τόνων έως το 2030, που την κατατάσσει τέταρτη μεγαλύτερη παγκοσμίως.
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η Ελλάδα ενισχύει τη θέση της ως πύλη αερίου για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το 2024 αποτέλεσε σημείο καμπής για τη χώρα μας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά σχεδόν 30%, από 50,91 TWh, το 2023 σε 66,2 TWh, με άξονα την ηλεκτροπαραγωγή.
Το δε α’ τρίμηνο του 2025 αυτή η τάση επιβεβαίωσε, καθώς η ζήτηση ενισχύθηκε κατά σχεδόν +29% σε ετήσια βάση, ενώ η συνολική χρήση, δηλαδή, κατανάλωση και εξαγωγές προς τις χώρες των Βαλκανίων, προσέγγισε τις 22,3 TWh. Στη χρονική περίοδο, Ιανουάριος-Ιούνιος 2025, καταγράφηκε νέα αύξηση, ύψους +12,4% με τη συνολική ζήτηση να φθάνει στις 37,45 TWh.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η αλλαγή στο μείγμα εισαγωγών, καθώς πάνω από το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ελλάδας στο εννεάμηνο του 2025, ήταν LNG, που προήλθε κυρίως από τις ΗΠΑ.
Αυτές οι εξελίξεις επισφράγισαν τη στρατηγική σημασία της Ρεβυθούσας, ενώ το FSRU της Αλεξανδρούπολης αρχίζει ήδη να επηρεάζουν ουσιαστικά τη ροή αερίου προς την Βουλγαρία, την Βόρεια Μακεδονία και μελλοντικά την Σερβία και την Ρουμανία.
Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη, με τη χώρα μας να αποκτά ζωτικής σημασίας ρόλο στην περιφερειακή ασφάλεια εφοδιασμού. Η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά από τελικό καταναλωτή σε περιφερειακό κόμβο διαμετακόμισης αερίου, με τις προοπτικές να καταστεί και παραγωγός υδρογονανθράκων τα επόμενα χρόνια να είναι πολύ αυξημένες.
Αυτό θα αποφέρει στη χώρα μας μεγαλύτερη διαφοροποίηση πηγών, ισχυρότερη διαπραγματευτική ισχύ στην περιοχή, θα προσελκύσει νέες άμεσες ξένες επενδύσεις σε υποδομές και θα ενισχύσει τη γεωστρατηγική θέση μας.
Ωστόσο, δεν παύει αυτή η ευοίωνη προοπτική να κρύβει και προκλήσεις. Η αυξημένη εξάρτηση από το LNG σημαίνει και μεγαλύτερη έκθεση σε φαινόμενα αστάθειας των τιμών, διεθνώς, και στις γεωπολιτικές εντάσεις. Παράλληλα, το άνοιγμα σε νέες επενδύσεις φυσικού αερίου απαιτεί προσοχή ως προς τους κλιματικούς στόχους και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική ενεργειακής μετάβασης της Ε.Ε.
Η ταχεία άνοδος της αμερικανικής παραγωγής φυσικού αερίου και η ισχυρή παρουσία των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο η Ελλάδα καλείται να κινηθεί.
Η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας συμβάλει στην αυξανόμενη ανάγκη της Ευρώπης για εισαγωγές LNG, αλλά και ενισχύει τις προσπάθειές μας να μεταβούμε σε ένα διαφορετικό ενεργειακό μοντέλο.