Το μεγάλο, αλλά όχι και τόσο όμορφο, νομοσχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ μετράει ακόμη ένα θύμα: τα κρίσιμα ορυκτά. Σε αντίθεση με τα σχόλια του Αμερικανού Προέδρου και τις ανακοινώσεις του Λευκού Οίκου, ο νέος “δημοσιονομικός” νόμος σταματά την οικονομική στήριξη των επενδύσεων σε έργα κρίσιμων ορυκτών, δυσχεραίνοντας περαιτέρω μία ήδη 

δύσκολη αποστολή. Πολλοί άνθρωποι της αγοράς εξηγούν πως η απόφαση αυτή θα ενισχύσει τελικά την κινεζική κυριαρχία στον κλάδο, ακυρώνοντας τα όποια σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ για απεξάρτηση από τις κινεζικές εξαγωγές.

Τα τελευταία χρόνια έχει χυθεί πολύ μελάνι για το ουσιαστικό μονοπώλιο της Κίνας στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών, μία κυριαρχία που κατέστη σαφής προ ολίγων εβδομάδων, όταν το Πεκίνο αποφάσισε να περιορίσει τις εξαγωγές μαγνητών σπάνιων γαιών ως αντίδραση στους δασμούς Τραμπ. Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει ανησυχίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες να καταρτίζουν τα δικά τους σχέδια για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Και ενώ το πρόβλημα στην Ευρώπη φαίνεται να είναι η έλλειψη πόρων, στις ΗΠΑ αποδεικνύεται πως είναι η πολιτική ιδεοληψία. Πιο συγκεκριμένα, παρόλο που ο Πρόεδρος Τραμπ και το επιτελείο του έχουν μιλήσει πολλές φορές— προεκλογικά και μετεκλογικά— για τη σημασία των κρίσιμων ορυκτών στην εθνική ασφάλεια, η πολιτική που επιλέγουν να εφαρμόσουν είναι τουλάχιστον αμφίσημη, αν όχι αλλοπρόσαλλη.

Ο πολυσυζητημένος και άκρως αντιδημοφιλής One Big Beautiful Bill ακυρώνει πολλές από τις ρυθμίσεις που είχε θεσμοθετήσει ο Πρόεδρος Μπάιντεν ώστε να ενδυναμώσει μία σειρά κλάδων αιχμής. Μεταξύ αυτών και οι πράσινες τεχνολογίες, τις οποίες ο Τραμπ έχει πολλάκις χαρακτηρίσει «πράσινη απάτη». Απροσδόκητα όμως, η οργή κατά του Μπάιντεν είχε και μία παράπλευρή απώλεια, τις χρηματοδοτήσεις προς τα έργα κρίσιμων ορυκτών. Σύμφωνα με τον εμβληματικό νόμο IRA που ψηφίστηκε το 2022, τα έργα αυτά θα λάμβαναν μόνιμες φοροελαφρύνσεις 10% με στόχο την ανάπτυξη μίας εγχώριας βιομηχανίας που θα παράγει, θα επεξεργάζεται, και θα ανακυκλώνει πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας επί αμερικανικού εδάφους. Η σημερινή μορφή του νόμου Τραμπ μειώνει αυτές τις φοροελαφρύνσεις από το 2031 και τις καταργεί το 2034. Παράλληλα, το νομοσχέδιο τιμωρεί τις αμερικανικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εισαγόμενο εξοπλισμό.

Όπως εξηγούν πολλοί άνθρωποι της αγοράς, η μεταρρύθμιση αυτή είναι καταστροφική για έναν κλάδο που απαιτεί υψηλές εμπροσθοβαρείς επενδύσεις, υψηλά κόστη λειτουργίας, και αβέβαιες τιμές αγοράς. Μολονότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει εγκρίνει 28 έργα κρίσιμων ορυκτών, η πολιτική της όχι απλώς ακυρώνει την οικονομική στήριξη αυτών των επενδύσεων, αλλά τους στερεί και πολλούς δυνητικούς αγοραστές καθώς αποθαρρύνει ή απαγορεύει τα έργα ΑΠΕ και την κατασκευή EVs, δύο τομείς που χρειάζονται αυτές τις πρώτες ύλες. Πολλοί αναλυτές διστάζουν να ασκήσουν ανοικτά κριτική υπό τον φόβο των επιθέσεων από το κίνημα MAGA, εντούτοις η απαισιοδοξία είναι διάχυτη στον χώρο.

Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες Μπάιντεν είχαν καταφέρει να αυξήσουν τις επενδύσεις για τα κρίσιμα ορυκτά κατά 180% μεταξύ 2022 και 2025 για τα ιδιωτικά κεφάλαια, ξεπερνώντας συνολικά το μισό δισεκατομμύριο δολάρια. Όμως, οι ιδιωτικές επενδύσεις και ο τραπεζικός δανεισμός που έχουν λάβει αυτές οι επιχειρήσεις βασίζονταν στη συνέχιση των φοροαπαλλαγών. Η εικόνα για τις ενδιαφερόμενες εταιρείες είναι ακόμα πιο δύσκολη εξαιτίας των συνθηκών στις διεθνείς αγορές. Οι τιμές πολλών από αυτά τα ορυκτά βρίσκονται σε πτωτική πορεία, κυρίως λόγω των εμπορικών πρακτικών της Κίνας και της μειούμενης ζήτησης στα δυτικά κράτη με αφορμή την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Παράλληλα, οι πολιτικές Τραμπ σε άλλους τομείς, όπως η επιβολή δασμών, σημαίνει πως τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν υψηλά, ενώ οι εφοδιαστικές αλυσίδες είναι ευάλωτες. Ευρύτερα, όπως συνέβη και στην αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου, η ρητορική Τραμπ για τα κρίσιμα ορυκτά απέχει ανησυχητικά από την πολιτική που εντέλει εφαρμόζει.

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr