Όπως έχουμε επανειλημμένα υποστηρίξει από την στήλη δεν έχουμε ακόμα τελειώσει από την προηγούμενη ενεργειακή κρίση, η έξαρση της οποίας σημειώθηκε πέρυσι τέτοια περίοδο με την τιμή του αερίου στο TTF, το ευρωπαϊκό σημείο αναφοράς στην Ολλανδία, να εκτινάσσεται στα € 345/MWh με αντίστοιχα υψηλές τιμές χονδρικής στον ηλεκτρισμό όπου στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας οι τιμές ξεπέρασαν τα € 500/MWh. 

(Στο ΕΧΕ έφθασαν τα € 450/MWh και στο Γερμανικό EEX τα €550/MWh). Έκτοτε ναι μεν οι τιμές υποχώρησαν σημαντικά, προς ανακούφιση των ευρωπαίων καταναλωτών και των κυβερνήσεων των οποίων οι προϋπολογισμοί χάρη των επιδοτήσεων κινδύνευσαν να τιναχτούν στον αέρα, όμως δεν αποκλιμακώθηκαν απόλυτα. Και αυτό γιατί τόσο οι τιμές του αερίου όσο και του ηλεκτρισμού, που ως γνωστό επηρεάζονται άμεσα από τις τιμές του αερίου, διαπραγματεύονται σε επίπεδα σχεδόν διπλάσια ή και τριπλάσια από την περίοδο προς της κρίσης- τελευταίο τρίμηνο 2020 με πρώτο τρίμηνο 2021.

Σήμερα εν μέσω μιας εντεινόμενης πολεμικής σύρραξης στο μέσο της Ευρώπης, στην Ουκρανία, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις να επεκτείνονται τάχιστα στην Μαύρη Θάλασσα όπου πλήττεται η εμπορική ναυτιλία (με τα war premiums να έχουν αυξηθεί επικίνδυνα), και να απειλούν με επισιτιστική κρίση την Αφρική- με ανοικτά πολεμικά μέτωπα σε Λιβύη, Σουδάν και Δυτική Αφρική - και την ενεργειακή ζήτηση να έχει επανέλθει στα προ covit επίπεδα, οι ενεργειακές αγορές χαρακτηρίζονται από μεγάλη νευρικότητα. Με ιδιαίτερα αισθητές τις αντιδράσεις στις αγορές πετρελαίου και φ. αερίου.

 

Ενδεικτικό της νευρικότητας που επικρατεί στην αγορά φ. αερίου είναι η εκτίναξη της τιμής του μηνιαίου συμβολαίου forward στο Ολλανδικό TTF όπου την περασμένη Τετάρτη ( 9/8) αυτό προς στιγμή έφθασε τα € 43,49 /MWh, για να κλείσει αργότερα στα €39,70/ MWh,με την σημερινή αξία του συμβολαίου να διαπραγματεύεται γύρω στα € 37/ΜWh. Να σημειώσουμε ότι τόσο υψηλές τιμές έχουμε να δούμε από τις 20 Ιουνίου, όποτε είχε φθάσει στα €40,58/MWh. Αιτία οι απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στις μονάδες παραγωγής LNG της Chevron και Woodside Energy στην Αυστραλία η οποία προμηθεύει το 10% της παγκόσμιας αγοράς και εξάγει το 90% της παραγωγής της σε Κίνα, Ιαπωνία και Ν. Κορέα. Αυτές οι χώρες ενδεχομένως θα στραφούν στις ΗΠΑ για να καλύψουν τις ανάγκες τους η οποία όμως προμηθεύει και την Ευρώπη. Με τις Ευρωπαϊκές χώρες να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από εισαγωγές LNG, έχοντας σχεδόν διπλασιάσει την προμήθεια τους σε υγροποιημένο φ. αέριο, σε σχέση με το 2021, καθώς μειώθηκαν κάθετα οι εισαγωγές Ρωσικού αερίου, η μακροπρόθεσμη προμήθεια τους κρίνεται επισφαλής. Για αυτό και η ανησυχία από πλευράς ευρωπαίων προμηθευτών που αναζητούν μεγαλύτερη χωρητικότητα για την αποθήκευση αερίου εν όψει του επερχόμενου χειμώνα (εδώ).

Ήδη ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) έχει προειδοποιήσει σχετικά (εδώ) υποστηρίζοντας ότι ένας κρύος χειμώνας στην Ευρώπη μπορεί να επηρεάσει τις εισαγωγές LNG κατά + 30 δισεκ. κυβ. μέτρα (bcm) σε σύγκριση με την χειμερινή περίοδο 2022/2023. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ευρώπη θα βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να ανταγωνίζεται με την Κίνα και άλλες Ασιατικές χώρες για την εξασφάλιση φορτίων LNG. Σύμφωνα με αναλυτές της Goldman Sachs η σημερινή αντίδραση έχει να κάνει με την προεξόφληση ρίσκου ενώ οι ίδιοι εκτιμούν ότι οι τιμές LNG είναι εξαιρετικά πιθανό να διπλασιαστούν η και να τριπλασιαστούν από τα σημερινά τους επίπεδα. Δηλαδή πριν το τέλος του χρόνου μπορεί να δούμε το αέριο στα € 100/MWh με ότι αυτό σημαίνει για τις τιμές του ηλεκτρικού και τις νέες τιμολογιακές πιέσεις που θα βιώσουν οι καταναλωτές.

 

Σε σχεδόν παράλληλη πορεία με το φ. αέριο βαδίζει και η διεθνής αγορά πετρελαίου όπου κατά τις τελευταίες 6 εβδομάδες η τιμή του μηνιαίου συμβολαίου επί του Brent, του διεθνούς benchmark, έχει ανατιμηθεί κατά $ 12 το βαρέλι και κατά $ 14 από τις αρχές Ιουνίου, με την σημερινή τιμή να ευρίσκεται λίγο υψηλότερα των $ 86 το βαρέλι στο ICE του Λονδίνου. Δικαίως διερωτώμεθα πριν λίγες ημέρες (εδώ) εάν ευρισκόμαστε αντιμέτωποι σε μια νέα κούρσα. Ασφαλώς δεν είμαστε οι μόνοι αφού δεν είναι λίγοι οι αναλυτές σε τράπεζες και χρηματιστηριακούς οίκους που κάνουν λόγο για $ 100 το βαρέλι καθώς θα πλησιάζουμε τον χειμώνα και θα αυξάνεται η ζήτηση.

Με τους λόγους για την συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών του αργού να πρέπει να αναζητηθούν στα market fundamentals με κυρίαρχο στοιχείο την μείωση της παραγωγής από πλευράς OPEC+ και την αδυναμία των χωρών εκτός να καλύψουν την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Με την στάση της Σαουδικής Αραβίας, του de facto ηγέτη του OPEC, που εφαρμόζει περιοριστική πολιτική στην παραγωγή, να υπαγορεύεται και από γεωπολιτικούς λόγους και την αντιπαλότητα της με τις θέσεις των ΗΠΑ στην περιοχή του Κόλπου. Εξ ου και η πλήρης ομαλοποίηση των σχέσεων της με το Ιράν και η συνεχιζόμενη εμβάθυνση των οικονομικών και εμπορικών συνεργασιών με την Κίνα.

Η αύξηση στις διεθνείς τιμές πετρελαίου έχει σαφείς επιπτώσεις στην εγχώρια αγορά, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Καυσίμων του υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση τιμή της απλής αμόλυβδης πανελλαδικά στις 8 Αυγούστου ήταν € 1,958 το λίτρο, έναντι € 1,867 το λίτρο στις 8 Ιουλίου, αυξημένη κατά 4,87%. Σε 12 νόμους μάλιστα, η μέση τιμή ξεπέρασε στις 8 Αυγούστου τα 2 ευρώ το λίτρο με το ρεκόρ να κατέχει ο νόμος Κυκλάδων με € 2,12 / λίτρο. Παράγοντες της αγοράς με τους οποίους ήλθε σε επαφή το Energia.gr εκτιμούν ότι εάν συνεχισθεί η άνοδος του αργού στις διεθνείς αγορές, και η τιμή φθάσει τα $ 100 το βαρέλι, ενδέχεται τον Οκτώβριο, ή και ενωρίτερα, να δούμε την αμόλυβδη πάνω από τα € 2,60 το λίτρο. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση θα πιεσθεί για αναπροσαρμογή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

Από την μια πλευρά η άνοδος των τιμών φυσικού αερίου και των αρνητικών επιπτώσεων που σίγουρα θα έχουν στις τιμές του ηλεκτρισμού, και η αυξανόμενη αβεβαιότητα ως προς την προμήθεια, και από την άλλη το επερχόμενο ράλι στην διεθνή αγορά αργού, συνθέτουν μια μάλλον δυστοπική εικόνα του ενεργειακού τοπίου. Μένει να αποδειχθεί εάν τελικά αυτή η κατάσταση οδηγήσει πράγματι σε μια νέα παγκόσμια ενεργειακή κρίση.

Κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για την παγκόσμια οικονομία και την Ευρώπη ιδιαίτερα, την στιγμή που φαίνεται ότι επανέρχεται, έστω και αναιμικά, η ευρωζώνη σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.