Οι Κυρώσεις Τραμπ και η Αποκαθήλωση της Ρωσικής Ισχύος στα Βαλκάνια

Οι Κυρώσεις Τραμπ και η Αποκαθήλωση της Ρωσικής Ισχύος στα Βαλκάνια
της Αρχοντίας Γ. Καλλιτέρη
Πεμ, 20 Νοεμβρίου 2025 - 18:21

Από την εποχή της πρώτης προεκλογικής εκστρατείας του για την προεδρία των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κατηγορηθεί ως «πολιτική μαριονέτα» της Ρωσίας. Οι κατηγορίες αυτές εμφανίζονται να έχουν λογικότερη βάση χάρη σε μία σειρά κινήσεων του Αμερικανού Προέδρου που αναμενόμενα υπονόμευσαν τη θέση της Ουάσιγκτον και ωφέλησαν τη Μόσχα. Εντούτοις, ο Τραμπ αδιαμφισβήτητα κατάφερε ένα καίριο πλήγμα εναντίον των ρωσικών συμφερόντων

όταν κλιμάκωσε τις πιέσεις κατά του ρωσικού πετρελαίου.

Η κατάσταση στον Ειρηνικό— όπου βρίσκονται οι δύο μεγάλοι πελάτες της Ρωσίας, Κίνα και Ινδία— είναι αρκετά περίπλοκη, όμως η αποτελεσματικότητα των πιέσεων των ΗΠΑ είναι πολύ πιο εμφανής στα Βαλκάνια. Για δεκαετίας, Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες, και Μόσχα ανταγωνίζονταν για το ποιος θα αποτελέσει τον ηγεμόνα στην περιοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε αρκετό έδαφος καθώς οι συνεχείς καθυστερήσεις για την ενσωμάτωση των Βαλκανίων στον ευρωπαϊκό πυρήνα είχαν προκαλέσει απογοήτευση σε πολλές κυβερνήσεις και πολίτες.

Από την άλλη, οι ΗΠΑ διατηρούσαν σταθερή αλλά διακριτική παρουσία πέρα των όποιων συνεργασιών εντός του ΝΑΤΟ. Ζητήματα όπως οι επενδύσεις είχαν περάσει σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα, με τις χώρες αυτές να μην έχουν βιώσει τα πραγματικά οικονομικά οφέλη της συνεργασίας τους με τις ΗΠΑ. Αντιθέτως, η Ρωσία είχε χρησιμοποιήσει το εργαλείο που γνωρίζει καλύτερα, δηλαδή την ενέργεια, ως τον βασικό μοχλό ανάπτυξης της ισχύος της στα Βαλκάνια.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις η Βουλγαρία και η Σερβία. Στη Βουλγαρία, η ρωσική Lukoil αγόρασε το μεγαλύτερο διυλιστήριο των Βαλκανίων, το Neftohim στο Μπουργκάς. Παράλληλα, ανέπτυξε ένα δίκτυο 220 πρατηρίων σε όλη τη βουλγαρική επικράτεια, κυριαρχώντας στον τομέα των καυσίμων στη χώρα. Για αρκετά χρόνια, υπήρχαν εκατέρωθεν διπλωματικές πιέσεις και κατηγορίες σχετικά με το μέλλον των περιουσιακών στοιχείων της Lukoil. Όμως, καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμούσε να διαταράξει το status quo.

Όλα αυτά άλλαξαν με την ανακοίνωση των νέων κυρώσεων Τραμπ κατά της Lukoil και της Rosneft. Η αρχική ψυχραιμία για τη δυνητική πώληση του διυλιστηρίου σε κάποια μη ρωσική επιχείρηση αντικαταστάθηκε από την έντονη ανησυχία μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Lukoil και Gunvor. Συνειδητοποιώντας τον άμεσο κίνδυνο, το Κοινοβούλιο της Βουλγαρίας έθεσε υπό κρατικό έλεγχο όλα τα περιουσιακά στοιχεία του ρωσικού κολοσσού στη χώρα. 

Η ταχύτατη αντίδραση εκ μέρους της Σόφιας έπεισε την Ουάσιγκτον πως οι προθέσεις της βουλγαρικής ηγεσίας ήταν ειλικρινείς, κάτι που βοήθησε στην παροχή μίας εξαίρεσης από τις κυρώσεις μέχρι τον Απρίλιο του 2026. Μέχρι τότε, η Lukoil θα πρέπει να έχει βρει έναν ενδιαφερόμενο αγοραστή για το διυλιστήριο και τα πρατήρια που διαχειρίζεται, με την εταιρεία να προειδοποιεί την κυβέρνηση ώστε να μην παρεμποδίσει τις επαφές με τους δυνητικούς αγοραστές. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχουν αρκετοί όμιλοι που έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους, μεταξύ αυτών από την ΕΕ, τις ΗΠΑ, και τη Μέση Ανατολή. 

Η κατάσταση στη Σερβία είναι πιο πολιτικά φορτισμένη. Η κυβέρνηση του Προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής εξαιτίας διαφόρων σκανδάλων, μεταξύ αυτών και το τραγικό ατύχημα στο Νόβι Σαντ. Βελιγράδι και Μόσχα διατηρούν στενούς δεσμούς τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η αμερικανική εμπλοκή στους πολέμους της πρώην Γιουγκοσλαβίας είχε πλήξει κυρίως τα σερβικά συμφέροντα. Η Gazprom εξασφάλισε το μεγαλύτερο ποσοστό Naftna Industrija Srbije, της σερβικής εταιρείας ορυκτών καυσίμων, μετά την ιδιωτικοποίησή της το 2008.

Τα σοβαρά προβλήματα της NIS είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Ιανουάριο, όταν ο πρώην Πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε μία σειρά νέων κυρώσεων λίγο πριν αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο. Η νέα κυβέρνηση Τραμπ διατήρησε αυτά τα μέτρα που στοχοποιούσαν και τη Gazprom, ωστόσο προσέφερε μία ολιγόμηνη εξαίρεση στη NIS προκειμένου να ρυθμίσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Βούτσιτς ότι η κυβέρνησή του είχε ξεκινήσει συνομιλίες με τη ρωσική πλευρά, το ζήτημα παρέμεινε σε εκκρεμότητα για πολλούς μήνες. 

Με τις συνεχείς εξαιρέσεις από τις κυρώσεις να λήγουν στα τέλη Οκτωβρίου, η NIS βρέθηκε χωρίς τη δυνατότητα νέων προμηθειών πετρελαίου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η επιχείρηση έχει επαρκή αποθέματα για μία εβδομάδα, κάτι που θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να ανοίξει τα δικά της αποθέματα ασφαλείας ή να αγοράσει πολύ ακριβότερο αργό στις αγορές σποτ. Νωρίτερα σήμερα, ο Βούτσιτς δήλωσε πως βρίσκεται σε επαφή με την Ουάσιγκτον ώστε να εξασφαλίσει μία νέα άδεια λειτουργίας για τη NIS, η οποία θα ισχύει μέχρι την εύρεση νέου αγοραστή. Αν αυτή η προσπάθεια αποτύχει, είναι πολύ πιθανό πως το Βελιγράδι θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το παράδειγμα της Σόφιας, θέτοντας υπό τον έλεγχό της την εταιρεία. 

Ευρύτερα, οι κυρώσεις Τραμπ κατάφεραν ένα ουσιώδες πλήγμα στην παρουσία της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Ακόμα και αν οι κυβερνήσεις αυτές δεν επιθυμούν την αποχώρηση των ρωσικών κεφαλαίων από τις οικονομίες τους, δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν να μείνουν χωρίς καύσιμα ή εκτός των δυτικών αγορών. Ως εκ τούτου, οι σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών ηγεσιών και του Κρεμλίνου θα ψυχρανθούν περαιτέρω, ειδικά αν υπάρξουν υποψίες πως η Μόσχα προσπαθήσει να αξιοποιήσει άλλους μοχλούς πίεσης, όπως οι διαδικτυακές εκστρατείες παραπληροφόρησης. Το πραγματικό ερώτημα είναι κατά πόσο η Ουάσιγκτον θα αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία ώστε να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή, ουσιαστικά αλλάζοντας τα δεδομένα πολλών δεκαετιών.

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr