Έτσι τουλάχιστον χαρακτήρισε ο Γάλλος πρωθυπουργός την εμπορική συμφωνία ΗΠΑ- ΕΕ, η οποία θα σημάνει την εφεξής επιβολή δασμών 15% στις εισαγωγές Ευρωπαϊκών προϊόντων στις ΗΠΑ. Μια αύξηση δεκαπλάσια αυτής που ίσχυε μέχρι σήμερα. Επιπλέον, η ΕΕ θα πρέπει μέσα στα επόμενα τρία χρόνια να αγοράσει Αμερικανική ενέργειας αξίας $ 750 δισεκ.
Τα σχόλια σε όλες τις συχνότητες και τόνους που άδει έκτοτε η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη (ακόμα και σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία που στήριξαν την συμφωνία) θυμίζουν κάτι από πολιτική ελεγεία. Η δε συνειδητοποίηση ότι η Ευρώπη δεν μπόρεσε να επιβάλλει τους όρους της ακόμα και στον χώρο που θεωρούσε τον εαυτό της υπερδύναμη- στην οικονομία και το διεθνές εμπόριο- υπήρξε διάχυτη.
Γίνεται πλέον ορατό και δια γυμνού οφθαλμού ότι η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αντανακλάται στην επίμαχη συμφωνία, δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική. Ο πραγματικός λόγος που η Ευρώπη δεν αντέδρασε με την λήψη οικονομικών αντι-μέτρων, που ήθελε η Γαλλία και ορισμένες άλλες χώρες, είναι ότι δεν άντεχε να διακινδυνεύσει μια διεκδικητική διαπραγμάτευση με μια χώρα (τις ΗΠΑ) από την οποία συνεχίζει να εξαρτάται για τη ασφάλεια της.
Είναι προφανές ότι τόσο η ηγεσία της ΕΕ αλλά και αυτή των περισσότερων Ευρωπαϊκών χωρών με ισχυρές οικονομίες, τελούν σε κλίμα πανικού φοβούμενες ότι εάν αντισταθούν στα εκβιαστικά κόλπα και τις εκφοβιστικές τακτικές του σημερινού ενοίκου του Λευκού Οίκου θα βρεθούν εκτός της ισχυρής αμυντικής ομπρέλας των ΗΠΑ ενώ, παράλληλα, θα αντιμετωπίσουν το φάσμα της της έλλειψης ενεργειακής τροφοδοσίας, ιδίως μετά την ολέθρια απόφαση τον Μάρτιο του 2022 (και πάλι μετά από εκβιασμό του τότε προέδρου Τζό Μπάιντεν) να αποκοπεί η ΕΕ από το ρωσικό ενεργειακό άρμα.
Με την ηγεσία της ΕΕ και των περισσότερων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, προσκολλημένη στο διάτρητο αφήγημα της πράσινης μετάβασης, και αρνούμενη να αντιληφθεί την πραγματικότητα της παγκόσμιας ενεργειακής τάξης - όπου οι υδρογονάνθρακες καλύπτουν το 87% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης και το 75% της Ευρώπης- η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας οδηγείται εφεξής σε βαθύ τέλμα. Αφού είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή της συμφωνίας ΗΠΑ-ΕΕ, ως προς το ενεργειακό της σκέλος, θα οδηγήσει σύντομα και με μαθηματική ακρίβεια σε διπλασιασμό των τιμών αερίου και ηλεκτρισμού. Κάτι που θα γίνει ιδιαίτερα αντιληπτό στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα, αφού το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι σταθερά υψηλότερο από αυτό των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Όπως παρατηρούμε σε επίκαιρο άρθρο μας (εδώ), η πρόσφατη συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ οδηγεί σε ακόμα μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση την Ευρώπη και υποσκάπτει την όποια προσπάθεια για στρατηγική αυτονομία. Αντί για μεγαλεπήβολες και ανεφάρμοστες ενεργειακές συμφωνίες, η ΕΕ θα πρέπει να δει πέρα και πάνω από την εμμονή της για μείωση των εκπομπών CO2 - που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ευθύνονται για την αύξηση της θερμοκρασίας πλανήτη- και να φροντίσει να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση από εισαγωγές τεραστίων ποσοτήτων πετρελαίου και φ. αερίου σε ετήσια βάση.
Γι’ αυτό θα πρέπει με κάθε δυνατό τρόπο να ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε έρευνες υδρογονανθράκων, την μεγαλύτερη χρήση πυρηνικής ενέργειας
και την χρηματοδότηση προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας, ιδίως στα κτίρια.