Ειδικοί της αγοράς και αναλυτές χαρακτηρίζουν τη συμφωνία ως "όνειρο θερινής νυκτός", προειδοποιώντας ότι ένας τέτοιος στόχος είναι τόσο ανέφικτος όσο και πολιτικά ασύμβατος με τις υφιστάμενες στρατηγικές της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια. Η συμφωνία, η οποία φαίνεται να βασίζεται περισσότερο σε πολιτικούς συμβολισμούς παρά σε ρεαλιστικά οικονομικά δεδομένα, αναδεικνύει σοβαρά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονται οι διατλαντικές ενεργειακές σχέσεις και ενέχει τον κίνδυνο να ενισχύσει περαιτέρω την ήδη αυξανόμενη εξάρτηση της Ευρώπης από εισαγόμενη ενέργεια, εις βάρος της ενεργειακής ασφάλειας και της οικονομικής δυνατότητας.
Πρώτον, η Ε.Ε. δεν διαθέτει κάποιον κεντρικό μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσε να επιβάλει σε ενεργειακές εταιρείες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι ιδιωτικές ή εισηγμένες στο χρηματιστήριο, να αγοράζουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο από συγκεκριμένο προμηθευτή. Οι αποφάσεις προμήθειας ενέργειας στην Ευρώπη καθορίζονται από εμπορικά κριτήρια κι από την ίδια την αγορά, όχι από πολιτικές επιταγές. Ακόμα κι αν ήθελε, η Κομισιόν δεν μπορεί να διατάξει λ.χ. την Shell, την TotalEnergies, την Eni ή την OMV να δώσουν προτεραιότητα στο LNG ή το πετρέλαιο των ΗΠΑ έναντι άλλων πηγών.
Επιπλέον, οι αριθμοί δεν βγαίνουν. Το 2024, η Ε.Ε. εισήγαγε συνολικά ενέργεια αξίας περίπου 435,7 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων μόνο 75 δισ. δολάρια αντιστοιχούν σε προμήθειες από τις ΗΠΑ. Για να τριπλασιαστεί αυτό το ποσό, όπως προβλέπει η συμφωνία, η Ευρώπη θα πρέπει όχι μόνο να εγκαταλείψει υφιστάμενες μακροπρόθεσμες συμφωνίες προμήθειας με άλλους προμηθευτές (λ.χ. με το Κατάρ και την Αλγερία), αλλά και να αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, τη στιγμή που η πολιτική της επικεντρώνεται στην απεξάρτηση από αυτά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευθεί να τερματίσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2028 και να περιορίσει δραστικά τη χρήση του φυσικού αερίου εντός της ΕΕ, με στόχο την πλήρη κατάργησή του ως το 2040. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα της μεγάλης στροφής προς τα αμερικανικά ορυκτά καύσιμα αντίκειται στις κεντρικές στρατηγικές της Ένωσης.
Ακόμη και αν επιχειρούσε κάτι τέτοιο η Ευρώπη, η ίδια η αμερικανική παραγωγή δεν επαρκεί. Σύμφωνα με τη Rystad Energy, οι ΗΠΑ εξήγαγαν παγκοσμίως 88,4 εκατομμύρια τόνους LNG το 2024. Για να υλοποιηθεί η συμφωνία, η Ευρώπη θα έπρεπε να απορροφήσει το σύνολο αυτών των ποσοτήτων, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τη στρατηγική της για διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας, η οποία περιλαμβάνει εισαγωγές από Κατάρ, Αλγερία, Νιγηρία και Μοζαμβίκη.
Πρόσθετο εμπόδιο αποτελεί η νέα ευρωπαϊκή οδηγία για την εταιρική δέουσα επιμέλεια όσον αφορά στη βιωσιμότητα (Corporate Sustainability Due Diligence Directive – CSDDD), η οποία εισάγει αυστηρές περιβαλλοντικές και κοινωνικές δεσμεύσεις. Πολλές αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες, ιδίως ανεξάρτητοι παραγωγοί, ενδέχεται να μην συμμορφώνονται με τα ευρωπαϊκά κριτήρια, καθιστώντας νομικά περίπλοκη την περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών.

(Οι ΗΠΑ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ε.Ε. Στοιχεία 2021-2025. Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή)
Παράλληλα, αναλυτές προειδοποιούν ότι η ενίσχυση της προμήθειας ενέργειας από τις ΗΠΑ μπορεί να οδηγήσει σε νέες αυξήσεις στις τιμές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στην Ευρώπη, επιβάρυνση που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου οι τιμές ενέργειας είναι ήδη πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και νέες αυξήσεις ανακοινώνονται εν μέσω θέρους.
Αντί για μεγαλεπήβολες και ανεφάρμοστες ενεργειακές συμφωνίες, η ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρύνει την αύξηση της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων, ιδίως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η οποία διαθέτει ανεξερεύνητο αλλά πολλά υποσχόμενο δυναμικό.
Η Σερβία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Ελλάδα, η Κύπρος και άλλες χώρες της περιοχής διαθέτουν υπεράκτια και χερσαία κοιτάσματα με καλές προοπτικές για εκμετάλλευση φυσικού αερίου και πετρελαίου. Ακόμα και μια μέτρια αύξηση στην τοπική παραγωγή μπορεί να προσφέρει σταθερότητα εφοδιασμού, να μειώσει την εξάρτηση από εισαγωγές και να διατηρήσει ανταγωνιστικές τιμές, χωρίς να χρειάζονται νέες και δαπανηρές εμπορικές δεσμεύσεις.
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής επίσης εναρμονίζεται με την αρχή της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, όχι μόνο από τη Ρωσία, αλλά και από μονομερείς εξαρτήσεις, όπως αυτή που μπορεί να προκύψει από τις ΗΠΑ.
Τέλος, εάν η ΕΕ επιθυμεί πράγματι να μειώσει τις εκπομπές, θα πρέπει να υιοθετήσει μια ολιστική προσέγγιση που να περιλαμβάνει επενδύσεις σε δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS), ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας, ιδίως στα κτήρια, και στήριξη της πυρηνικής ενέργειας ως αξιόπιστης βάσης παραγωγής και καθαρής μορφής ενέργειας.
Συμπερασματικά, η ενεργειακή συμφωνία Τραμπ–φον ντερ Λάιεν δεν είναι μόνο ανεφάρμοστη, αλλά ενέχει και τον κίνδυνο να υπονομεύσει την ενεργειακή ασφάλεια, την πολιτική συνοχή και τις προτεραιότητες της ΕΕ. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη, με τα ήδη υψηλά κόστη και την ασταθή αγορά ενέργειας, θα πληγεί πρώτη από μια τέτοια εξέλιξη. Αυτό που χρειάζεται η περιοχή και η Ευρώπη συνολικά είναι επιστροφή στον ενεργειακό ρεαλισμό, με ανάπτυξη ανεξαιρέτως όλων των εγχώριων ενεργειακών πόρων, διαφοροποίηση εφοδιασμού και προτεραιότητα στην προσιτή και σταθερή ενέργεια.