Η πρόσφατη απόφαση (31/7) του Βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ όπως η Βρετανική κυβέρνηση προχωρήσει άμεσα στην αδειοδότηση 100 νέων παραχωρήσεων για έρευνες και παραγωγή υδρογονανθράκων στην Βόρειο Θάλασσα, μόνο ως κομβικής σημασίας μπορεί να θεωρηθεί με δεδομένη την ισχυρή αντίδραση τόσο του εργατικού κόμματος στην αντιπολίτευση όσο και του ισχυρού περιβαλλοντολογικού λόμπι της χώρας. Με την Βρετανία μέχρι στιγμής να πρωταγωνιστεί σε διεθνές

επίπεδο στην μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και την λήψη ρηξικέλευθων μέτρων για την πράσινη μετάβαση, η τελευταία αυτή απόφαση της βρετανικής περί μη εγκατάλειψης των υδρογονανθράκων σηματοδοτεί μια σαφή στροφή στην μέχρι  τώρα ακολουθούμενη πολιτική, που είχε ως πρωταρχικό στόχο την πλήρη απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος πολύ πριν το 2050.

Σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές στο Λονδίνο η απόφαση της συντηρητικής κυβέρνησης για επιτάχυνση των ερευνών αλλά και της αξιοποίησης των σημαντικών κοιτασμάτων που υπάρχουν ακόμα στον Βρετανικό τομέα της Βόρειας Θάλασσας, σηματοδοτεί την «επιστροφή στην λογική και στην οικονομική ορθοδοξία», με στόχο την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του εγχώριου ενεργειακού πλούτου, την ενίσχυση της οικονομίας, τη μείωση εισαγωγών πετρελαίου και φ. αερίου, την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων και τη δημιουργία απασχόλησης. Όπως υποστήριξε ο Βρετανός πρωθυπουργός η απόφαση για την συνέχιση της εκμετάλλευσης του πολύ αξιόλογου δυναμικού υδρογονανθράκων που διαθέτει η χώρα δικαιολογείται στο πλαίσιο ενίσχυσης της ενεργειακής ασφαλείας της χώρας ενώ δεν αντιβαίνει στην προσπάθεια για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Απεναντίας, σύμφωνα με τον Σούνακ, η περαιτέρω αξιοποίηση του πετρελαϊκού δυναμικού της χώρας θα ενισχύσει την προσπάθεια μας για μείωση των εκπομπών και την παραγωγή καθαρής ενέργειας λόγω των πολύ υψηλών προδιαγραφών στην παραγωγική διαδικασία που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση αλλά και της δυνατότητας για αποθήκευση CO2 που προσφέρουν οι υποδομές στην Βόρειο Θάλασσα.

Μια πρόγευση της απόφασης Σούνακ είχαμε μέσω της συνέντευξης του υπουργού ενέργειας Grant Shapps προς τους Financial Times στις 23 Ιουλίου στην οποία αναφέρθηκε εκτενώς άρθρο του Energia.gr (εδώ). Ο εν λόγω υπουργός είχε υποστηρίξει ότι με δεδομένη την εκτιμώμενη μείωση της παραγωγής (της Βρετανίας) κατά 7% κατ´έτος, λόγω της ωρίμανσης των κοιτασμάτων, η πολιτική για συνέχιση της παραγωγής στην Βόρειο Θάλασσα είναι απόλυτα συμβατή με τις κατευθύνσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (το γνωστό IPCC) που προβλέπουν ρυθμούς μείωσης της παγκόσμιας παραγωγής 4% κατ. έτος. Επιπλέον, ο Grant Shapps είχε υποστηρίξει ότι η ενδυνάμωση της εγχώριας παραγωγής και των ερευνών είναι άκρως απαραίτητη με στόχο την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας σε μια ιδιαίτερα ασταθή περίοδο και τη ανάγκη πλήρους απεξάρτησης από εισαγωγές ρωσικού αερίου.

Ιδιαίτερα θετικές ήσαν οι αντιδράσεις εκπροσώπων της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Βρετανίας οι οποίοι πέρα από τις προοπτικές που δημιουργούνται περί αναγέννησης του κλάδου διαβλέπουν τη δημιουργία μιας νέας σημαντικής δραστηριότητας στην Βόρειο Θάλασσα με επίκεντρο την αξιοποίηση εξαντληθέντων κοιτασμάτων για την αποθήκευση μεγάλων όγκων CO2. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του κλάδου είναι απόλυτα εφικτός ο στόχος για τη δημιουργία αποθηκευτικών χωρών της τάξης των 20 με 30 εκατ. τόνων μέχρι το 2030. Ο ενταφιασμός και αποθήκευση εκπομπών αερίων μέσω της αξιοποίησης τεχνολογιών CCUS, που προέρχονται από βιομηχανικές δραστηριότητες όπως η διύλιση και η παραγωγή τσιμέντου, αποτελεί κεντρικό άξονα της πολιτικής της Βρετανίας για την επίτευξη του NetZero 50.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι η συνολική παραγωγή πετρελαίου από την Βόρειο Θάλασσα (Νορβηγία, Βρετανία κ.λπ.) είναι φθίνουσα τα τελευταία χρόνια έχοντας διαμορφωθεί στα 2.8 εκατ. βαρ/ημέρα μέσο όρο το 2022 (από 3.2 εκατ το 2012) ενώ η παραγωγή της Βρετανίας τον περασμένο χρόνο έφθασε τα 711 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα, σε σύγκριση με 856 χιλ. το 2012.