Ως γνωστόν η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο τον μηδενισμό των εισαγωγών αερίου από την Ρωσία μέχρι τα τέλη του 2027. Και αυτό γιατί αρκετές Ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν ακόμα μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας με την Gazprom και δεν μπορούν να τα σπάσουν εδώ και τώρα χωρίς σημαντική οικονομική ζημιά. Ναι μέν η ΕΕ σήμερα εισάγει πολύ λιγότερο φ. αέριο από την Ρωσία απ’ότι πριν την εισβολή στην Ουκρανία (180 δισεκ.κυβ.μέτρα το 2020 σε σύγκριση με 52 δισ.κυβ. μέτρα η bcma το 2024 ) αλλά απέχει ακόμα από τονα μηδενίσει τις εισαγωγές αερίου μέσω αγωγών. Έχει ενδιαφέρον ότι πολλές Ευρωπαϊκές χώρες τους τελευταίους 18 μήνες έχουν αυξήσει τις εισαγωγές τους σε LNG από την Ρωσία ( 18.5 bcma το 2024 από περίπου 12 bcma το 2021).
Σήμερα, αρκετές χώρες της ΝΑ Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων της Τουρκίας, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, εξακολουθούν να παραμένουν προσδεμένες σε διαφορετικούς βαθμό η κάθε μία με το ρωσικό αέριο. Για δεκαετίες, τα μακροχρόνια συμβόλαια της Gazprom εξασφάλιζαν σταθερές ροές σχετικά φθηνού αερίου μέσω αγωγών, προσφέροντας προσιτές και προβλέψιμες τιμές. Όμως οι γεωπολιτικές ανατροπές που προκάλεσε ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία ώθησαν την Ευρώπη να επανεξετάσει αυτήν την εξάρτηση στοχεύοντας σε διαφοροποίηση των προμηθευτών της τόσο σε Ευρώπη και Ευρασία (βλέπε Νορβηγία και Αζερμπαϊτζάν) όσο και πέραν του Ατλαντικού (βλέπε ΗΠΑ)
Η Ουάσιγκτον άδραξε την ευκαιρία με ξεκάθαρη στρατηγικό στόχο να κατακλύσει την Ευρώπη, και ιδιαίτερα τον ευάλωτο νοτιοανατολικό της τομέα, με αμερικανικό LNG. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, η αλλαγή αυτή έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση σχετικά με την προσβασιμότητα, τα μακροχρόνια συμβόλαια και το πολιτικό βάρος του αυξανόμενου ρόλου των ΗΠΑ στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής. Δεν είναι λίγοι αυτοί που παρατηρούν πως η Ευρώπη απλούστατα αντάλλαξε μια μορφή ενεργειακής εξάρτησης με μία άλλη, αδυνατώντας εδώ και χρόνια να αξιοποιήσει τις δικές της εγχώριες πηγές συμβατικής ενέργειας (βλέπε Β.Θάλασσα, Αδριατική, Ιόνιο, Μαύρη Θάλασσα, Ανατ. Μεσόγειος).
Το νέο κύμα αφίξεων φορτίων LNG σε Ελλάδα και Τουρκία ήδη αναδιαμορφώνει το περιφερειακό τοπίο. Στην Ελλάδα, τόσο η Ρεβυθούσσα όσο και η νέα πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη δέχονται αυξημένους όγκους αμερικανικού LNG. Στην Τουρκία, τα τερματικά στο Μαρμαρά Ερεγλίσι και στη Σμύρνη (Αλίαγα) και ακόμα τρία FSRU διαχειρίζονται μεγαλύτερες εισαγωγές. Οι εγκαταστάσεις αυτές λειτουργούν όχι μόνο ως κόμβοι εφοδιασμού για τις εγχώριες αγορές τους, αλλά και ως πύλες για τα Βαλκάνια. Η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, η Σερβία και ακόμη και η Ουγγαρία και η Μολδαβία παίρνουν ήδη ποσότητες αερίου που εισέρχονται μέσω Ελλάδας και Τουρκίας, σηματοδοτώντας μια αργή αλλά σταθερή απομάκρυνση από τη ρωσική εξάρτηση.
Ωστόσο, τα οικονομικά αυτής της αλλαγής δεν μπορούν να αγνοηθούν. Το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών, στο πλαίσιο μακροχρόνιων συμβολαίων, είναι σημαντικά φθηνότερο από τα φορτία spot ή βραχυπρόθεσμα φορτία αμερικανικού LNG. Η αντικατάσταση, επομένως, δεν είναι ανώδυνη. Οι υψηλότερες τιμές εισαγωγών LNGμεταφράζονται ήδη σε αυξημένα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, βιομηχανικό κόστος και λογαριασμούς για τους καταναλωτές. Για χώρες όπως η Σερβία ή η Βουλγαρία, όπου η πρόσβασηστην ενέργεια είναι πολιτικά ευαίσθητη, η πίεση για εγκατάλειψη του ρωσικού αερίου ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί χωρίς χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ ή ισχυρές επιδοτήσεις. Γι’ αυτό η προσέγγιση της Ουάσιγκτον, αν και γεωπολιτικά αποτελεσματική, προκαλεί ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.
Η αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για τις προθέσεις της. Ο ξεκάθαρος στόχος της είναι να εκτοπίσει τη Gazprom από τον ρόλο του κυρίαρχου προμηθευτή στη ΝΑ Ευρώπη και να δεσμεύσει την περιοχή με μακροχρόνια συμβόλαια LNG με τις ΗΠΑ. Η πρόσφατη συνάντηση (25/09) στον Λευκό Οίκο μεταξύ του Προέδρου Τραμπ και του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν έδωσε νέα ώθηση σε αυτήν την προσπάθεια. Ο ρόλος της Άγκυρας είναι κομβικός. Η Τουρκία είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές αερίου στην Ευρώπη ( 52 bcma σε σύγκριση με 6.0 bcma της Ελλάδας το 2024)και ταυτόχρονα κράτος-διαμετακομιστής. Αν στραφεί αποφασιστικά προς το αμερικανικό LNG, οι επιπτώσεις θα ξεπεράσουν τα σύνορά της, αναδιαμορφώνοντας τις ροές εφοδιασμού σε ολόκληρα τα Βαλκάνια και ακόμη και στην Κεντρική Ευρώπη. Κάτι που όμως είναι απίθανο να πράξει δεδομένης της ισχυρής στρατηγικής και εμπορικής σχέσης που έχει αναπτύξει με την Ρωσία τα τελευταία 60 χρόνια με επίκεντρο την ενέργεια.
Όμως η ώθηση προς το αμερικανικό LNG εγείρει σημαντικά ερωτήματα για τη γενικότερη ενεργειακή στρατηγική της Ευρώπης. Πώς συμβαδίζει αυτή η τάση με την ατζέντα απανθρακοποίησης της ΕΕ και τους φιλόδοξους ( αλλά ανέφικτους) στόχους NetZero2050; Το φυσικό αέριο, ακόμη και σε μορφή LNG, παραμένει ορυκτό καύσιμο. Η δέσμευση της ΝΑ Ευρώπη σε πολυετή συμβόλαια LNG κινδυνεύει να δημιουργήσει μια εξάρτηση που μπορεί να συγκρουστεί με τις δεσμεύσεις για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών. Οι επικριτές προειδοποιούν ότι δίνοντας προτεραιότητα στην άμεση ασφάλεια και την πολιτική σύμπλευση, η Ευρώπη μπορεί τελικά να υπονομεύσει τους ίδιους τους κλιματικούς της στόχους. Όμως ο αντίλογος υποστηρίζει σθεναρά ότι το φ. αέριο είναι κοινώς αποδεκτό ως το κατ’ εξοχήν καύσιμο της ενεργειακής μετάβασης και, άρα, θα αποτελεί βασικό συστατικό του ενεργειακού ισοζυγίου στην Ευρώπη και παγκοσμίως για πολλές δεκαετίες ακόμα.
Όμως αυτό ακριβώς επιδιώκει η ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης Τράμπ, με τον ίδιο να έχει καταγγείλει ανοικτά την Ευρώπη ότι ακολουθεί λάθος δρόμος με την περίφημη «πράσινη μετάβαση», αφού αυτή οδηγεί στην οικονομική της καταστροφή. Κάτι για το οποίο δεν έχει τελείως άδικο, αφού οι τιμές ηλεκτρικού στην ΕΕ είναι σταθερά τρειςκαι τέσσερις φορές πλέον ακριβές από αυτές σε Ευρώπη και Κίνα. Όπως παρατηρούν στελέχη του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ ( το γνωστό DOE), “ εάν η Ευρώπη θέλει να επιβιώσει οικονομικά και να είναι ανταγωνιστική στον διεθνή χώρο, δεν έχει άλλη επιλογή από το να στοχεύσει σε ένα πλέον ορθολογικό ενεργειακό μίγμα με μεγαλύτερη συμμετοχή ορυκτών καυσίμων, κυρίως φ. αερίου»
Υπάρχει επίσης το ερώτημα εάν το αμερικανικό LNG μπορεί να προσφέρει το επίπεδο ασφάλειας που υπόσχεται. Σε αντίθεση με το αέριο αγωγών, που ρέει σταθερά, οι αγορές LNG είναι έντονα παγκοσμιοποιημένες και εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της ζήτησης στην Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα. Μια απότομη αύξηση της ασιατικής ζήτησης μπορεί εύκολα να εκτρέψει φορτία LNG μακριά από την Ευρώπη, αυξάνοντας τις τιμές και περιορίζοντας την προσφορά. Παρά την τεράστια παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ, η παγκόσμια αγορά LNG κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη από μεταβλητότητα είναι. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργειακή ασφάλεια της ΝΑ Ευρώπης μπορεί να εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει κινδύνους, ακόμη κι αν μειώνεται η εξάρτηση από τη Ρωσία.
Κι όμως, παρά τους κινδύνους και τα κόστη, υπάρχουν λόγοι συγκρατημένης αισιοδοξίας. Η διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού είναι εγγενώς επωφελής για την ενεργειακή ασφάλεια. Η ύπαρξη πολλών προμηθευτών, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, το Κατάρ, τη Νιγηρία ή άλλους, μειώνει την ευάλωτη θέση ενώπιον γεωπολιτικών πιέσεων. Οι νέες υποδομές LNG που κατασκευάζονται στη ΝΑ Ευρώπη, με σημείο αναφοράς τον Κάθετο Διάδρομο (Vertical Corridor-VC), ενισχύουν την περιφερειακή ανθεκτικότητα. Επιπλέον, οι στενότεροι ενεργειακοί δεσμοί ΗΠΑ-ΝΑ Ευρώπης παρέχουν παράλληλα μια στρατηγική «ομπρέλα» προστασίας, εντάσσοντας την περιοχή πιο σταθερά στο Αμερικανικό πλαίσιο ασφάλειας.
Η χώρα μας αποβλέπει στην αξιοποίηση του VCγια να καταστεί σημαντικός εξαγωγέας αερίου προς Βορρά χρησιμοποιώντας στο έπακρον την σημερινή υποδομή της σε τέρμιναλ αεριοποίησής και αποθήκευσης LNG ( βλέπε σταθμό Ρεβυθούσας και την μονάδα FSRUστην Αλεξανδρούπολη) Όμως μεταξύ τους οι ανωτέρω εγκαταστάσεις, με συνολική ετήσια εφικτή δυναμικότητα αεριοποίησής στα 5.0 bcma, δεν επαρκούν για να υποστηρίξουν τους εξαγωγικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης αφού η δυναμικότητα του VCείναι της τάξης των 10-12 bcma. Αρα, θα χρειαστεί το συντομότερο να προωθηθεί η κατασκευή των δύο επιπλέον μονάδων FSRUπου έχουν αδειοδοτηθεί, δηλ της “Διώρυγα Gas “στους Αγίους Θεοδώρους και της αυτής της Elpedison στην Θεσσαλονίκη.
Στο τέλος της ημέρας, η έλευση του αμερικανικού LNG δεν αφορά απλώς ποσότητες φυσικού αερίου. Αφορά την γεωπολιτική και την γεωοικονομική σημασία της Γηραιάς Ηπείρου και αναπόφευκτα οδηγεί σε αντικρουόμενα οράματα για το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ βλέπουν στο LNG όχι μόνο μια εμπορική ευκαιρία αλλά και ένα μέσο επιρροής τους και περιορισμού της ρωσικής ισχύος. Η ΕΕ, από την άλλη, αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο να συμφιλιώσει τις φιλοδοξίες απανθρακοποίησης με τις οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες του παρόντος. Για τη ΝΑΕυρώπη, που βρίσκεται ανάμεσα στις ανησυχίες για το κόστος και τις επιταγές της ασφάλειας, η πορεία προς τα εμπρός κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη είναι.
Ένα είναι βέβαιο: το αμερικανικό LNG δεν αποτελεί πλέον περιθωριακή ή συμπληρωματική πηγή εφοδιασμού. Έχει καταστεί κεντρικό στοιχείο της ενεργειακής εξίσωσης της περιοχής. Το αν αυτή η μετατόπιση θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της ΝΑ Ευρώπης ή θα επιβαρύνει τις οικονομίες της θα εξαρτηθεί από το πόσο έξυπνα θα κινηθούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που θα κληθούν να συγκερ άσουν τις αντικρουόμενες πιέσεις του κόστους, της ασφάλειας εφοδιασμού και των κλιματικών φιλοδοξιών την επόμενη δεκαετία.