Οι ΗΠΑ έχουν πλέον εδραιωθεί ως ο απόλυτος κυρίαρχος της παγκόσμιας αγοράς LNG, καταφέρνοντας να διατηρηθούν στην πρώτη θέση στις εξαγωγές του καυσίμου διεθνώς. Και όλες οι ενδείξεις οδηγούν στην εκτίμηση πως η χώρα όχι απλώς θα διπλασιάσει τους εξαγωγικούς όγκους της, αλλά θα αξιοποιήσει αυτή την ικανότητα ως ένα ισχυρό γεωπολιτικό εργαλείο. Εντούτοις, η στρατηγική αυτή κρύβει και κινδύνους— μεταξύ αυτών και η υπερεξάρτηση από έναν βασικό πελάτη.

Για πολλές δεκαετίες, είναι αρκετοί εκείνοι οι αναλυτές που θεωρούν ότι η Ευρώπη είναι υπερβολικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Αυτή η εξάρτηση αφορούσε κυρίως τον τομέα της άμυνας μέχρι πρόσφατα, όμως πλέον φαίνεται να εκτείνεται σε μία ακόμα πτυχή, την ενέργεια. Η πολυσυζητημένη εμπορική συμφωνία ΗΠΑ- Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋποθέτει πως τα ευρωπαϊκά κράτη θα αγοράζουν 250 δισεκατομμύρια δολάρια ενεργειακών προϊόντων ετησίως για την τριετία μέχρι το 2028. Η βασική εκτίμηση είναι πως η ΕΕ θα αγοράσει αμερικανικό LNG ώστε να καλύψει το αρκετά μεγάλο κενό που θα δημιουργηθεί μετά την πλήρη παύση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου.

 

 

Οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG διεθνώς. Πηγή: Reuters.

 

Με αυτό το δεδομένο, οι επενδυτές στις ΗΠΑ έχουν δρομολογήσει την κατασκευή πανάκριβων υποδομών, διπλασιάζοντας την εξαγωγική ικανότητα της χώρας από τα 120 εκατομμύρια τόνους ετησίως μέχρι το 2029. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, οι Αμερικάνοι εξαγωγείς ΥΦΑ έχουν ήδη υπογράψει ρεκόρ συμβολαίων εντός του 2025, με τις συνολικές ποσότητες να φτάνουν τα 29,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως, με τα περισσότερα από αυτά να αφορούν τις ευρωπαϊκές αγορές. Ευρύτερα, η Ευρώπη αγοράζει τα 2/3 του καυσίμου που εξάγουν οι ΗΠΑ. Όμως, αυτή η ισορροπία μπορεί να αποδειχθεί αρκετά βραχύβια. 

Όπως αναφέρει η Kpler, παρόλο που οι εισαγωγές LNG στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 25% στη διάρκεια του τελευταίου έτους, συνολικά στην τριετία 2022-2025 η αύξηση είναι μόλις 2%. Και αυτό γιατί η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανάγκασε αρκετές κυβερνήσεις να στραφούν στις ΑΠΕ. Με το κόστος της κατασκευής έργων ΑΠΕ να μειώνεται χάρη στην ταχύτατη ανάπτυξη της Κίνας και τις ΑΠΕ να παράγουν πάμφθηνη ενέργεια, οι πράσινες τεχνολογίες δύσκολα θα υποχωρήσουν από την ΕΕ. Αντιθέτως, η παρουσία τους θα ενισχυθεί μέσω της ενσωμάτωσης των συστημάτων αποθήκευσης, τα οποία στοχεύουν να περιορίσουν το φαινόμενο της διαλείπουσας παροχής. Το φυσικό αέριο θεωρείται περισσότερο ως εγγυητής της σταθερότητας του δικτύου, αν και αυτός ο ρόλος μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί από την πυρηνική ενέργεια. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει πως η ζήτηση LNG στην ΕΕ θα μειωθεί κατά 10% μέχρι το 2035.

 

 

Η ΕΕ συνιστά τον μεγαλύτερο εισαγωγέα LNG από τις ΗΠΑ. Πηγή: Reuters.

 

Για να αντισταθμίσουν το ρίσκο και να απεγκλωβιστούν από αυτή τη “σχέση συνεξάρτησης” με την ΕΕ, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να αναζητήσουν αγοραστές στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιφέρεια, δηλαδή την Ασία. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη προσπαθήσει να κυριαρχήσει και εκεί, πιέζοντας τους μεγάλους εισαγωγείς και συμμάχους της, Ιαπωνία και Νότια Κορέα να επενδύσουν στο φιλόδοξο έργο Alaska LNG, το οποίο θα άλλαζε τον ενεργειακό χάρτη της περιοχής. Δυστυχώς για τους Αμερικανούς αξιωματούχους, η γεωγραφία είναι αμείλικτη. Η απόσταση των τερματικών ΥΦΑ επί αμερικανικού εδάφους μέχρι τις ασιατικές αγορές μπορεί να διαρκέσει ως και περισσότερο από έναν μήνα. Αυτό συνεπάγεται αυξημένα κόστη μεταφοράς και υψηλότερες απώλειες καυσίμου. 

Παράλληλα, οι ΗΠΑ δεν είναι ο μόνος εξαγωγέας LNG στο παιχνίδι. Χώρες όπως η Αυστραλία και το Κατάρ έχουν μεγάλη πείρα στον κλάδο και επιθυμούν να ισχυροποιήσουν τις δικές τους εξαγωγές. Την ίδια στιγμή, νέοι παίκτες όπως ο Καναδάς και η Μαλαισία προσπαθούν να αυξήσουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά με νέες επενδύσεις. Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να υποτιμά και τη Ρωσία, η οποία μπορεί να χάνει την ευρωπαϊκή αγορά, όμως θα σπεύσει να κλείσει νέες συμφωνίες μόλις τελειώσει από το ουκρανικό μέτωπο και δεν αντιμετωπίζει άλλες κυρώσεις. 

Για να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά στην Ασία, οι ΗΠΑ θα πρέπει να προσφέρουν αρκετά ελκυστικές τιμές. Ωστόσο, ο συνδυασμός χαμηλών τιμών και υψηλών ναύλων θα μπορούσε να υπονομεύσει τα πραγματικά κέρδη της βιομηχανίας, απειλώντας ταυτόχρονα τις νέες επενδύσεις. Ακόμα και αν ο Πρόεδρος Τραμπ καταφέρει να υπογράψει τις εμπορικές συμφωνίες που επιζητά μέσω εκβιασμών, είναι αβέβαιο το κατά πόσο αυτές θα επιβιώσουν πέραν του τέλους της προεδρίας του, όταν αυτό τελικά έρθει. 

Οφείλει κανείς να αναφέρει και το παράδειγμα της Κίνας: Έχοντας δει το πλήγμα που υπέστη η ΕΕ από τη διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου, αλλά και γνωρίζοντας πως η αμερικανική ηγεσία είναι ιδιαίτερα αναξιόπιστη, το Πεκίνο φρόντισε να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές του προμήθειες, επενδύοντας μαζικά στην εγχώρια παραγωγή για όλες τις μορφές ενέργειας και αναπτύσσοντας μία πολυποίκιλη λίστα προμηθευτών. Ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε ενεργειακό εταίρο της Κίνας να προσπαθήσει να ασκήσει πιέσεις σε βάρος της, κάτι που της επιτρέπει να διαπραγματεύεται πολύ πιο ευνοϊκές συμφωνίες. 

Οι άλλες κυβερνήσεις της περιοχής ήδη διδάσκονται από την κινεζική εμπειρία, αντιλαμβανόμενες πως εφόσον δεν έχουν το οικονομικό εκτόπισμα της Κίνας, χρειάζονται να διασφαλίσουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας τους. Και αυτή σίγουρα δεν μπορεί να εξαρτάται από τις διαθέσεις του οποιουδήποτε ενοίκου του Λευκού Οίκου.

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr