«Ο κίνδυνος να μείνει η Ευρώπη πίσω είναι πραγματικά πολύ υψηλός. Οι ΗΠΑ αφήνουν την Ευρώπη πολύ πίσω», λέει ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Κορνέλιους Ρίζε, διευθύνων σύμβουλος της DZ Bank, της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας. «Βρισκόμαστε τώρα σε μια φάση απογοήτευσης. Η ανυπομονησία αυξάνεται».
Οι διεθνείς επενδυτές χάνουν το ενδιαφέρον τους για την Ευρώπη, όπως αποδεικνύεται από τις εκροές ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων από περιφερειακά κεφάλαια, από το 2020. Το μερίδιο της Ευρώπης στη δραστηριότητα της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς έχει μειωθεί σε λίγο πάνω από 10%, ένα ανησυχητικό ποσοστό, που αντικατοπτρίζει την απώλεια ανταγωνιστικότητας της ηπείρου.
Εύθραυστες κυβερνήσεις
Η Γαλλία θεωρείται επί του παρόντος ζώνη υψηλού κινδύνου: Στο Παρίσι, οι κυβερνήσεις είναι εύθραυστες και αλλάζουν πλέον τόσο συχνά όσο κάποτε στην Ιταλία.
Στη Γερμανία, επίσης, η ευφορία έχει ξεθωριάσει. Τον Οκτώβριο, ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλινγκμπέιλ, στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ, προσπάθησε να προσελκύσει επενδυτές στη Γερμανία, ως μια υποτιθέμενη αξιόπιστη εναλλακτική λύση στις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά μεγάλο ενδιαφέρον δεν υπήρξε.
Άλλωστε, η άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης τροφοδοτεί τη Wall Street, αναγκάζοντας τους επενδυτές να στρέφουν όλο και περισσότερο την προσοχή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Απουσία μιας «Silicon Valley» στην Ε.Ε.
Ένα άλλο σημαντικό μειονέκτημα είναι η τεχνολογική καινοτομία. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούν στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης και της προηγμένης τεχνολογίας, η Ευρώπη έχει μείνει πίσω, έχοντας μετατραπεί σε δευτερογενή αγορά. Η έλλειψη ενός οικοσυστήματος τύπου Silicon Valley και ο κατακερματισμός των ευρωπαϊκών αγορών δυσκολεύουν τις νεοσύστατες επιχειρήσεις να επεκταθούν.
Η Ευρώπη δεν διαθέτει εταιρείες τεχνολογίας συγκρίσιμες με αμερικανικούς γίγαντες, όπως η Apple, η Amazon ή η Microsoft. «Ήδη, πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες εξετάζουν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν την έδρα τους ή να εισαχθούν στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, προσελκύοντας τις υψηλότερες αποτιμήσεις της αγοράς και ένα λιγότερο περιοριστικό κανονιστικό περιβάλλον», λένε στη «Ναυτεμπορική» Ευρωπαίοι παράγοντες της αγοράς.
Άλλωστε, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπέκυψε στις αξιώσεις του προέδρου Τράμπ για την πραγματοποίηση επενδύσεων ύψους 600 δισεκατομμυρίων ευρώ από ευρωπαϊκές εταιρείες στις ΗΠΑ. «Λες και μας περίσσευαν», όπως εύστοχα παρατήρησε ο επικεφαλής της Metlen, Ευάγγελος Μυτιληναίος, μιλώντας στο 4ο Οικονομικό Συνέδριο της «Ναυτεμπορικής».
Απαιτούνται 800 δισ. ευρώ σε πρόσθετη χρηματοδότηση έως το 2030
Η Ε.Ε. έχει τεράστια ανάγκη για επενδύσεις. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι απαιτούνται έως και 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε πρόσθετη χρηματοδότηση έως το 2030. Εάν όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες αυξήσουν τις επενδύσεις τους κατά 50%, αυτό το κενό θα μπορούσε να γεφυρωθεί έως το 2030.
Κάπου 30 ευρωπαϊκοί κολοσσοί, ανάμεσά τους η Siemens, η Thyssenkrupp και η RWE, δεσμεύτηκαν βέβαια ν’ αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην Ευρώπη κατά μέσο όρο κατά 50% έως το 2030, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι οι οικονομικές συνθήκες στη γηραιά ήπειρο θα αλλάξουν, όπως ανέφεραν σε κοινή τους δήλωση οι επικεφαλής των εταιρειών, σε συνάντησή τους στην Κοπεγχάγη.
Οι εταιρείες ζητούν μέτρα, όπως η μείωση του ενεργειακού κόστους, της γραφειοκρατίας και των εμποδίων στην ενιαία αγορά, η οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής και ανθεκτικής αμυντικής βιομηχανίας και η παροχή κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δυσκολεύονται, βέβαια, από εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι υψηλοί δασμοί Τραμπ, ο ανταγωνισμός από την Κίνα και οι απειλές για την ασφάλεια. «Ωστόσο, εσωτερικοί παράγοντες, όπως η υπερβολική ρύθμιση της Ε.Ε., οι χρονοβόρες διαδικασίες έγκρισης, οι ανεπαρκείς επενδύσεις και η περιορισμένη πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια ασκούν επίσης μεγάλη πίεση στις ευρωπαϊκές εταιρείες».
Η ίδια η ευρωπαϊκή οικονομία συμβάλλει επίσης αρνητικά στην κατάσταση. Από το 2019, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτυχθεί μόνο κατά 5%, σε σύγκριση με το 12% των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό το χάσμα είναι απόρροια μιας σειράς διαρθρωτικών προβλημάτων στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της ατελούς ενιαίας αγοράς και της έλλειψης τεχνολογικής καινοτομίας.
Θύμα υπαρξιακής κρίσης
Η Ευρώπη φαίνεται να παρακολουθεί άπραγη και αβοήθητη, καθώς το μέλλον της οικονομίας της αποφασίζεται αλλού -μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. «Η Ευρώπη περιθωριοποιείται ολοένα και περισσότερο σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι τόσο ανησυχητική, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι η γηραιά ήπειρος έχει πέσει θύμα μιας σοβαρής υπαρξιακής κρίσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες», λένε στη «Ν» οι ίδιες πηγές.
Η Ευρώπη έχει μετατοπίσει την εστίασή της από την ανάπτυξη στην προστασία, εισάγοντας μια πληθώρα ρυθμιστικών κανονισμών. «Ενώ αυτοί οι κανόνες συχνά συνοδεύονται από ευγενείς προθέσεις, όπως η προστασία του περιβάλλοντος ή τα δικαιώματα των καταναλωτών, έχουν δημιουργήσει ένα εχθρικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, ειδικά στον τομέα της τεχνολογίας», λένε παράγοντες της αγοράς. «Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί για την Τεχνητή Νοημοσύνη, για παράδειγμα, είναι μερικές φορές τόσο αντιφατικοί, που η συμμόρφωση είναι δύσκολη», προσθέτουν.
Παγιδευμένη από τις δύο υπερδυνάμεις
Η Ευρώπη βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στις δύο παγκόσμιες υπερδυνάμεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, και κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί ολοένα και περισσότερο στη διεθνή σκηνή. «Η οικονομική στασιμότητα και η έλλειψη ευκαιριών θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και να ενισχύσουν τα λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα, τα οποία ήδη κερδίζουν υποστήριξη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες», προειδοποιούν βετεράνοι διπλωμάτες.
Επιπλέον, η εταιρική φυγή προς τις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη δημιουργία πλούτου στην Ευρώπη. Εάν οι ευρωπαϊκές μετοχές συνεχίσουν να προσφέρουν χαμηλότερες αποδόσεις από τις αμερικανικές μετοχές, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις αποταμιεύσεις και τις συντάξεις των Ευρωπαίων πολιτών, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο φτώχειας και οικονομικής παρακμής.
(από την εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)