αξιοποιήσει κάθε άνοιγμα που προκαλεί η διπλωματική υποχώρηση της Ουάσιγκτον.
Μπορεί Κίνα και ΗΠΑ να πάτησαν παύση στην πολύμηνη μάχη τους για τα κρίσιμα ορυκτά μετά τη συνάντηση Σι Ζινπίνγκ και Ντόναλντ Τραμπ στις 30 Οκτωβρίου, όμως ο πραγματικός πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει. Παρόλο που οι δύο δυνάμεις φάνηκαν να συμφωνούν να αποκλιμακώσουν τις αμοιβαίες πιέσεις προς τις εφοδιαστικές αλυσίδες, η πλειοψηφία των αναλυτών αποφάνθηκε πως η Κίνα νίκησε στα σημεία, καθώς κατάφερε να φέρει τις ΗΠΑ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να τις αναγκάσει να άρουν πολλούς από τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί. Η σιωπηρή αυτή νίκη απέδειξε πως ο έλεγχος των κρίσιμων πρώτων υλών δεν είναι απλώς θέμα εμπορικού ανταγωνισμού, αλλά και γεωπολιτικού.
Εντός αυτού του πλαισίου, το Πεκίνο αναμενόμενα επιθυμεί να ισχυροποιήσει και να θωρακίσει το πλεονέκτημα που ήδη διαθέτει. Η Κίνα ήδη διατηρεί την πρωτοκαθεδρία όσον αφορά στην επεξεργασία αυτών των υλικών στρατηγικής σημασίας, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τις εφοδιαστικές αλυσίδες τους. Ωστόσο, με δεδομένο πως τα αποθέματα αυτών των ορυκτών δεν βρίσκονται μόνο εντός της κινεζικής επικράτειας, αλλά και σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες όπως εκείνες της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής, το Πεκίνο επιχειρεί τώρα να ελέγξει και τη φάση της παραγωγής. Αυτό θα γίνει μέσω μίας Διεθνούς Συμμαχίας για τα «πράσινα ορυκτά».
Η νέα πρόταση της Κίνας γνωστοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρόσφατης Διάσκεψης Κορυφής των G20 που πραγματοποιήθηκε στη Νότια Αφρική και από την οποία απουσίαζαν οι ΗΠΑ λόγω των υποτιθέμενων διώξεων κατά των λευκών γαιοκτημόνων στη χώρα. Η κινεζική κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε σε ανώτατο επίπεδο από την Πρωθυπουργό Λι Τσιανγκ, ο οποίος παρουσίασε το σχέδιο σε γενικές γραμμές. Θεμελιώδεις αρχές του νέου συστήματος θα είναι η προστασία των συμφερόντων των αναπτυσσόμενων κρατών που διαθέτουν αυτούς τους φυσικούς πόρους και η δίκαιη κατανομή των ωφελειών τους. Παράλληλα, το σύστημα θα προσφέρει εγγυήσεις για τη χρήση αυτών των ορυκτών, ώστε να αποφευχθούν οι απειλές ασφαλείας. Το τελευταίο αυτό σημείο είναι εξαιρετικά σημαντικό καθώς αρκετές από αυτές τις πρώτες ύλες καταλήγουν σε σύγχρονα οπλικά συστήματα, από μπαταρίες μη επανδρωμένων μέχρι τουρμπίνες μαχητικών.
Μολονότι δεν έχουν προς το παρόν δημοσιευτεί περισσότερες πληροφορίες, 19 κράτη και ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης του ΟΗΕ φαίνεται να έχουν ήδη δηλώσει ενδιαφέρον για την πρωτοβουλία αυτή. Στην πραγματικότητά, το άνοιγμα της Κίνας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες συνιστά την άκρως αντίθετη προσέγγιση από εκείνη των ΗΠΑ. Εκεί που η Ουάσιγκτον πιέζει για διμερείς— και επομένως ασύμμετρες— συμφωνίες υπό την απειλή τιμωρητικών μέτρων όπως οι δασμοί, το Πεκίνο προωθεί την πολυμερή συνεργασία, προσπαθώντας να είναι «πρώτο μεταξύ ίσων» και προσελκύοντας την άλλην πλευρά με αμοιβαία οφέλη. Ευρύτερα, η κίνηση αυτή έρχεται τη στιγμή που ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθούν να διαμορφώσουν νέες εφοδιαστικές αλυσίδες ώστε να παρακάμψουν την Κίνα.
Ηγούμενη της νέας συμμαχίας για τα κρίσιμα ορυκτά, η Κίνα δεν αναδεικνύεται απλώς στον playmaker του διπλωματικού παιχνιδιού, αλλά φροντίζει να ελέγξει την παραγωγή των φυσικών πόρων ώστε να αποφύγει την όποια πιθανότητα αποκλεισμού της από την Ουάσιγκτον ή τις Βρυξέλλες. Αυτό σημαίνει πως ΗΠΑ και ΕΕ θα πρέπει να λειτουργήσουν ως εταίροι και όχι ως ανταγωνιστές της Κίνας σε αυτές τις χώρες, αν βεβαίως επιθυμούν να συμμετέχουν στη διεθνή αγορά. Πιο σημαντικά, το Πεκίνο δεν απευθύνεται στις κυβερνήσεις των φτωχότερων κρατών ως κάποιου είδους ηγεμόνας που απαιτεί πληρωμή για την προστασία τους, αλλά ως ένας πελάτης που είναι διατεθειμένος να αναπτύξει νέες συνεργασίας ώστε όλοι να βγουν κερδισμένοι.