Διολίσθηση των Τιμών Ηλεκτρισμού με το Σταγονόμετρο στο 6μηνο- Νέα Στοιχεία της Eurostat

Διολίσθηση των Τιμών Ηλεκτρισμού με το Σταγονόμετρο στο 6μηνο- Νέα Στοιχεία της Eurostat
Του Αδάμ Αδαμόπουλου
Πεμ, 30 Οκτωβρίου 2025 - 08:20

Μικρή υποχώρηση κατά -0,5% κατέγραψαν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά στην Ευρωπαϊκή Ένωση το α’ εξάμηνο του 2025, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 28,72 ευρώ ανά 100 kWh, έναντι 28,87 ευρώ το β’ εξάμηνο του 2024, σηματοδοτώντας μια περίοδο σχετικής σταθερότητας στις ενεργειακές αγορές μετά τις έντονες διακυμάνσεις της διετίας 2022–2023. Ωστόσο, παρά τη στασιμότητα των τιμών, τα επίπεδα παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από εκείνα πριν από την ενεργειακή κρίση 

που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εκτίναξη του φυσικού αερίου και οι διαταραχές στις αγορές ενέργειας.

Ένα από τα βασικά ευρήματα της Eurostat αφορά στη μεταβολή στη φορολογική επιβάρυνση. Το μερίδιο των φόρων και των τελών στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε στο 27,6% το α’ εξάμηνο του 2025, από 24,7% το β’ εξάμηνο του 2024.

(Διακύμανση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακούς καταναλωτές, μετά φόρων και χωρίς φόρους, 2015-2025. Πηγή: Εurostat)


Αυτό σημαίνει ότι η μείωση των τιμών προ φόρων δεν έχει ακόμη μετακυλιστεί στους τελικούς καταναλωτές, καθώς οι κυβερνήσεις επαναφέρουν σταδιακά φόρους και χρεώσεις που είχαν προσωρινά μειώσει στη διάρκεια της κρίσης προκειμένου να περιορίσουν τις επιπτώσεις στους λογαριασμούς των οικιακών καταναλωτών.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της όλης εικόνας στην Ευρώπη, είναι οι διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών που παραμένουν έντονες και αντανακλούν τις διαφορετικές δομές των αγορών ενέργειας, τα επίπεδα φορολόγησης και το βαθμό εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.

Οι υψηλότερες τιμές καταγράφηκαν στη Γερμανία (38,35 ευρώ ανά 100 kWh), το Βέλγιο (35,71 ευρώ) και τη Δανία (34,85 ευρώ).

Αντίθετα, οι χαμηλότερες τιμές εντοπίστηκαν στην Ουγγαρία (10,40 ευρώ), τη Μάλτα (12,44 ευρώ) και τη Βουλγαρία (13,00 ευρώ) — χώρες που εξακολουθούν να εφαρμόζουν κρατικούς μηχανισμούς ρύθμισης ή επιδοτήσεων στην ενέργεια.

Σε σύγκριση με το α’ εξάμηνο του 2024, οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στο Λουξεμβούργο (+31,3%), την Ιρλανδία (+25,9%) και την Πολωνία (+20,0%), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Σλοβενία (-13,1%), τη Φινλανδία (-9,8%) και την Κύπρο (-9,5%).

(Τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακούς καταναλωτές, πρώτο εξάμηνο του 2025, σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS) ανά 100 kWh).Πηγή: Eurostat)

Όταν οι τιμές υπολογίζονται σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS) – δηλαδή, όταν λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο εισοδημάτων της κάθε χώρας – η εικόνα αλλάζει σημαντικά:

Οι πιο ακριβές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας  για τα νοικοκυριά είναι η Τσεχία (39,16 PPS), η Πολωνία (34,96) και η Ιταλία (34,40), ενώ οι πιο προσιτές, η Μάλτα (13,68), η Ουγγαρία (15,01) και η Φινλανδία (18,70).

Αυτό δείχνει ότι το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας επιβαρύνει δυσανάλογα τους καταναλωτές σε χώρες με χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, ακόμη κι αν οι ονομαστικές τιμές είναι σχετικά χαμηλές.

Όσον αφορά στις τιμές του ηλεκτρισμού για τους μη οικιακούς χρήστες, όπως οι βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις, αυτές μειώθηκαν ελαφρώς κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, στα 19,02 ευρώ ανά 100 kWh, από 19,41 ευρώ το δεύτερο εξάμηνο του 2024.

Σύμφωνα με τη Eurostat, ο αριθμός των χωρών με αυξήσεις τιμών ήταν σχεδόν ίσος με εκείνον που κατέγραψε μειώσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να ισορροπεί ανάμεσα στην ομαλοποίηση των τιμών χονδρικής και στην απορρόφηση των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων.

Αν και τα νέα δεδομένα δείχνουν μια σταδιακή σταθεροποίηση των τιμών μετά την κρίση, η εξάρτηση της Ευρώπης από την εισαγόμενη ενέργεια, η αβεβαιότητα στις αγορές φυσικού αερίου και η μετάβαση προς καθαρότερες μορφές ενέργειας συνεχίζουν να δημιουργούν πιέσεις. Η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των καταναλωτών και την οικονομική βιωσιμότητα των ενεργειακών συστημάτων παραμένει το μεγάλο ζητούμενο για τα κράτη-μέλη.

(Διακύμανση τιμών φυσικού αερίου για οικιακή χρήση, μετά φόρων και χωρίς φόρους για το α' εξάμηνο του 2025. Πηγή:Eurostat)

Εν τω μεταξύ, μειωμένες κατά -8,1% εμφανίστηκαν οι τιμές του φυσικού αερίου για οικιακή χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά το α’ εξάμηνο του 2025, σύμφωνα πάλι με με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 11,43 ευρώ ανά 100 kWh, έναντι 12,44 ευρώ το β’ εξάμηνο του 2024, επιστρέφοντας σταδιακά σε επίπεδα που θυμίζουν την προ της ενεργειακής κρίσης περίοδο.

Η αποκλιμάκωση αποδίδεται κυρίως στην εξισορρόπηση της αγοράς φυσικού αερίου μετά την έντονη αστάθεια των ετών 2022-2023, όταν οι τιμές είχαν εκτιναχθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, των περιορισμένων ροών από τη Ρωσία και των αυξημένων αναγκών αποθήκευσης στην Ευρώπη. Πλέον, η αγορά δείχνει σημάδια σταθεροποίησης, καθώς τα ευρωπαϊκά αποθέματα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η ζήτηση κινείται σε πιο φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα.

Αν και οι τελικές τιμές μειώθηκαν, το ποσοστό των φόρων και τελών στο τελικό κόστος αυξήθηκε ελαφρώς: από 30,0% το δεύτερο εξάμηνο του 2024 σε 31,1% το πρώτο εξάμηνο του 2025. Η μεταβολή αυτή αντανακλά τη σταδιακή απόσυρση των κρατικών μέτρων στήριξης, όπως οι φορολογικές μειώσεις και οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ενέργειας, που είχαν θεσπιστεί για να απορροφήσουν τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης.

Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, η τάση αυτή δείχνει πως τα κράτη-μέλη επιστρέφουν σε πιο «κανονικές» δημοσιονομικές πολιτικές, επιτρέποντας στην αγορά να λειτουργήσει με λιγότερες παρεμβάσεις, καθώς οι τιμές σταδιακά σταθεροποιούνται.

Παρά ταύτα, οι διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά παραμένουν έντονες, εντός της Ε.Ε., και αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές εθνικές πολιτικές ενέργειας, τα επίπεδα φορολόγησης και τις πηγές προμήθειας κάθε χώρας.

Η Σουηδία διατηρεί την πρωτιά με τις υψηλότερες τιμές στα 21,30 ευρώ ανά 100 kWh, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες (16,17 ευρώ) και τη Δανία (13,06 ευρώ). Στον αντίποδα, η Ουγγαρία (3,07 ευρώ), η Κροατία (4,61 ευρώ) και η Ρουμανία (5,59 ευρώ) καταγράφουν τις χαμηλότερες τιμές στην ΕΕ — κυρίως λόγω κρατικά ρυθμιζόμενων τιμολογίων και παρατεταμένων επιδοτήσεων.

Αν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη (PPS), η Σουηδία παραμένει η ακριβότερη χώρα, με δείκτη 17,55, ενώ ακολουθούν η Πορτογαλία (15,34) και οι Κάτω Χώρες (13,80). Οι πιο «φθηνές» χώρες σε πραγματικούς όρους είναι η Ουγγαρία (4,43), η Κροατία (6,47) και το Λουξεμβούργο (7,04).

Αντίθετα με τα νοικοκυριά, οι τιμές φυσικού αερίου για μη οικιακούς καταναλωτές (επιχειρήσεις και βιομηχανίες) παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες το πρώτο εξάμηνο του 2025, καταγράφοντας μόνο οριακή αύξηση. Το ποσοστό φόρων στο τελικό κόστος αυξήθηκε ελαφρώς από 15,2% σε 16,5%, ενισχύοντας την επιβάρυνση για τους επαγγελματικούς καταναλωτές, χωρίς ωστόσο να διαταράσσει σημαντικά το συνολικό κόστος παραγωγής.

Οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να επωφελούνται από μακροχρόνια συμβόλαια και διαφοροποιημένες πηγές προμήθειας, γεγονός που συγκρατεί τις αυξήσεις. Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς προειδοποιούν ότι η τιμή του φυσικού αερίου ενδέχεται να δεχθεί νέες πιέσεις προς τα πάνω τον χειμώνα του 2025-2026, αν υπάρξουν αυξημένες ανάγκες θέρμανσης ή γεωπολιτικές αναταράξεις.

Συνολικά, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου βρίσκεται σε τροχιά ομαλοποίησης μετά την τριετή περίοδο κρίσης. Παράλληλα, η διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας και η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στα εθνικά ενεργειακά μείγματα συμβάλλουν στη σταθερότητα των τιμών, χωρίς ωστόσο να εξαλείφουν πλήρως τους κινδύνους από εξωτερικούς παράγοντες.

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr