Στα μέσα Ιουνίου αυτού του χρόνου, η Τουρκία ανακοίνωσε ότι καταχώρισε στην UNESCO τον χάρτη του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού σχετικά με τις συνορεύουσες στα ηπειρωτικά και νησιωτικά εδάφη της θαλάσσιες περιοχές (Εύξεινος Πόντος, Αιγαίο Πέλαγος και Ανατολική Μεσόγειος). Ο χάρτης αυτός ήταν από τον Απρίλιο γνωστός, εφόσον είχε δημοσιευθεί από το Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Θαλάσσιου Δικαίου

του Πανεπιστημίου της Αγκυρας. Αποτελεί δε ένα πρώτο βήμα πριν από την καταχώρισή του στον ΟΗΕ. Στην ουσία ταυτίζεται με τον αντίστοιχο χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας», από τον οποίον αντλεί την έμπνευσή του.

Ο χάρτης αυτός πάσχει σε πολλά σημεία του. Εκτός του γεγονότος ότι δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, αφού αποτελεί μια μονομερή ενέργεια της Τουρκίας, πράγμα που αντιβαίνει στα άρθρα 74 και 83 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (η Σύμβαση) –και κατά συνέπεια, και στο ανάλογο εθιμικό δίκαιο, όπως το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (το Δικαστήριο) έχει αναγνωρίσει–, χρησιμοποιεί για τη χάραξη των ορίων στο Αιγαίο τη μέση γραμμή ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά ηπειρωτικά εδάφη, αγνοώντας πλήρως το διεθνές δίκαιο, το οποίο απαιτεί μια λύση ευθυδικίας. Η λύση της ευθυδικίας απαιτεί, προκειμένου να οριοθετηθεί μια υφαλοκρηπίδα ή μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), σε περίπτωση στενότητας του θαλασσίου χώρου και σε περίπτωση που δύο κράτη είναι αντικείμενα (περίπτωση του Αιγαίου) στην ίδια στενή θάλασσα, θα πρέπει να υπάρξει προηγούμενη συμφωνία ανάμεσά τους. Η συμφωνία θα πρέπει να διέπεται από το διεθνές δίκαιο, για το οποίο η σύμβαση δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο, αλλά το αφήνει στην κρίση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο πράγματι έχει προσδιορίσει τους κανόνες που διέπουν την οριοθέτηση. Εχει χωρίσει τη διαδικασία σε τρία στάδια: στο πρώτο χαράσσει μια προσωρινή μέση γραμμή ανάμεσα στα αντικείμενα κράτη. Στο δεύτερο αναζητάει την ύπαρξη σχετικών περιστάσεων που βρίσκονται στην περιοχή της οριοθέτησης (όπως λ.χ. η ύπαρξη νησιών, ή το μήκος των ακτών των δύο κρατών) και τροποποιεί την προσωρινή μέση γραμμή, με βάση αυτές τις σχετικές περιστάσεις. Εάν δεν υπάρχουν τέτοιες περιστάσεις, τότε οριστικοποιείται η προσωρινή μέση γραμμή. Ενώ διαφορετικά τροποποιείται η προσωρινή μέση γραμμή για να ανταποκριθεί στις νέες περιστάσεις. Αν λ.χ. υπάρχουν νησιά στη μία από τις δύο χώρες, η προσωρινή γραμμή μετατίθεται εις βάρος του μη έχοντος νησιά κράτους, ανάλογα με την επήρεια των ακτών των νησιών. Τέλος, το τρίτο στάδιο είναι η φάση της επαλήθευσης του ευθύδικου αποτελέσματος, με την έννοια ότι η νέα γραμμή να μην αφίσταται ριζικά από το ευθύδικο αποτέλεσμα, το οποίο αποτελεί επιταγή της σύμβασης. Κατόπιν των ανωτέρω λεχθέντων προκύπτει καθαρά ότι το διεθνές δίκαιο αποκλείει τη μονομερή οριοθέτηση. Κάτι το οποίο η Τουρκία παραβιάζει, αφού έχει προχωρήσει αυθαιρέτως στο να την πραγματοποιήσει.

Το κυριότερο συμπέρασμα, συνεπώς, ότι με την ενέργεια αυτήν η Τουρκία αποκτά έλεγχο του μισού Αιγαίου, αγνοώντας πλήρως ότι το πέλαγος αυτό είναι διάσπαρτο από ελληνικά νησιά, που δικαιούνται κι αυτά υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Το άρθρο 121 της σύμβασης αναφέρεται στα νησιά, στα οποία αποδίδει τις δύο αυτές ζώνες, ακριβώς όπως και στα ηπειρωτικά εδάφη. Και μπορεί, βέβαια, το Δικαστήριο να έχει διαμορφώσει νομολογία, η οποία δεν ταυτίζεται απολύτως με το άρθρο, δίνοντας μειωμένη επήρεια σε ορισμένα νησιά, δηλαδή θεωρώντας ότι οι ακτές τους δεν παράγουν πλήρες δικαίωμα για τις δύο αυτές ζώνες, αλλά χωρίς να αμφισβητεί την κρίσιμη διατύπωση του άρθρου 121. Ετσι, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αρνήθηκε να αποδώσει έστω περιορισμένες ζώνες στα νησιά. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες δεν αφορούν την περιοχή μας. Οι ιδιαιτερότητες δε των Αιγαιακών νησιών έγκεινται στο ότι το συγκρότημα των κυκλαδικών νησιών αποτελεί ένα σύμπλεγμα νησιών σταθερά προσαρτημένων στο ηπειρωτικό έδαφος της Ελλάδας, τα οποία έχουν μια συνέχεια και την εγγύτητα των νησιών με το ηπειρωτικό έδαφος της Ελλάδας (Σούνιο) ώς τα Δωδεκάνησα. Αυτή η ιδιοτυπία αποκλείεται να μη συνυπολογιστεί από το Δικαστήριο, εάν η υπόθεση φτάσει κάποτε στη δικαιοδοσία του. Αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο υπάρχουν ελληνικά δικαιώματα θαλασσίων ζωνών. Τα νησιά Ρόδος, Κάρπαθος, όπως και οι ανατολικές ακτές της Κρήτης, έχουν ακτές που βρίσκονται ή γειτνιάζουν με την Ανατολική Μεσόγειο. Για τις ανατολικές ακτές τους είναι δεδομένο ότι έχουν επήρεια στη θάλασσα αυτήν. Είναι μάλιστα δεδομένο ότι εφόσον οι ανατολικές ακτές τους βρίσκονται εκτός των περιορισμών του Αιγαίου (που προκαλείται από τη στενότητα χώρου, κι έχει ως αποτέλεσμα αντιρρήσεις εκ μέρους των χρηστών του Αιγαίου για την πιθανή επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.), αυτό το γεγονός θα επέτρεπε την άμεση εφαρμογή του καθεστώτος των 12 ν.μ. στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους. Αλλά και το Καστελλόριζο, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ελληνικών κυβερνήσεων για πλήρη επήρεια των νότιων ακτών του, ωστόσο δικαιούται και αυτό θαλάσσιες ζώνες που θα προέρχονται από τη μειωμένη, πάντως, επήρεια των ακτών του.

Ολα αυτά αγνοούνται από την Τουρκία η οποία έσπευσε να απαντήσει στον ελληνικό χωροταξικό σχεδιασμό, για τον οποίον, όμως, η Ελλάδα δικαιολογεί ότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και της σχετικής καταδίκης της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Και σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας τόνισε ότι τα όρια αυτά αποτελούν τη μεγίστη διεκδίκηση και ότι θα ήταν πρόθυμη να βρει με την Τουρκία μια συμβιβαστική λύση. Σε αντίθεση με την Τουρκία, που παρουσίασε τον Χάρτη ως οριστικό, και τις υπερβολικές παράνομες αξιώσεις της ως απολύτως νόμιμες διεκδικήσεις.

 

*Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 Από την Καθημερινή

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr