Το έργο είναι πολυποίκιλα εντυπωσιακό γιατί βρίσκει χώρο να παρουσιάζει δεδομένα που αφορούν από την βιοποικιλότητα των μικροοργανισμών στο έδαφος μέχρι τις συγκρούσεις για τη γη στην Αφρική, από τη χρήση λιπασμάτων στην Ινδία μέχρι τα δικαιώματα των γυναικών αγροτισσών στην Κένυα. Ωστόσο, καθώς κανείς ξεφυλλίζει τις σελίδες του, μια κρίσιμη και απαράδεκτη απουσία γίνεται όλο και πιο εμφανής: πού είναι η Γεωλογία;
Σε όλο το κείμενο δεν αναφέρεται η λέξη Γεωλογία ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ!!
Αναζητώντας τη λέξη ορυκτό (αναφέρεται τέσσερεις φορές σε όλο το κείμενο), στη σελίδα 10, ο Άτλαντας περιγράφει το έδαφος ως «μείγμα ορυκτών, οργανικής ύλης, αερίων και νερού». Αναφέρει ότι τα εδαφικά σωματίδια σχηματίζονται μέσω της «σταδιακής αποσάθρωσης και διάσπασης πετρωμάτων και ορυκτών». Και εκεί τελειώνει η αναφορά του στις πολύπλοκες και μακρόχρονες διεργασίες. Δεν δίνεται ούτε σε μια παράγραφο μια εξήγηση για το πώς ακριβώς συμβαίνει αυτή η αποσάθρωση, ποια μονοπάτια μηχανικής αποσάθρωσης μετατρέπουν τον γρανίτη σε αργιλικό κλάσμα, δεν γίνεται ούτε μια αναφορά στην ειδοποιό διαφορά μεταξύ αργιλικού κλάσματος και αργιλικών ορυκτών, ή πώς η κλιματική ζώνη καθορίζει τον ρυθμό και τον τύπο της εδαφογένεσης. Για έναν άτλαντα που υποτίθεται ότι αποτελεί «πηγή γεγονότων και στοιχείων για έναν ζωτικό πόρο», αυτή η παράλειψη είναι εκκωφαντική.
Η αλήθεια, που συστηματικά παραλείπεται, είναι ότι το έδαφος δεν είναι μόνο, ή κυρίως, ένα «οικοσύστημα», είναι το τελικό προϊόν πολλών και πολύπλοκων γεωλογικών διεργασιών που διαρκούν πολλές χιλιετίες. Η φυσική αποσάθρωση που οδηγεί με τη μεταφορά των κλασμάτων σε σταδιακό κατακερματισμό των μητρικών πετρωμάτων, η χημική διάλυση που οδηγεί στην αποδόμηση των αρχικών ορυκτών και καθορίζει τον χημισμό των εδαφών, η οξείδωση ή/και συγκέντρωση των σιδηρούχων ορυκτών που δίνει στα εδάφη το κόκκινο χρώμα τους, όλα αυτά είναι γεωλογικά δεδομένα, διεργασιών και των αποτελεσμάτων τους. Και χωρίς την κατανόησή τους, η προσέγγιση της εδαφικής υποβάθμισης παραμένει όχι μόνο αφηρημένη αλλά έωλη.
Σε μια άλλη σελίδα, την 32, ένα διάγραμμα δείχνει τη δομή του εδάφους: τον ορίζοντα του χούμου, το μεταβατικό στρώμα με τα ορυκτά συστατικά, το αποσαθρωμένο πέτρωμα και τέλος το ανέπαφο πέτρωμα. Είναι μια καλή εικόνα αλλά τίποτα δεν εξηγεί πώς προκύπτει αυτή η διαστρωμάτωση. Πως γίνεται η χημική αναδιάταξη μέσω έκπλυσης (leaching), πώς μετατρέπεται η οργανική ύλη σε χούμο στον επιφανειακό ορίζοντα; ποιος είναι ο ρόλος, της βροχόπτωσης, της βαρύτητας, της θερμοκρασίας; Αυτές οι μακρόχρονες διαδικασίες, γνωστές στην εδαφολογία ως εδαφογένεση, είναι το κλειδί για την κατανόηση γιατί το έδαφος είναι μη ανανεώσιμο σε ανθρώπινη κλίμακα. Ένα εκατοστό εδάφους μπορεί να χρειάζεται ακόμα και 1.000 χρόνια για να σχηματιστεί, ανάλογα με το κλίμα και το μητρικό πέτρωμα. Αλλά αυτή η χρονική διάσταση, η γεωλογική χρονική διάσταση που απαιτείται για τη δημιουργία εδάφους, χάνεται στην οικολογική ρητορική του Άτλαντα. Το κείμενο αναφέρει ότι «χρειάζονται εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια», αλλά η πληροφορία παραμένει μια παράπλευρη πληροφορία αντί να αποτελεί τον πυρήνα την ενημέρωσης.
Ένα ακόμη παράδοξο εμφανίζεται στις σελίδες για τα λιπάσματα. Ο Άτλαντας αφιερώνει οκτώ σελίδες στο άζωτο και τον φώσφορο, την παραγωγή τους, τη γεωπολιτική και τις επιπτώσεις τους στο κλίμα. Αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο φώσφορος δεν είναι αυτοφυής στα εδάφη, προέρχεται από την εξόρυξη φωσφορικών πετρωμάτων των φωσφοριτών με κύριο ορυκτό τον απατίτη. Ότι το κάλιο των λιπασμάτων εξορύσσεται από πετρώματα που ονομάζονται εβαπορίτες και έχουν προκύψει από την εξάτμιση των υδάτων θαλάσσιων λεκανών που σήμερα δεν υπάρχουν. Ότι η γονιμότητα ενός εδάφους εξαρτάται από την ορυκτολογική σύσταση του μητρικού πετρώματος: ένα έδαφος που έχει προκύψει από ηφαιστειακά πετρώματα είναι πλουσιότερο σε ανόργανα θρεπτικά συστατικά από ένα αμμώδες έδαφος προερχόμενο από αποσάθρωση χαλαζιακών πετρωμάτων. Τα θρεπτικά στοιχεία αντιμετωπίζονται σαν να εμφανίζονται εκ του μηδενός, παρά ως προϊόντα μιας γεωχημικής κληρονομιάς που ξεκίνησε με την αποσάθρωση διαφορετικής προέλευσης και θέσης μητρικών πετρωμάτων πριν από χιλιάδες χρόνια. Και έτσι, όταν ο Άτλαντας προτείνει «βιώσιμες πρακτικές» όπως την εναλλαγή καλλιεργειών ή τη χρήση οργανικών λιπασμάτων, το κάνει χωρίς να αναγνωρίζει ότι η δομή και η σύσταση του κάθε τύπου εδάφους – που καθορίζονται από τη γεωλογία – είναι εξίσου κρίσιμες για την παραγωγικότητα.
Το 1941, ο εδαφολόγος Hans Jenny διατύπωσε μια εξίσωση που θεωρείται ακόμα το βασικό εννοιολογικό μοντέλο της εδαφογένεσης: S = f(cl, o, r, p, t). Δηλαδή, το έδαφος (S) είναι συνάρτηση πέντε παραγόντων: του κλίματος (cl), των έμβιων οργανισμών (o), του αναγλύφου (r), του μητρικού πετρώματος (p) και του χρόνου (t). Είναι μια απλή σχέση που εξηγεί γιατί τα εδάφη ποικίλλουν από την Αρκτική στον Ισημερινό, από τις πεδιάδες στα βουνά, από τον γρανίτη στον ασβεστόλιθο. Και όμως, αυτή η θεμελιώδης εξίσωση δεν εμφανίζεται πουθενά στον Άτλαντα. Το κλίμα αναφέρεται μόνο ως απειλή (κλιματική κρίση, ξηρασία), όχι ως καθοριστικός παράγοντας της εδαφογένεσης. Το ανάγλυφο απουσιάζει εντελώς, παρότι η κλίση του εδάφους καθορίζει την απορροή και τη διάβρωση. Το μητρικό υλικό, δηλαδή το πέτρωμα, μνημονεύεται μόνο μια φορά και ξεχνιέται αμέσως. Και ο χρόνος, η πιο κρίσιμη μεταβλητή, αντιμετωπίζεται σαν ένας αριθμός αντί για μια γεωλογική πραγματικότητα.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Άτλαντας είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό εγχειρίδιο και όχι επιστημονικό. Στοχεύει στην ευαισθητοποίηση για τη βιοποικιλότητα, την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και πράγματι, σε αυτούς τους τομείς υπερέχει. Αλλά η έλλειψη της γεωλογικής προοπτικής αποδυναμώνει ακριβώς αυτό που επιχειρεί να επιτύχει. Όταν ο κάθε αναγνώστης δεν καταλαβαίνει ότι το έδαφος χρειάζεται χιλιάδες χρόνια για να δημιουργηθεί, η υποβάθμισή του φαντάζει αναστρέψιμη. Όταν δεν γίνεται σαφές ότι η γονιμότητα εξαρτάται από το τι πέτρωμα αποσαθρώθηκε, η εστίαση μετατοπίζεται μόνο στα λιπάσματα. Όταν η εδαφική δομή, η ικανότητα μεταξύ άλλων να συγκρατεί νερό, να αντέχει στη διάβρωση, δεν συνδέεται με τη μηχανική σύσταση (άμμος, άργιλος, ιλύς) που καθορίζεται από τις γεωλογικές διεργασίες, η κάθε προσέγγιση φαντάζει επιφανειακή. Και το πιο ανησυχητικό; Η απουσία της Γεωλογίας, του γεωλογικού χρόνου, καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να «φτιάξουμε» έδαφος και μάλιστα γρήγορα: με κομπόστ, με λίπασμα, με τεχνολογία. Αλλά το έδαφος δεν είναι προϊόν. Είναι το αποτέλεσμα γεωλογικών εποχών, μια αλληλεπίδραση γεώσφαιρας, βιόσφαιρας και υδρόσφαιρας που δεν μπορεί να επιταχυνθεί.
Μια καλή είδηση που υπάρχει στον Άτλαντα είναι ότι η διόρθωσή του είναι εύκολη. Μελλοντικές εκδόσεις του Άτλαντα θα μπορούσαν, με την παρέμβαση θεσμικών γεωλογικών φορέων, εθνικών και ευρωπαϊκών, να περιλαμβάνουν:
- Μια ενότητα για τον πετρολογικό κύκλο των πετρωμάτων και πώς συνδέεται με τη δημιουργία του εδάφους.
 
- Χάρτες που δείχνουν πώς η γεωλογία (π.χ. ηφαιστειακά vs. ιζηματογενή πετρώματα) επηρεάζει τη γονιμότητα.
 
- Διαγράμματα της διαδικασίας αποσάθρωσης από το πέτρωμα, στο ορυκτό και στη δημιουργία ανόργανων θρεπτικών στοιχείων.
 
- Παραδείγματα εδαφών από διαφορετικές κλιματικές ζώνες (π.χ. πώς το τροπικό κλίμα παράγει βαθιά, αλλά φτωχά σε ανόργανα θρεπτικά εδάφη λόγω έντονης έκπλυσης).
 
Η Γεωλογία δεν είναι ανταγωνιστής της Οικολογίας, ή του Οικοσυστήματος. Είναι το θεμέλιό τους. Χωρίς αυτήν, ο λόγος για την προστασία του εδάφους παραμένει ατελής. Στις 52 σελίδες του Άτλαντα, η Γεωλογία και τα πετρώματα απουσιάζουν. Και μαζί τους, η πιο σημαντική αλήθεια: ότι το έδαφος, όπως και η Γη μας δεν μας χρειάζεται: εμείς χρειαζόμαστε αυτό και αυτήν!!. Και όταν χαθεί το έδαφος με οποιανδήποτε τρόπο, δεν επιστρέφει. Όχι σε έναν ανθρώπινο βίο. Ούτε σε δέκα…. ούτε σε εκατό…..Για αυτό κάτι ουσιαστικό θα πρέπει όλοι μας να κάνουμε, για να μην ξαναζήσουμε έναν αιώνα αργότερα, ένα καινούργιο “Dust Bowl”…
 
* Ο Μανώλης Μανούτσογλου είναι Καθηγητής και τ. Κοσμήτορας της Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης
(Από την εφημερίδα Η Ναυτεμπορική)