Μια τέτοια ήταν η Ελληνογερμανική Συνεργασία στην Επιστημονική Έρευνα και Τεχνολογία, που υποστηρίζονταν και από το Γερμανικό Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας (BMFT).
Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας εντάχθηκε το 1979 και υλοποιήθηκε το Αιολικό Πάρκο της Κύθνου, το πρώτο αιολικό πάρκο της Ευρώπης, με στόχο την μεγάλη διείσδυση αιολικής ενέργειας στο αδύνατο νησιωτικό ηλεκτρικό δίκτυο. Ήταν μια συνεργασία της ΔΕΗ με γερμανικούς ερευνητικούς οργανισμούς, όπου ήμουν ο project manager από την ελληνική πλευρά. Για την ΔΕΗ υπήρχαν δύο νέες προκλήσεις, η διεθνής συνεργασία και η τεχνολογική έρευνα, αναγκαίες δράσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Η ΔΕΗ δεν είχε μια υπηρεσιακή μονάδα Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D), όπως άλλες αντίστοιχες εταιρείες στην Ευρώπη (πχ η Γαλλική EdF) και αυτό καθιστούσε δύσκολο το ερευνητικό έργο αλλά και την διάχυση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, Είναι λυπηρό που μεγάλοι οργανισμοί/εταιρείες, κυρίως του δημοσίου τομέα δεν διαθέτουν στελεχωμένες μονάδες R&D, με όλες τις συνέπειες.
Από το 1980, πριν ακόμη η χώρα εισέλθει στην τότε ΕΟΚ άρχισα να συμμετέχω σε ερευνητικά προγράμματα της DG-Research στις Βρυξέλλες και διατήρησα μια συνεργασία για σχεδόν τρεις δεκαετίες ως εμπειρογνώμων στην αξιολόγηση ερευνητικών προτάσεων, στην παρακολούθηση της υλοποίησης των ερευνητικών έργων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) και στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, καθώς και ως τεχνικός σύμβουλος σε μεγάλα ερευνητικά έργα.
- Έρευνα και Ανάπτυξη για την υποστήριξη νέας Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας
Το 1980 ξεκίνησε η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας Φωτοβολταϊκών (Φ/Β) και με την υποστήριξη της τότε ΕΟΚ. Ήταν μια διαδικασία για την δημιουργία και ανάπτυξη μιας νέας βιομηχανίας στην Ευρώπη σε έναν νέο και πολλά υποσχόμενο τεχνολογικό τομέα για την παραγωγή καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο. Η έρευνα είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ για τις ανάγκες των δορυφόρων και εν συνεχεία στη δεκαετία του 1970 άρχισε να γίνεται η μεταφορά της τεχνολογίας στις επίγειες εφαρμογές με μοναδικούς παραγωγούς Φ/Β πλαισίων τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, σε μια περιορισμένη αγορά λόγω του υψηλού κόστους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) /DG Research προκήρυξε ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα στην περίοδο 1980-1983, με 16 πιλοτικά Φ/Β έργα που θα απορροφούσαν την πρώτη παραγωγή Φ/Β πλαισίων της νέας Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας εξυπηρετώντας δύο στόχους, την συμπεριφορά και απόδοση του νέου βιομηχανικού προϊόντος στις πραγματικές συνθήκες και την απόκτηση τεχνογνωσίας και εμπειρίας σε διάφορες επίγειες εφαρμογές για την ανάπτυξη της αγοράς.
Η Ελλάδα με την ΔΕΗ και με την υποστήριξη της ΥΕΕΤ συμμετείχε με δύο πιλοτικά έργα το 1980, πριν ακόμη η χώρα ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ, τον Αυτόνομο Φ/Β Σταθμό της Αγίας Ρουμέλης στην Κρήτη (50kWp) και τον Φ/Β Σταθμό της Κύθνου (100kWp), που θα λειτουργούσε παράλληλα με το Αιολικό Πάρκο και τον Αυτόνομο Σταθμό Diesel,. Για την καλύτερη εξέλιξη των πιλοτικών έργων και επιτυχείς εφαρμογές κάθε τρεις μήνες γίνονταν συνάντηση όσων εμπλέκονταν στην ανάπτυξη των έργων (Contactor’s Meeting) και παρουσιάζονταν οι νέες ιδέες και η πρόοδος των έργων, αρχίζοντας από την αρχιτεκτονική μελέτη ένταξης των Φ/Β έργων στο φυσικό περιβάλλον. Αυτές οι συζητήσεις και το υψηλό επίπεδο των συμμετεχόντων συνέβαλαν σημαντικά στην επιτυχία των πρώτων Φ/Β έργων στην Ευρώπη, υποστηρίζοντας την νέα Ευρωπαϊκή Βιομηχανία. Θα ήταν χρήσιμο να σημειωθεί ότι η Ιρλανδία συμμετείχε με ένα Φ/Β έργο με τον καθηγητή G.T.Wrixon, ο οποίος ήταν και Σύμβουλος του Πρωθυπουργού. Είχε επιστρέψει πρόσφατα από τις ΗΠΑ μετά από μεταπτυχιακές σπουδές και εισηγήθηκε στον πρωθυπουργό την είσοδο στην ψηφιακή τεχνολογία σε δημόσιο τομέα και οικονομία. Έτσι, αθόρυβα, χάραξαν και ακολούθησαν τα απαραίτητα βήματα, ενώ εγκατέστησαν και ένα σύγχρονο Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Μικροηλεκτρονικής στο πανεπιστήμιο του Cork για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς. Οπότε, οι νέοι μηχανικοί έβγαιναν έτοιμοι σην αγορά εργασίας και συνέβαλαν στον ψηφιακό μετασχηματισμό, αλλά και στην προσέλκυση και εγκατάσταση τεχνολογικών κολοσσών στη χώρα τους.
Ο κρίσιμος παράγοντας για τη νέα Βιομηχανία Φ/Β ήταν η παντελής έλλειψη προτύπων (standards), κάτι που χρειάζεται απαραιτήτως η βιομηχανία για κάθε βιομηχανικό προϊόν σε μια ανταγωνιστική αγορά. Αυτές τις ανάγκες ανέλαβε να καλύψει το Ερευνητικό Κέντρο της ΕΟΚ στην Ίσπρα (Joint Research Center, Ispra) στην Βόρεια Ιταλία. Εδώ οργανώθηκε ένα ειδικό εργαστήριο με τον απαραίτητο εξοπλισμό,, συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν οι δοκιμές και ειδικές μετρήσεις με τα καθορισθέντα όρια, ενώ αναπτύχθηκαν και ειδικά όργανα για τις απαραίτητες μετρήσεις στα πιλοτικά έργα. Εν συνεχεία συντάχθηκαν οι τεχνικές απαιτήσεις (πρόδρομος των προτύπων, Pre-standardization Research) που εξασφάλιζαν υψηλής ποιότητας παραγωγή Φ/Β πλαισίων. Ήταν ένας νέος τεχνολογικός τομέας, όπου συμβάλαμε όλοι με ιδέες, καθώς και με τα πιλοτικά Φ/Β έργα, σε συνεργασία με τους ερευνητές στα εργαστήρια της Ίσπρα και τα στελέχη της νέας Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας. Οι μετρήσεις επαναλήφθηκαν στα πιλοτικά έργα μετά πέντε χρόνια και έδειξαν μηδενική υποβάθμιση της απόδοσης (degradation). Έτσι, η Ευρωπαϊκή Βιομηχανία Φ/Β ήταν κορυφαία στον κόσμο και μοιράζονταν την παγκόσμια αγορά με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Δίδεται έμφαση στις εξελίξεις που ακολούθησαν, σημειώνοντας ότι τότε η απόδοση των Φ/Β πλαισίων μονοκρυσταλλικού πυριτίου ήταν στο 7%-8%, η μέγιστη ισχύς των Φ/Β πλαισίων στα 60Wp και η τιμή αγοράς στα 10ECU/Wp (ECU πρόδρομος του €), ενώ το κόστος ενός ολοκληρωμένου πιλοτικού Φ/Β έργου έφθανε τα 20ECU/Wp, για να φανεί η πρόοδος σε τέσσερεις δεκαετίες. Σε αυτό συνέβαλαν και τα ερευνητικά προγράμματα της ΕE της DG-Research και τα επιδεικτικά έργα της DG Energy.
Με πρόσκληση του Γενικού Διευθυντή DG-Research της ΕΕ, συμμετείχα στην ομάδα αξιολόγησης (Panel of High Level Experts) του Προγράμματος Έρευνας στις ΑΠΕ, καθώς και των ερευνητικών δραστηριοτήτων του JRC Ispra, στο πλαίσιο του Προγράμματος της μη Πυρηνικής Ενέργειας 1979-1985, που τότε ολοκληρωνόταν. Τα προγράμματα και ο προϋπολογισμός στην Έρευνα και Ανάπτυξη για τις ΑΠΕ εγκρίνονταν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με βάση κυρίως τα αποτελέσματα, τις αξιολογήσεις και τις εισηγήσεις που υποβάλλονταν από την ΕΕ. Μετά την αξιολόγηση τότε, εισηγηθήκαμε την υποστήριξη της έρευνας στην αιολική ενέργεια και στις Φ/Β τεχνολογίες, αποκλείοντας την έρευνα με θερμικό κύκλο (CSP, Concentrated Solar Power), επιτυγχάνοντας έτσι την καλύτερη αξιοποίηση των διατιθέμενων πόρων. Αυτή η έρευνα που υποστηρίχθηκε τότε από την ΕΟΚ δημιούργησε μια νέα κορυφαία βιομηχανία αιολικών και φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη.
- Οι Αλλαγές στη Δομή της Έρευνας στην Ελλάδα
Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 άρχισε η ακαδημαϊκή κοινότητα της χώρας και άλλοι οργανισμοί να συμμετέχουν στις ανταγωνιστικές διαδικασίες για την συμμετοχή σε ερευνητικά και επιδεικτικά έργα που προκηρύσσονταν, αλλά και κάποιο ενδιαφέρον από την βιομηχανία. Την επόμενη χρονιά τρεις νέοι αεροναυπηγοί εκτιμώντας τις πρώτες εμπειρίες μου από τα ερευνητικά προγράμματα της DG-Research της ΕΕ με συνάντησαν και συζήτησαν για ένα ενδιαφέρον ερευνητικό έργο. Είχαν έρθει από τις ΗΠΑ στην σχετική κρατική εταιρεία για να αναπτύξουν τα drones. Συζητούσαν με ενθουσιασμό για την δουλειά τους, περιέγραφαν τις ιδέες τους και πώς σχεδίαζαν να τις υλοποιήσουν. Μοιράσθηκα κι εγώ τον ενθουσιασμό τους, αλλά όταν τους αναζήτησα μετά μερικούς μήνες πληροφορήθηκα ότι επέστρεψαν στις ΗΠΑ γιατί ματαιώθηκε το πρόγραμμα.
Η ΥΕΕΤ αναβαθμίζεται το 1982 σε ανεξάρτητο Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΥΠΕΤ) με υπουργό σχετικό με την έρευνα, δημιουργώντας καλύτερες προοπτικές για την έρευνα στη χώρα, ενώ οι κρατικές δαπάνες στην έρευνα αυξάνονται. Αυτό δεν κράτησε πολύ και το 1985 το ΥΠΕΤ υποβαθμίζεται σε ΓΓΕΤ, Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας που προσκολλάται σαν ξένο σώμα σε κάποιο υπουργείο, στο Υπουργείο Ανάπτυξης από το 1996 μέχρι σήμερα.
Έχοντας σημαντική εμπειρία από τις διαδικασίες στην DG-Research για την αξιολόγηση και υλοποίηση των ερευνητικών έργων επισκέφθηκα τον τότε Γενικό Γραμματέα της ΓΓΕΤ, τον οποίο εκτιμούσα ιδιαίτερα. Συζήτησα μαζί του την μεταφορά στην ΓΓΕΤ των διαδικασιών που εφαρμόζονται στην ΕΕ στην αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων και την διαχείριση των ερευνητικών έργων, την αναγκαία στρατηγική στην έρευνα με περισσότερους δημόσιους πόρους. Αντέδρασε όταν του είπα ότι τώρα διαχειρίζεσθε ένα μικρό ποσό δημοσίων πόρων που το μοιράζετε στην ακαδημαϊκή κοινότητα και μετά παίρνετε την έκθεση που συντάσσουν και την φυλάγετε στην βιβλιοθήκη σας, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα. Μετά από μερικές μέρες παραιτήθηκε.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες τώρα με τόσες κυβερνήσεις που πέρασαν δεν φαίνεται να έχει αλλάξει κάτι και η έρευνα στη χώρα λιμνάζει στην ΓΓΕΤ με ορατές συνέπειες για τη χώρα.
- Αξιολόγηση Ερευνητικών Προτάσεων και Διαχείριση/Αξιολόγηση Ερευνητικών Έργων στην Ενέργεια
Η διαδικασία της αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων εξελίχθηκε στη διάρκεια των χρόνων στην DG-Research ώστε να είναι άμεμπτη και επιτυχής στους στόχους με την αξιοποίηση της δημόσιας επιδότησης που έφθανε στο 50% του συνολικού κόστους κάθε ερευνητικού έργου. Για να καταλήξουν σε ένα αξιοκρατικό και επιτυχές σύστημα αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων είχαν μελετήσει αντίστοιχα συστήματα που εφάρμοζαν κυρίως στις ΗΠΑ και νομίζω ότι οργανώθηκε και λειτουργούσε με επιτυχία στην DG-Research. Η αξιολόγηση γίνονταν σε ειδικά κτήρια για αυτό τον σκοπό από τους εμπειρογνώμονες που επιλέγονταν από τις χώρες της ΕΟΚ/Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον συντονισμό και την υποστήριξη από στελέχη της DG-Research. Κάθε Ερευνητική Πρόταση αξιολογούνταν από 4 ή 5 εμπειρογνώμονες, οι οποίοι μετά από συζήτηση κατέληγαν στην οριστική/τελική κρίση. Οι δύσκολες ή υψηλού προϋπολογισμού ερευνητικές προτάσεις παραπέμπονταν σε πενταμελή ομάδα επιλεγμένων εμπειρογνωμόνων, άγνωστων μεταξύ τους, (Panel of High Level Experts), στην οποία συμμετείχα. Θα αναφερθώ σε μια περίπτωση μιας ερευνητικής πρότασης με προϋπολογισμό μερικών δεκάδων εκατομμυρίων Ευρώ. Μας δόθηκε η πρόταση να μελετήσουμε για 15 λεπτά και μετά να παρουσιάσουμε τις κρίσεις μας. Προηγήθηκαν οι κρίσεις των τριών πρώτων του πάνελ που ήταν υψηλόβαθμα στελέχη ενεργειακών επιχειρήσεων, χωρίς όμως πειστικά επιχειρήματα για την τελική κρίση. Όταν ήρθε η σειρά μου παρουσίασα τους σοβαρούς λόγους που δεν θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί αυτό το έργο, απλά θα ήταν απώλεια χρημάτων. Ο πέμπτος εμπειρογνώμων δήλωσε ότι συμφωνεί με τις δικές μου παρατηρήσεις και ολοκληρώθηκε η διαδικασία. Φεύγοντας, ο τελευταίος εμπειρογνώμων μου έδωσε την κάρτα του και μου είπε όποτε θέλεις έλα να εργασθείς σε μένα. Ήταν ο Διευθυντής μιας εταιρείας για έρευνα με 100 υψηλού επιπέδου ερευνητές στην Ευρώπη, θυγατρική μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρείας. Μεγάλες εταιρίες των ΗΠΑ έχουν θυγατρικές στην Ευρώπη που συμμετέχουν στην έρευνα της ΕΕ με ίσους όρους, όπως και μεγάλες Ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν θυγατρικές στις ΗΠΑ που συμμετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα που υποστηρίζονται πχ. από το Υπουργείο Ενέργειας (DoE). Μια τέτοια εταιρεία θυγατρική μεγάλης Ευρωπαϊκής είχα επισκεφθεί στις ΗΠΑ σε μια αποστολή στη Silicon Valley (Καλιφόρνια) που ανέπτυσσε ένα ενδιαφέρον ερευνητικό έργο με χρηματοδότηση από το DoE.
Μετά την αξιολόγηση και επιλογή προς χρηματοδότηση των ερευνητικών προτάσεων αρχίζει η υλοποίηση. Η παρακολούθηση των έργων και η αξιολόγηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, από την έναρξη έως το τέλος καθίστανται αναγκαίες στοχεύοντας στην καλύτερη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων. Προς τούτο υπάρχει ο αρμόδιος από το προσωπικό της DG-Research που είναι υπεύθυνος για έναν αριθμό ερευνητικών έργων, βοηθούμενος από εμπειρογνώμονα που επιλέγεται για το συγκεκριμένο έργο, διαχείρισης/αξιολόγησης αποτελεσμάτων κλπ.
Εκείνο που παρατηρούσα μετά το τέλος κάθε ερευνητικού έργου ήταν ότι για να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα της έρευνας στην Ευρώπη χρειάζονται δύο χρόνια τουλάχιστον σε σχέση με τις ΗΠΑ που αυτό γίνεται σε λιγότερο από ένα χρόνο, ή αρκούσαν μερικοί μήνες. Από την μικρή εμπειρία που είχα σε αντίστοιχα ερευνητικά έργα που χρηματοδοτούνταν από το DoE, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση κάθε ερευνητικού έργου γίνονταν από στελέχη του αλλά με πιο συχνές διήμερες συναντήσεις με την ερευνητική ομάδα και η συζήτηση εστιάζονταν, ίσως πιεστικά, στο πώς θα αξιοποιούνταν τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην αγορά. Θα αναφερθώ σε ένα ερευνητικό έργο που είχα την παρακολούθηση και αξιολόγηση για την DG-Research από μια ομάδα 18 έργων για προηγμένα υλικά κατασκευής των Φ/Β πλαισίων (encapsulation) και pre-standardization. Η έρευνα από ένα εργαστήριο με προηγμένο εξοπλισμό για βιομηχανική έρευνα που συμμετείχε πέτυχε την κατασκευή μιας μεμβράνης πολλαπλάσιες φορές πιο ανθεκτική στην υγρασία από τα γνωστά υλικά της αγοράς,. Κατοχυρώθηκε η σχετική πατέντα και αμέσως μπήκε στην αγορά για εφαρμογές, αρχικά σε άλλους τομείς (πχ στη συσκευασία τροφίμων) και λίγο αργότερα στα Φ/Β πλαίσια, αφού ο ερευνητικός οργανισμός είχε δεσμούς με την βιομηχανία και με την αγορά. Επομένως, ο δεσμός με την βιομηχανία είναι σημαντικός, ενώ η έρευνα μπορεί να αποβεί πολλαπλώς χρήσιμη, καλύπτοντας ευρύτερες περιοχές της οικονομίας. Αυτό φάνηκε και σε μια αξιολόγηση ερευνητικών έργων στην ενέργεια μιας δεκαετίας της DG-Research, από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων που ήμουν επικεφαλής. Μερικά ερευνητικά έργα από μεγάλους οργανισμούς που είχαν θέσει πολύ φιλόδοξους στόχους δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν στην επίτευξη του στόχου αλλά οι ενδιάμεσες φάσεις είχαν δώσει πολύ σημαντικά αποτελέσματα χρήσιμα σε άλλους τομείς, καθώς και ένα καλό μάθημα στους ερευνητές των μεγάλων οργανισμών για τα επόμενα επιτυχή ερευνητικά έργα. Τελικά, η έρευνα εκτός από την επιτυχία των στόχων δημιουργεί και ικανά και έμπειρα στελέχη για νέους ερευνητικούς στόχους που αποτελεί πολύτιμο κεφάλαιο.
Όσο σημαντική είναι η αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων, άλλο τόσο είναι και η παρακολούθηση του ερευνητικού έργου και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, στοχεύοντας όμως και στην ταχύτερη είσοδο στην αγορά. Νομίζω ότι στην Ελλάδα είναι προβληματική και χρονοβόρα η διαδικασία αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων, ενώ η παρακολούθηση και αξιολόγηση του ερευνητικού έργου δεν είναι δεδομένη και περιορίζεται σε μια γραφειοκρατία λογιστικού ελέγχου των δαπανών. Οπότε, κρίνεται αναγκαία η σύγκλιση και προσαρμογή των διαδικασιών του ελληνικού ερευνητικού συστήματος με την Ευρωπαϊκή εμπειρία/DG-Research.
- Προτάσεις για την Επιστημονική Έρευνα και Τεχνολογία στην Ελλάδα
Η σημερινή κρατική δομή για την Έρευνα και Τεχνολογία ως ΓΓΕΤ προσαρτημένη σε κάποιο υπουργείο δεν ανταποκρίνεται και δεν συμβάλλει, τουλάχιστον ικανοποιητικά, στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου κράτους, μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι Γενικές Διευθύνσεις (DG) διαδραματίζουν ρόλο Υπουργείων, όπως για την Έρευνα η DG-Research με πολύ υψηλούς προϋπολογισμούς, κάτι αντίστοιχο μπορούν να ακολουθούν και τα κράτη-μέλη. Μεγάλη σημασία βέβαια έχει και η επιλογή του επικεφαλής Προϊσταμένου ώστε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις της Έρευνας και Ανάπτυξης.
Υπό την σκέπη/εποπτεία της ΓΓΕΤ σήμερα είναι και ένα πλήθος κρατικών ερευνητικών κέντρων που τα χρηματοδοτεί και ασκεί την γραφειοκρατία του ελέγχου, αλλά υπάρχουν και κάποιες άλλες ερευνητικές μονάδες που ανήκουν σε άλλα υπουργεία. Η κατάσταση δείχνει κατακερματισμό του ερευνητικού έργου, έλλειψη στρατηγικής και απουσία αξιολόγησης, ενώ καθίσταται και προβληματική η δυνατότητα ελέγχου του κατακερματισμένου ερευνητικού έργου. Κρατικά ερευνητικά κέντρα υπάρχουν πχ στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και σε Ευρωπαϊκές χώρες, είναι λίγα και μεγάλα που στοχεύουν σε συγκεκριμένους ερευνητικούς τομείς, συμπεριλαμβάνοντας και την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας, ενώ αποτελούν κρίσιμους ερευνητικούς τομείς. Σαν παράδειγμα αναφέρεται το DoE (Υπουργείο Ενέργειας) κορυφαίο υπουργείο των ΗΠΑ, έχει 24 μεγάλα ερευνητικά κέντρα διεσπαρμένα σε κάποιες Πολιτείες για την έρευνα στην άμυνα, στην ενέργεια, στο περιβάλλον και στις επιστήμες.
Η σύμπτυξη των κρατικών ερευνητικών κέντρων της χώρας με συγχώνευση/ κατάργηση και λειτουργία στο πλαίσιο μιας στρατηγικής της έρευνας που πρέπει να εκπονηθεί και να υιοθετηθεί, κρίνεται απολύτως αναγκαία για την βέλτιστη αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού και των δημοσίων πόρων σε κρίσιμους ερευνητικούς τομείς.
Μεγάλη σημασία αποδίδεται στην δημόσια χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας. Παράδειγμα οι ΗΠΑ που κατέχουν ηγετική θέση στην παγκόσμια κατάταξη ως προς την επιστημονική έρευνα, ενώ τα τελευταία χρόνια η Κίνα όλο και περισσότερο αυξάνει την δημόσια χρηματοδότηση στην έρευνα με εμφανή αποτελέσματα. Το πλήθος των πατέντων και των δημοσιεύσεων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ειδικά στις νέες τεχνολογίες, αποκαλύπτει έντονα την ερευνητική δραστηριότητα με την υποστήριξη του κράτους. Το 1984 που επισκέφθηκα την Κίνα προσκεκλημένος για δύο διαλέξεις, η επιστημονική έρευνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά υπήρχαν 10..000 υπότροφοι φοιτητές στις ΗΠΑ (σήμερα είναι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές) και αυτοί όταν επέστρεψαν αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα για την οργάνωση και υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας,
Η πρώτη δημόσια οικονομική υποστήριξη μεγάλης έκτασης της Επιστημονικής Έρευνας, όπως αναφέρεται ως παράδειγμα στην βιβλιογραφία, έγινε από τον Μέγα-Αλέξανδρο για το ερευνητικό έργο στην βιολογία και τις φυσικές επιστήμες του δασκάλου του Αριστοτέλη, κορυφαίου φιλοσόφου της αρχαιότητας, επεκτείνοντας την έρευνα σε πανίδα και χλωρίδα σε Ελλάδα και Ασία.
Ο ουσιαστικός δείκτης της ερευνητικής δραστηριότητας μιας χώρας εκφράζεται με το ποσοστό του ΑΕΠ (Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος) που διατίθεται στην έρευνα. Στην Ελλάδα το 2023 αυτό έφθασε στο 1,49%, καταλαμβάνοντας την 15η θέση στην ΕΕ27. Προηγμένες οικονομικά και τεχνολογικά χώρες διαθέτουν υψηλότερα ποσοστά (πχ 3%) διατηρώντας την τεχνολογική πρωτοπορία και ανταγωνιστικότητα, ακόμη και σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Στην Ελλάδα, το ήμισυ των δαπανών έρευνας προήλθε από τις εταιρείες (49,3%). Αναμφίβολα, η συμμετοχή του δημοσίου για τις ανάγκες της χώρας με το υψηλό ερευνητικό δυναμικό που διαθέτει πρέπει να αυξηθεί, καθώς αυτό αποτελεί την καλύτερη επένδυση δημοσίου χρήματος για να ακολουθήσουν και οι εταιρείες, επιδιώκοντας την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Προκαλεί μεγάλη απογοήτευση το γεγονός που προβάλλεται η δημιουργία πλεονασμάτων στα δημόσια έσοδα και οι συζητήσεις για το πώς θα διατεθούν στην κατανάλωση, ενώ ουδέποτε συμπεριλαμβάνεται η υποστήριξη της έρευνας που αποτελεί εθνική επένδυση με πολλαπλασιαστικά οφέλη.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα της Επιστημονικής Έρευνας στην Ελλάδα είναι η οργάνωση της Έρευνας, ώστε να αξιοποιούνται οι διατιθέμενοι πόροι και το ερευνητικό δυναμικό της χώρας. Καθώς το ανθρώπινο ερευνητικό δυναμικό και οι οικονομικοί πόροι είναι πεπερασμένα απαιτείται η χάραξη στρατηγικής στην έρευνα, βασική και εφαρμοσμένη, και οι προτεραιότητες σύμφωνα με τις εξελίξεις διεθνώς, τις ανάγκες της χώρας και τις δυνατότητες. Σε γενικές γραμμές, επιλέγονται αρχικά οι στρατηγικοί τομείς όπου θα αναπτυχθεί η έρευνα και εν συνεχεία για κάθε επιλεγέντα τομέα μια στρατηγική ατζέντα (Strategic Agenda) για τις περιοχές με προτεραιότητα στην έρευνα που θα αποτελέσουν το ερευνητικό πρόγραμμα για μια χρονική περίοδο πχ τριών ετών και θα υποστηριχθούν. Κάθε περιοχή έρευνας που προκρίνεται στην στρατηγική ατζέντα συνοδεύεται και από έναν προϋπολογισμό για την δημόσια οικονομική υποστήριξη της έρευνας. Ας σημειωθεί ότι κατά κανόνα το μεγαλύτερο μέρος του προβλεπόμενου ποσού στον προϋπολογισμό της περιοχής έρευνας διατίθεται στα ερευνητικά έργα (πχ το 90%) και το υπόλοιπο (πχ. 10%) χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της εξέλιξης των ερευνητικών έργων, την αξιολόγηση και την προβολή και διάχυση των αποτελεσμάτων στην οικονομία και την κοινωνία (όπου αυτό πρέπει να καθιερωθεί θεσμικά).
Όλη αυτή η διαδικασία μέχρι την στρατηγική ατζέντα και την κατανομή της δημόσιας επιδότησης της έρευνας είναι ένα πολύ δύσκολο έργο που απαιτεί την συμμετοχή ικανού αριθμού ειδικών ανά τομέα επιστημόνων υψηλού επιπέδου από το εσωτερικό και τη διασπορά.
Επομένως, καθίσταται αναγκαία η συγκρότηση αξιοκρατικά ενός Συμβουλίου Έρευνας στο κυβερνητικό όργανο (πχ. στο Υπουργείο Έρευνας) και προτείνεται να είναι ολιγομελές και ευέλικτο για να λαμβάνει αποφάσεις, με δικό του ξεχωριστό προϋπολογισμό για την λειτουργία του, ενώ θα χρησιμοποιεί ως συνεργάτες/ συμβούλους εξειδικευμένους επιστήμονες, αλλά και τους επικεφαλής των μεγάλων ερευνητικών κέντρων της χώρας. Η διεθνής εμπειρία καθώς και αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα φανεί πολύ χρήσιμη για την αποστολή και λειτουργία αυτού του Συμβουλίου Έρευνας. Προτεραιότητα δίδεται στην αντιμετώπιση του κατακερματισμού της έρευνας στη χώρα με το μεγάλο πλήθος των ερευνητικών μονάδων που συντηρεί το Δημόσιο, και να εισηγηθεί την συγχώνευση/κατάργηση ερευνητικών μονάδων, ώστε να δημιουργηθεί ένας λογικός αριθμός μεγάλων ερευνητικών κέντρων. Βασικός στόχος η καλύτερη αξιοποίηση του ερευνητικού προσωπικού και του σχετικού εξοπλισμού για τους ερευνητικούς στόχους.
Η κατάρτιση του Εθνικού Προγράμματος Έρευνας βασικής και εφαρμοσμένης (πχ. τριετούς περιόδου) αποτελεί βασικό στόχο του προτεινόμενου Συμβουλίου Έρευνας, είναι ένα δύσκολο έργο και απαιτεί την συμμετοχή πλήθους ειδικών επιστημόνων και των επικεφαλής των μεγάλων ερευνητικών κέντρων, καθώς και εκπροσώπων της βιομηχανίας και των παραγωγικών τομέων της οικονομίας που η έρευνα τους αφορά άμεσα. Σημειώνεται ακόμη ότι υπάρχει υψηλό δυναμικό έρευνας στην ασφάλεια και άμυνα της χώρας, που πρέπει να υποστηριχθεί Το κυβερνητικό όργανο (πχ. το Υπουργείο Έρευνας) πρέπει να σταθεί αρωγός στο έργο αυτό και να εξασφαλίσει εγκαίρως την αναγκαία χρηματοδότηση.
Ένα άλλο σημαντικό έργο που θα έχει το Συμβούλιο Έρευνας είναι η εισήγηση για θεσμική ρύθμιση των κανόνων στην υλοποίηση των ερευνητικών έργων. Καθίσταται αναγκαίος ο δραστικός περιορισμός της γραφειοκρατίας (κατά το παράδειγμα της DG-Research). Είναι απαραίτητη η θεσμική ρύθμιση για τη παρακολούθηση κάθε ερευνητικού έργου απαρχής μέχρι τέλους με τους σχετικούς κανόνες διεξαγωγής της έρευνας και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από στελέχη της Υπηρεσίας και εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, αξιοποιώντας και την πολυετή εμπειρία της DG-Research.
Παράλληλα οι ερευνητικοί φορείς της χώρας, όπως Ερευνητικά Κέντρα, Πανεπιστήμια και άλλοι ερευνητικοί και παραγωγικοί φορείς μπορούν να συμμετέχουν στα ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG-Research) και με διεθνείς συνεργασίες, με πολύ καλές επιδόσεις μέχρι τώρα σε έρευνα και εκπαίδευση, που αυτό μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά με το Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας. Οι θεσμικές αλλαγές στην Έρευνα πρέπει να γίνουν τώρα χωρίς καθυστερήσεις, γιατί τις απαιτεί η ερευνητική κοινότητα, η οικονομία και η κοινωνία, για να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης της χώρας, σε ένα παγκόσμιο και ανταγωνιστικό περιβάλλον με ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία και τις επιστήμες. Ο πρωθυπουργός μιλάει συχνά για την μεγάλη σημασία της καινοτομίας στην κοινωνία και την οικονομία, και εδώ του δίδεται η ευκαιρία τώρα για πρωτοβουλίες και αποφάσεις,