Με την επιμονή των Βρυξελλών ότι οι εταιρείες που εμπορεύονται με την ΕΕ πρέπει να πληρούν αυστηρές απαιτήσεις άνθρακα και βιωσιμότητας, οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, έχουν σημάνει συναγερμό.
Η Οδηγία, η οποία επιδιώκει να καταστήσει υπεύθυνους τους ξένους προμηθευτές για το ανθρακικό αποτύπωμα των προϊόντων και των αλυσίδων παραγωγής τους, αποτελεί τη πλέον εκτεταμένη εφαρμογή σε περιοχές εκτός δικαιοδοσίας στην ιστορία της ΕΕ. Στόχος της είναι να διασφαλίσει ότι όλες οι εισαγωγές, από την ενέργεια έως τις πρώτες ύλες και τα βιομηχανικά αγαθά, ευθυγραμμίζονται με τους στόχους μείωσης εκπομπών και τα πρότυπα ESG (Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά και Διακυβέρνησης) της Ένωσης. Ωστόσο, για πολλούς εκτός Ευρώπης, τα μέτρα αυτά συνιστούν κανονιστικό ιμπεριαλισμό, επιβάλλοντας ευρωπαϊκούς κανόνες σε οικονομίες με διαφορετικά ενεργειακά συστήματα, δομές παραγωγής και αναπτυξιακές προτεραιότητες.
Πιο έντονα η ένταση αυτή αποτυπώνεται στον ενεργειακό τομέα. Η απαίτηση της Οδηγίας προς τους προμηθευτές πετρελαίου, φυσικού αερίου και βιομηχανικών προϊόντων να αποδεικνύουν πλήρη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές μετρήσεις εκπομπών άνθρακα έχει προκαλέσει ευρεία αντίδραση από παραγωγούς στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Βόρεια Αμερική. Οι προμηθευτές αυτοί υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή προσέγγιση αγνοεί τις τοπικές πραγματικότητες, επιβάλλει τεράστιο διοικητικό κόστος και απειλεί να ανατρέψει τα οικονομικά δεδομένα του ενεργειακού εμπορίου. Για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, η συμμόρφωση είναι απλώς ανέφικτη χωρίς μαζική οικονομική στήριξη ή πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες, που οι Βρυξέλλες δεν έχουν μέχρι στιγμής εξασφαλίσει.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή. Η διοίκηση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απέρριψε την Οδηγία ως «εντελώς απαράδεκτη», επιμένοντας ότι αποτελεί άδικο εμπορικό φραγμό που μεταμφιέζεται σε περιβαλλοντική πολιτική. Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, η συμμόρφωση θα οδηγούσε σε σημαντικές αυξήσεις κόστους για τους Αμερικανούς εξαγωγείς, ειδικά στους τομείς της ενέργειας, των πετροχημικών και της βιομηχανικής παραγωγής, με τις αυξήσεις αυτές να μετακυλίονται και τελικά να επιβαρύνουν τους Αμερικανούς καταναλωτές. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι η κυβέρνησή του δεν θα ανεχθεί την παρέμβαση της ΕΕ στις εσωτερικές επιχειρηματικές πρακτικές των ΗΠΑ, προειδοποιώντας πως εάν οι Βρυξέλλες προχωρήσουν, η Ουάσιγκτον θα απαντήσει με αντίποινα, δασμούς ή περιορισμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές.
Πίσω από τη ρητορική κρύβεται μια θεμελιώδης σύγκρουση φιλοσοφίας. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κλιματική ευθύνη είναι παγκόσμια εκ φύσεως· οι εκπομπές που παράγονται εκτός Ευρώπης αλλά σχετίζονται με την ευρωπαϊκή κατανάλωση αποτελούν ευρωπαϊκό πρόβλημα. Για τις ΗΠΑ, αντίθετα, οι κλιματικοί κανόνες της ΕΕ σε περιοχές εκτός των συνόρων της, συνιστούν παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας και των αρχών του ελεύθερου εμπορίου. Αυτή η διάσταση αντιλήψεων υποβόσκει εδώ και χρόνια, αλλά η Οδηγία Δέουσας Επιμέλειας την έχει φέρει στην επιφάνεια, απειλώντας να διαρρήξει το εύθραυστο υπόλοιπο της διατλαντικής οικονομικής συναίνεσης.
Οι προμηθευτές ενέργειας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης. Πολλές από αυτές τις χώρες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων προς την Ευρώπη· η νέα Οδηγία θα τους υποχρέωνε να παρέχουν λεπτομερή δεδομένα για τις εκπομπές κατά την παραγωγή, τις διαρροές μεθανίου και τα περιβαλλοντικά μέτρα προστασίας, μια δαπανηρή και τεχνικά περίπλοκη διαδικασία. Αξιωματούχοι από βασικές χώρες παραγωγής, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, η Νιγηρία και η Αλγερία, εκφράζουν ολοένα και μεγαλύτερη απογοήτευση, προειδοποιώντας ότι μπορεί να ανακατευθύνουν τις εξαγωγές τους προς τις ασιατικές αγορές αντί να υποβληθούν σε ευρωπαϊκή εποπτεία και έλεγχο. Αν η τάση αυτή ενταθεί, θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει θεμελιωδώς τις παγκόσμιες ροές ενεργειακού εμπορίου, με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει υψηλότερο κόστος και μειωμένη διαφοροποίηση προμηθειών.
Οι επιπτώσεις για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης είναι σοβαρές. Ενώ η ΕΕ προσπαθεί να επιταχύνει την απανθρακοποίηση και να μειώσει την εξάρτηση της από τα ορυκτά καύσιμα, εξακολουθεί να εισάγει περίπου το 60% της ενέργειάς της. Ο συνδυασμός περιορισμών στην προσφορά και εμπορικών φραγμών κινδυνεύει να σφίξει ακόμη περισσότερο την αγορά, τη στιγμή που η ήπειρος προετοιμάζεται για έναν ακόμη αβέβαιο χειμώνα. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου θα μπορούσαν να αυξηθούν απότομα εάν οι εξαγωγείς περιορίσουν τις αποστολές τους για να αποφύγουν το κόστος και την πολυπλοκότητα της συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Αυτό, με τη σειρά του, θα αντικατοπτριστεί σε αυξήσεις τιμών σε όλη την οικονομία, επιβαρύνοντας περαιτέρω νοικοκυριά και βιομηχανίες που ήδη δοκιμάζονται από τον πληθωρισμό και τη χαμηλή ανάπτυξη.
Η αντιπαράθεση Τραμπ–ΕΕ ενδέχεται σύντομα να μετατραπεί σε ανοικτή σύγκρουση πολιτικής. Πηγές στην Ουάσιγκτον αναφέρουν ότι ο Λευκός Οίκος προετοιμάζει αντίμετρα, πιθανώς με τη μορφή δασμών σε ευρωπαϊκά αυτοκίνητα και βιομηχανικά προϊόντα, προκειμένου να πιέσει τις Βρυξέλλες να αποσύρουν ή να καθυστερήσουν την Οδηγία. Μια τέτοια κίνηση θα κινδύνευε να προκαλέσει εμπορικό πόλεμο μεγάλης κλίμακας, παρόμοιο με εκείνον της πρώτης θητείας Τραμπ, αυτή τη φορά όμως με επίκεντρο το κλίμα αντί τον χάλυβα ή τη γεωργία. Από την πλευρά της, η ΕΕ δείχνει αμετακίνητη, θεωρώντας την Οδηγία αδιαπραγμάτευτο στοιχείο της Πράσινης Συμφωνίας και ηθική της υποχρέωση απέναντι στην παγκόσμια κλιματική διακυβέρνηση.
Καθώς ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο αναζωπύρωσης του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, η σύγκρουση αυτή αναδεικνύει τον κατακερματισμό της παγκόσμιας κλιματικής πολιτικής. Αντί να ενισχύει τη συνεργασία, η μονομερής προσέγγιση της Ευρώπης κινδυνεύει να αποξενώσει τους εταίρους της και να υπονομεύσει τη δική της οικονομική ανθεκτικότητα. Αν και η αρχή του βιώσιμου εμπορίου είναι ορθή, ο χρόνος και το εύρος εφαρμογής της Οδηγίας εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για την αναλογικότητα και την πρακτικότητα της.
Το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό (άνω του 85%) από τα ορυκτά καύσιμα· η εξαναγκαστική συμμόρφωση των προμηθευτών με αυστηρά πρότυπα εκπομπών, χωρίς επαρκείς μηχανισμούς στήριξης, ενδέχεται να αποδειχθεί αντιπαραγωγική.
Διαγράφεται μείζον ρήγμα στις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ
Τους προσεχείς μήνες θα φανεί αν η διπλωματία μπορεί να αποτρέψει την κλιμάκωση. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι η Οδηγία θα δημιουργήσει «ίσους όρους ανταγωνισμού» και θα επιβραβεύσει τους πιο καθαρούς παραγωγούς, ενώ η Ουάσιγκτον επιμένει ότι πρόκειται για προστατευτισμό υπό το μανδύα της οικολογίας. Αν καμία πλευρά δεν υποχωρήσει, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μεγάλο ρήγμα στις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις, τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία πασχίζει να ανακάμψει από τις ενεργειακές κρίσεις και τις γεωπολιτικές αναταράξεις.
Τελικά, η ΕΕ πρέπει να αναρωτηθεί εάν η παγκόσμια κλιματική ηγεσία εξυπηρετείται καλύτερα μέσω επιβολής ή μέσω συνεργασίας. Η επιβολή κλιματικής συμμόρφωσης εκτός συνόρων της ΕΕ, μπορεί να χαρίσει ηθικούς πόντους στις Βρυξέλλες, αλλά κινδυνεύει να απομονώσει την Ευρώπη, να αυξήσει τις τιμές ενέργειας, να οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους σε ενεργειακή φτώχεια και τελικά να υπονομεύσει την ενεργειακή της ασφάλεια. Εκτός εάν βρεθεί μια πιο εφικτή ισορροπία, που να συνδυάζει περιβαλλοντική φιλοδοξία με οικονομικό ρεαλισμό, η Οδηγία Δέουσας Επιμέλειας της ΕΕ ενδέχεται να καταγραφεί όχι ως θρίαμβος της κλιματικής διακυβέρνησης, αλλά ως καταλύτης μιας νέας εποχής εμπορικής αντιπαράθεσης και οικονομικής ύφεσης.