Επενδύσεις ύψους περίπου 95 δισ. € εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν για την ενεργειακή μετάβαση στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα έως το έτος 2030, σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο ετέθη την περασμένη Πέμπτη σε δημόσια διαβούλευση. Σύμφωνα με αυτό, το 69% των κονδυλίων θα απαιτηθούν για την υιοθέτηση αναβαθμίσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς, ύψους 65,3 δισ. €. Για τη διάδοση των τεχνολογιών ΑΠΕ και των εναλλακτικών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, την επέκταση και ενίσχυση

 

των δικτύων καθώς και την ανάπτυξη σταθμών αποθήκευσης οι συνολικές επενδύσεις που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν εκτιμώνται σε 28.8 δισ. €  έως τα τέλη της δεκαετίας.

Ειδικότερα, τα αναγκαία κονδύλια επενδύσεων κατανέμονται ως εξής: Αγροτικός τομέας 0,2%, Τριτογενής τομέας 2,7%, Βιομηχανικός τομέας 1,9%, Οικιακός τομέας 14,4%, Μεταφορές 50,2%, CCUS (δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα) 2,3%, Επενδύσεις σε δίκτυα ηλεκτρισμού 10,6%, Παραγωγή και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας 13%, Aέρια και υγρά εναλλακτικά καύσιμα 0,8%. 

Η επίτευξη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και κυριότερα για την αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης, ψύξης συνολικού ύψους 13,5 δισ. €. Για την υλοποίηση των επενδύσεων κρίνεται  απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά και νοικοκυριά χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου με υψηλές ενεργειακές δαπάνες, για την ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους καθώς και την αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης ψύξης και ζεστού νερού χρήσης. Επιδοτήσεις θα απαιτηθούν σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλους τομείς, όπως οι μικρές επιχειρήσεις και οι καινοτόμες πράσινες επενδύσεις. Στον τριτογενή τομέα, οι συνολικές επενδύσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης που θα πρέπει να υλοποιηθούν εκτιμώνται ίσες με 2,5 δισ. €.

Στον βιομηχανικό τομέα, 1,7 δισ. € συνολικές επενδύσεις αναμένεται να πραγματοποιηθούν σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας. Στις μεταφορές, το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων, ύψους 44 δισ. € θα υλοποιηθεί στον τομέα των οδικών μεταφορών τόσο επιβατικών όσο και εμπορευματικών, εκ των οποίων 12,6 δισ. € θα δαπανηθούν για τις ανάγκες της ηλεκτροκίνησης. Παράλληλα θα επεκταθούν οι υποδομές φόρτισης στις οδικές μεταφορές (με τις συνολικές δαπάνες να εκτιμώνται σε 549 εκατ. €), η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελλιμενισμένα πλοία (cold ironing) και θα επεκταθεί η ηλεκτροκίνηση των τραίνων. Στον τομέα των βαρέων οχημάτων και των πλοίων, θα επιδιωχθεί η διείσδυση του LNG ως μεταβατικού καυσίμου καθώς και του bioLNG.

Ο υπόλοιπος τομέας παραγωγής ενέργειας, περιλαμβανομένων των υποδομών, σύμφωνα με το υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ,  θα χρειαστεί χαμηλότερη δημόσια επενδυτική στήριξή, καθώς οι επενδύσεις ενεργειακής μετάβασης υλοποιούνται σε ανταγωνιστικό κόστος έναντι των ορυκτών καυσίμων όπως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ. H κρατική στήριξη σε αυτούς τους τομείς αναμένεται να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα και να διευκολύνει τη χρηματοδότηση και τη μόχλευση επενδύσεων ιδιαίτερα σε καινοτόμες και λιγότερο ώριμες τεχνολογίες. Λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, θα αναπτυχθούν περαιτέρω συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά) με συνολικού κόστος επενδύσεων 3,6 δισ. € και θα επεκταθούν τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού ώστε να καταστεί δυνατή η σύνδεση των νέων ΑΠΕ.

Η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρισμού ώστε να καθίσταται δυνατή η απόκριση ζήτησης επίσης αναμένεται να ολοκληρωθεί την περίοδο 2025-2030. To συνολικό κόστος επενδύσεων σε δίκτυα ηλεκτρισμού εκτιμάται ίσο με 9,9 δισ. €.

Για τον τομέα των εναλλακτικών και κλιματικά ουδέτερων υγρών και αέριων καυσίμων για την περίοδο 2025-2030 αναμένονται συνολικές επενδύσεις ύψους 760 εκατ. € και θα περιλαμβάνουν τη παραγωγή βιομεθανίου, την πρώτη παραγωγή προηγμένων υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα των μεταφορών καθώς και την εγκατάσταση των πρώτων εμπορικών μονάδων παραγωγής πράσινου υδρογόνου, κυρίως για παραγωγή ανανεώσιμων συνθετικών καυσίμων στα διυλιστήρια.

Στη βιομηχανία, στους τομείς που δεν έχουν εναλλακτική λύση (τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια) θα προχωρήσουν τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης CO2 με το συνολικό κόστος επενδύσεων να ανέρχεται σε 1 δισ. €. μέχρι το έτος 2030. Οι επενδύσεις για αποθήκευση CO2, εκτιμώνται σε 1,2 δισ. € και προβλέπονται να υλοποιούνται στα υποθαλάσσια εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου του Πρίνου ή σε άλλους γεωλογικούς σχηματισμούς γειτονικών χωρών. 

Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της πράσινης μετάβασης

Η επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ, σύμφωνα με τους συντάκτες του, αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα σε όρους δημοσιονομικούς. Η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, κυρίως πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών, τα οποία λόγω της υψηλής φορολόγησης τους αποδίδουν σημαντικά φορολογικά έσοδα στο ελληνικό κράτος, θα μειωθεί, σε όφελος των πιο φιλικά προς το περιβάλλον ενεργειακών προϊόντων, τα οποία δεν θα φορολογούνται ώστε να προωθηθούν στην αγορά. Η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.

Ταυτόχρονα, η επίτευξη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και σε αγορά διαρκών αγαθών (συσκευών και αυτοκινήτων προηγμένης τεχνολογίας). Η μειωμένη ρευστότητα και η ελλιπής πρόσβαση σε δανεισμό των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου αποθαρρύνουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή απόδοση. Γι΄αυτό θεωρείται απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση και την αντικατάσταση συσκευών, όπως ήδη εφαρμόζεται. Επιδοτήσεις θα απαιτηθούν σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλους τομείς, όπως οι μικρές επιχειρήσεις και οι καινοτόμες πράσινες επενδύσεις. Ο λοιπός ενεργειακός τομέας, παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, περιλαμβανομένων των υποδομών, δεν θα χρειασθεί επιδοτήσεις από το κράτος, γιατί υπό προϋποθέσεις, η ενεργειακή μετάβαση είναι αυτο-χρηματοδοτούμενη σε αυτούς τους τομείς, όπως οι ΑΠΕ, τα δίκτυα κ.λπ. Οι προϋποθέσεις για τους τομείς αυτούς είναι η κρατική πολιτική να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα και να διευκολύνει τη χρηματοδότηση και τη μόχλευση επενδύσεων και καινοτομιών.

Συμπερασματικά, για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ, ώστε να ευθυγραμμιστεί η ελληνική οικονομία με μια τροχιά ουδετερότητας άνθρακα αλλά και μεγαλύτερης ανθεκτικότητας, αναδεικνύονται τα ακόλουθα:

  • Ενδελεχής αξιοποίηση του ισχύοντος Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 και πρόσθετων πηγών χρηματοδότησης σε επίπεδο ΕΕ για να κατευθύνει τον επόμενο κύκλο χρηματοδότησης προς την απανθρακοποίηση της οικονομίας και κοινωνίας σε ενεργειακή μετάβαση, αποφεύγοντας τη χρηματοδότηση επενδύσεων που δεν συνάδουν με αυτόν τον στόχο.

  • Ευθυγράμμιση των εθνικών δημόσιων πόρων με τους στόχους που ορίζονται στο ΕΣΕΚ, ενσωματώνοντας κριτήρια που σχετίζονται με τους στόχους αυτού του σχεδίου στις  διάφορες γραμμές χρηματοδότησης.

  • Προσανατολισμός των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων προς την ελληνική οικονομία του μέλλοντος, σε ευθυγράμμιση με τους στόχους της απανθρακοποίησης και της ενεργειακής μετάβασης.

  • Ευθυγράμμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τους στόχους της απανθρακοποίησης, σύμφωνα με τις οδηγίες σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο για την ενσωμάτωση της βιώσιμης χρηματοδότησης στη δραστηριότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

  • Προσαρμογή της φορολογικής πολιτικής για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ενεργειακής μετάβασης και της απανθρακοποίησης, στο προσεχές διάστημα.