Ο IEA σημειώνει ότι η ζήτηση πετρελαίου αυξήθηκε κατά 750 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα (kb/d) σε ετήσια βάση το τρίτο τρίμηνο του 2025 φθάνοντας τα 103,8 mb/d με προοπτική να αυξηθεί στα 104,5 το 2026. Παράλληλα αυξήθηκε και η παγκόσμια προσφορά (global oil supply) κατά 1,0 mb/d φτάνοντας στα επίπεδα ρεκόρ των 108 mb/d κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να προέρχεται από τους παραγωγούς της Μέσης Ανατολής, ενώ οι παραγωγοί εκτός OPEC (δηλ. ΗΠΑ, Καναδάς, Βραζιλία, Γουιάνα) πρόσθεσαν και αυτοί ικανές ποσότητες.
Ωστόσο, αυτή η σταθερή αύξηση της ζήτησης και προσφοράς κρύβει ένα διαφαινόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα. Ο κόσμος καταναλώνει περισσότερο πετρέλαιο από αυτό που ανακαλύπτει και οι επενδύσεις στην έρευνα έχουν μειωθεί σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα. Ανώτερα στελέχη του ενεργειακού τομέα έχουν αρχίσει να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ο Αμίν Νάσερ, Διευθύνων Σύμβουλος της Saudi Aramco, δήλωσε πρόσφατα στους Financial Times: «Είχαμε μια δεκαετία όπου δεν πραγματοποιούνταν έρευνες. Αυτό θα έχει αντίκτυπο. Αν δεν έχει, θα υπάρξει κρίση εφοδιασμού».
Η προειδοποίηση του Νάσερ αντικατοπτρίζει μια βαθιά ανησυχία που συμμερίζονται πολλοί παρατηρητές του κλάδου. Η εξαιρετική άνθηση του σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ, η οποία είχε μεταμορφώσει τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου για περισσότερο από μια δεκαετία, τώρα σταθεροποιείται. Με το 80% έως 90% της αύξησης της παραγωγής πετρελαίου από το 2010 να προέρχεται από σχιστολιθικά κοιτάσματα, η πιθανότητα επανάληψης αυτής της αύξησης είναι μικρή. Η μείωση της παραγωγικότητας, η ωρίμανση των αποθεμάτων και η αυστηρότερη οικονομική πειθαρχία έχουν περιορίσει την παραγωγή των ΗΠΑ. Καθώς η ανάπτυξη του σχιστολιθικού πετρελαίου επιβραδύνεται, τίθεται το ερώτημα: Από πού θα προέλθουν οι νέες ποσότητες πετρελαίου;
Μετά την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου το 2014, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες του πλανήτη έχουν περιορίσει δραστικά τις δαπάνες για την έρευνα. Η μετατόπιση οφείλεται εν μέρει στην πίεση των επενδυτών για βελτίωση των βραχυπρόθεσμων αποδόσεων μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, και εν μέρει στην πεποίθηση, η οποία προωθείται έντονα από περιβαλλοντικά λόμπι και διεθνείς οργανισμούς, ότι η ενεργειακή μετάβαση θα καθιστούσε γρήγορα παρωχημένες τις νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, με τα νέα κοιτάσματα να καθίστανται «εγκλωβισμένα περιουσιακά στοιχεία» (“stranded assets”). Το αποτέλεσμα είναι μια χρόνια υποεπένδυση σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σύμφωνα με τον IEA, που εδρεύει στο Παρίσι, οι παγκόσμιες επενδύσεις στην έρευνα και παραγωγή (E&P) προβλέπεται να μειωθούν κατά 6% το 2025, στα 420 δισεκατομμύρια δολάρια, την πρώτη ετήσια μείωση μετά την ύφεση του 2020,και την περίοδο της πανδημίας του COVID-19.
Αντί να δεσμεύουν κεφάλαια σε μεγάλα, σύνθετα και επικίνδυνα έργα αιχμής, πολλές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν επικεντρωθεί στο «εύκολο πετρέλαιο»: χαμηλότερου κόστους, βραχέος κύκλου δραστηριότητες που μπορούν να αποφέρουν γρήγορα αποδόσεις. Ενώ αυτή η στρατηγική έχει ικανοποιήσει τους μετόχους, έχει αφήσει τη βιομηχανία απροετοίμαστη μακροπρόθεσμα. Η Rystad Energy εκτιμά ότι εάν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου θα μπορούσε να υπολείπεται της ζήτησης έως και κατά 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως το 2040, ένα χάσμα αρκετά μεγάλο ώστε να προκαλέσει αστάθεια τιμών και να απειλήσει την ενεργειακή ασφάλεια παγκοσμίως.
Αυτό το πρόβλημα υποεπένδυσης επιδεινώνεται από την ίδια τη γεωλογία. Τα περισσότερα από τα «γιγαντιαία» πετρελαϊκά πεδία του κόσμου, αυτά με περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο βαρέλια ανακτήσιμων αποθεμάτων, γηράσκουν. Οι ρυθμοί μείωσης επιταχύνονται και ο λόγος αντικατάστασης για νέες ανακαλύψεις συρρικνώνεται. Σύμφωνα με την Occidental Petroleum, μόνο περίπου το ένα τέταρτο της παγκόσμιας ετήσιας κατανάλωσης πετρελαίου αντικαθίσταται από νέες ανακαλύψεις. Με άλλα λόγια, ο κόσμος καταναλώνει το πετρέλαιό του πιο γρήγορα από ό,τι το ανακαλύπτει.
Εν τω μεταξύ, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έχουν μειωθεί καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις για υπερπροσφορά. Με την τιμή του αργού πετρελαίου τύπου Brent ( που είναι το διεθνές benchmark) να αναμένεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στα 60 δολάρια ανά βαρέλι το επόμενο έτος και τον OPEC+ να διατηρεί σχετικά υψηλή παραγωγή, το κίνητρο για επενδύσεις σε μακροπρόθεσμες έρευνες εξασθενεί περαιτέρω. Αλλά αυτή η βραχυπρόθεσμη άνεση θα μπορούσε απλώς να καλύπτει έναν σοβαρό μακροπρόθεσμο κίνδυνο. Εάν οι δαπάνες για έρευνα δεν αυξηθούν σύντομα, η επόμενη πετρελαϊκή κρίση μπορεί να φτάσει πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Καθώς η αναζήτηση για μεγάλα, ανεκμετάλλευτα ακόμη, κοιτάσματα πετρελαίου εντείνεται, η προσοχή στρέφεται για άλλη μια φορά σε σχετικά παρθένες περιοχές που δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς, συμπεριλαμβανομένης της ΝΑ Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά από χρόνια αδράνειας, οι έρευνες στην περιοχή ανακτούν τη δυναμική τους. Οι μεγάλοι πετρελαϊκοί κολοσσοί όπως η ExxonMobil, η Chevron, η TotalEnergies και η Eni, δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα και την Κύπρο, όπου σημαντικές ανακαλύψεις φυσικού αερίου και, ενδεχομένως, και πετρελαίου έχουν ανανεώσει την αισιοδοξία. Πρόσφατες επιτυχείς έρευνες στο ισραηλινό κοίτασμα Λεβιάθαν, στο αιγυπτιακό Ζορ, στο Κυπριακό Κρόνος και στο ρουμανικό έργο Neptun Deep στη Μαύρη Θάλασσα δείχνουν ότι η περιοχή είναι, από γεωλογική άποψη, πολλά υποσχόμενη.
Η Τουρκία, επίσης, έχει κάνει αξιοσημείωτες ανακαλύψεις υπεράκτιων κοιτασμάτων στη Μαύρη Θάλασσα, ιδίως στο Sakarya, και τώρα προωθεί σχέδια για την προώθηση της εγχώριας παραγωγής της. Εν τω μεταξύ, στην Αδριατική, χώρες όπως η Κροατία και το Μαυροβούνιο επανεξετάζουν τα πλαίσια ερευνών υπεράκτιων κοιτασμάτων για να προσελκύσουν νέες επενδύσεις. Αθροιστικά, αυτές οι εξελίξεις υποδηλώνουν ότι η ΝΑ Ευρώπη και οι γειτονικές της λεκάνες θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο ισοζύγιο πετρελαίου τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Για την Ευρώπη, η οποία συνεχίζει να αντιμετωπίζει υψηλό ενεργειακό κόστος και μείωση της εγχώριας παραγωγής της, η προοπτική νέων ανακαλύψεων πετρελαίου και φυσικού αερίου στον γεωγραφικό της περίγυρο έχει μεγάλη στρατηγική σημασία. Το δυναμικό υδρογονανθράκων της περιοχής θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιστάθμιση της μειωμένης παραγωγής από τη Βόρεια Θάλασσα, στη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική και στην περιφερειακή ενεργειακή ασφάλεια. Ενώ οι πολιτικές της Ευρώπης συνεχίζουν να επικεντρώνονται στον στόχο της απανθρακοποίησης, η πραγματικότητα είναι ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν απαραίτητα για τις επόμενες δεκαετίες, ιδίως σε τομείς όπως οι μεταφορές, τα κτίρια,τα πετροχημικά και η βιομηχανία.
Από την οπτική γωνία της ΝΑ Ευρώπης, η ανανεωμένη ερευνητική δραστηριότητα θα μπορούσε να αποφέρει πολλαπλά οφέλη. Πέρα από τα προφανή οικονομικά και δημοσιονομικά κέρδη από την παραγωγή, οι νέες ανακαλύψεις θα μπορούσαν να προσελκύσουν επενδύσεις σε υποδομές, να τονώσουν τις τοπικές βιομηχανίες και να ενισχύσουν τη θέση της περιοχής στο ευρύτερο ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούσαν να αναδειχθούν ως βασικοί κόμβοι στο πλαίσιο ενός Μεσογειακού ενεργειακού διαδρόμου, συνδέοντας την Ευρώπη με τους πόρους της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Τελικά, η αυξανόμενη ζήτηση πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά την πίεση για στροφή προς την καθαρή ενέργεια, αναδεικνύει μια δομική αλήθεια: η ενεργειακή μετάβαση θα διαρκέσει χρονικά πολύ περισσότερο και θα απαιτήσει μεγαλύτερη ισορροπία από ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί. Οι ΑΠΕ θα συνεχίσουν να επεκτείνονται, αλλά χωρίς επαρκείς επενδύσεις σε υδρογονάνθρακες, οι κίνδυνοι για την ενεργειακή ασφάλεια θα ενταθούν. Η πρόκληση τόσο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής όσο και για τους επενδυτές είναι να επιτύχουν μια ρεαλιστική ισορροπία μεταξύ των κλιματικών φιλοδοξιών και της πραγματικότητας της παγκόσμιας ζήτησης.
Για τη ΝΑ Ευρώπη, αυτό το εξελισσόμενο περιβάλλον παρουσιάζει τόσο μια ευκαιρία όσο και μια ευθύνη. Η περιοχή μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ρόλο στη διασφάλιση της διαθεσιμότητας νέας παραγωγής πετρελαίου, συμβάλλοντας στην ενεργειακή σταθερότητα της Ευρώπης και στην ισορροπία της παγκόσμιας αγοράς. Το επόμενο κεφάλαιο στην έρευνα πετρελαίου μπορεί κάλλιστα να ξεκινήσει πιο κοντά στην χώρα μας.