επαναφέρουν το γνώριμο ερώτημα: θα μπορέσουν άραγε οι κυρώσεις αυτή τη φορά να αλλάξουν πραγματικά τις ισορροπίες;
Η απάντηση της Ρωσίας στις Δυτικές κυρώσεις ήταν μία στροφή προς την Ασία. Η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία απορροφούν πλέον περίπου το 80% των ρωσικών εξαγωγών υδρογονανθράκων, αντικαθιστώντας τις χαμένες ευρωπαϊκές αγορές και διατηρώντας τη ροή συναλλάγματος. Τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να συνεισφέρουν περίπου το ένα τέταρτο του ρωσικού προϋπολογισμού, επιτρέποντας στη Μόσχα να χρηματοδοτεί δαπάνες και να διατηρεί την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα, παρά το δυτικό εμπάργκο. Αντί να καταρρεύσει, η ρωσική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, κατά περίπου 3% ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις ανεξάρτητων φορέων.
Κρίσιμο στοιχείο αυτής της ανθεκτικότητας είναι η δημιουργία ενός «σκιώδους στόλου» περίπου 700 δεξαμενόπλοιων, τα οποία λειτουργούν μέσω αδιαφανών μεσαζόντων, αλλαγών σημαίας και μεταφορτώσεων από πλοίο σε πλοίο. Ο στόλος αυτός επιτρέπει στη Ρωσία να παρακάμπτει περιορισμούς ασφάλισης και ναυσιπλοΐας και να παραδίδει πετρέλαιο παγκοσμίως με διαφορετικές ονομασίες. Με αυτές τις τακτικές, η Μόσχα έχει μετατρέψει τις κυρώσεις σε προβλήματα logistics και όχι σε υπαρξιακή απειλή.

Αντιλαμβανόμενη αυτές τις «τρύπες», η Ουάσιγκτον προχώρησε στην επιβολή δευτερογενών κυρώσεων σε διυλιστήρια και εμπόρους που αγοράζουν ρωσικό αργό. Η Ινδία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: μετά την επιβολή αυξημένων δασμών τον Αύγουστο, οι εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ —ύψους περίπου 86 δισ. δολαρίων ετησίως— αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρά εμπόδια. Ωστόσο, τόσο το Νέο Δελχί όσο και το Πεκίνο συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, καθώς παραμένει σημαντικά φθηνότερο από το μεσανατολικό, ενώ η ενεργειακή τους ζήτηση αυξάνεται.
Στις 22 Οκτωβρίου, ο Πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε ένα νέο πακέτο κυρώσεων, αυτή τη φορά εναντίον των Rosneft και Lukoil, των μεγαλύτερων ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών, καθώς και των θυγατρικών τους. Από τις 21 Νοεμβρίου, οι εταιρείες αυτές θα απαγορεύεται να πραγματοποιούν συναλλαγές σε δολάρια ΗΠΑ. Οι αναλυτές θεωρούν το μέτρο αυτό ως εν δυνάμει «game-changer», παρόμοιο με τις αυστηρές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί κάποτε στο Ιράν. Ο αποκλεισμός των συναλλαγών σε δολάρια θα περιπλέξει τις πληρωμές, την ασφάλιση και τη μεταφορά εκατομμυρίων βαρελιών ρωσικού αργού καθημερινά.
Δεν είναι τυχαίο ότι μία ημέρα νωρίτερα ακυρώθηκε η προγραμματισμένη συνάντηση Τραμπ–Πούτιν, όπως επιβεβαίωσε ο Λευκός Οίκος, γεγονός που ενέτεινε τους φόβους για μια νέα ταραγμένη περίοδο στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις.
Ωστόσο, η αντίδραση των αγορών υπήρξε συγκρατημένη. Τα συμβόλαια Brent αυξήθηκαν μόλις κατά 8%, στα 66 δολάρια το βαρέλι —πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα αναμενόταν αν οι αγορές πίστευαν πως οι ρωσικές προμήθειες, περίπου το 5% της παγκόσμιας παραγωγής, κινδύνευαν πραγματικά. Η ήπια αντίδραση δείχνει σκεπτικισμό: πολλοί αμφιβάλλουν αν οι ΗΠΑ θα εφαρμόσουν πλήρως τις κυρώσεις ή αν οι αγοραστές θα συμμορφωθούν.
Το πλαίσιο σήμερα διαφέρει σημαντικά από τις αρχές του 2022, όταν οι αγορές ήταν σφιχτές και τα αποθέματα χαμηλά. Η παγκόσμια προσφορά είναι τώρα άφθονη, με την παραγωγή των ΗΠΑ σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και επαρκή εφεδρική ικανότητα στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ είναι πλέον πολύ καλύτερα θωρακισμένες απέναντι στις αυξήσεις τιμών, χάρη στην παραγωγή άφθονου σχιστολιθικού πετρελαίου. Η Ευρώπη, εντούτοις, παραμένει ευάλωτη, ιδίως όσον αφορά στο ντίζελ, όπου η Ρωσία εξακολουθεί να είναι σημαντικός παγκόσμιος εξαγωγέας.
Το αν αυτή η τελευταία προσπάθεια των ΗΠΑ να ελέγξει τις εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας θα αποδώσει εξαρτάται από τον τρόπο επιβολής και τον συντονισμό. Για να είναι αποτελεσματικές οι κυρώσεις, πρέπει να συνοδεύονται από ουσιαστική εποπτεία στους τραπεζικούς, ναυτιλιακούς και ασφαλιστικούς μηχανισμούς, καθώς και από συνεργασία με συμμάχους και εταίρους. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο. Πολλές ασιατικές και μεσανατολικές εταιρείες έχουν ισχυρά κίνητρα να συνεχίσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου με έκπτωση, χρησιμοποιώντας γουάν ή ντιράμ, κρατικούς ασφαλιστές και μη δυτικά πλοία. Κάθε τέτοια συναλλαγή αποδυναμώνει τη δυτική πίεση και αναδεικνύει τα όρια των μονομερών κυρώσεων σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ακούσιων συνεπειών. Μια αυστηρή ασφυξία στις ρωσικές εξαγωγές θα μπορούσε να προκαλέσει νέα μεταβλητότητα στις τιμές, πληθωρισμό και ενεργειακή ανασφάλεια, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες οικονομίες. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο δίλημμα: πολύ εκτεταμένα μέτρα μπορεί να πλήξουν συμμάχους και καταναλωτές εξίσου με τον στόχο, ενώ υπερβολικά περιορισμένα μέτρα παρακάμπτονται εύκολα.
Ταυτόχρονα, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου παραμένει ισχυρή, περίπου στα 104 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Ο ΙΕΑ και ο OPEC προβλέπουν περαιτέρω αύξηση έως το 2026, με ώθηση λόγω της ανάκαμψης των αερομεταφορών και τη βιομηχανική δραστηριότητα. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, η διαθέσιμη εφεδρική ικανότητα θα περιοριστεί, ενισχύοντας τον αντίκτυπο κάθε διαταραχής. Αντίθετα, μια επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας θα μετρίαζε τις επιπτώσεις στις τιμές. Η αλληλεπίδραση κυρώσεων, προσφοράς και ζήτησης θα καθορίσει τελικά την έκβαση.
Για τη Δύση, η στρατηγική πρόκληση είναι η δημιουργία μιας αξιόπιστης συμμαχίας επί του πεδίου. Θα χρειαστούν συνδυαστικά «καρότο και μαστίγιο»: παροχή εναλλακτικών μορφών ενέργειας (π.χ. LNG, βιοκαύσιμα, κλπ) και εμπορικών κινήτρων στους μεγάλους αγοραστές, αλλά και κυρώσεις στους επίμονους παραβάτες. Η βελτιωμένη παρακολούθηση πλοίων, αυστηρότεροι κανόνες νηολόγησης και συντονισμένη ανταλλαγή πληροφοριών θα μπορούσαν να περιορίσουν περαιτέρω τη δράση του σκιώδους Ρωσικού στόλου. Χωρίς όμως συλλογική αποφασιστικότητα, ακόμη και τα πιο αυστηρά μέτρα κινδυνεύουν να μετατραπούν σε συμβολικές κινήσεις.
Το Κρεμλίνο, από την πλευρά του, φαίνεται βέβαιο ότι μπορεί να αντέξει τη δυτική πίεση. Το πετρέλαιο συνεχίζει να ρέει, τα έσοδα παραμένουν υψηλά και νέοι εμπορικοί οδοί ανοίγουν. Οι κυρώσεις αύξησαν το κόστος, αλλά δεν άλλαξαν τις βασικές ισορροπίες. Για την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, η επιτυχία θα εξαρτηθεί όχι από τη «σκληρότητα» των νέων νόμων, αλλά από την ικανότητά τους να διατηρήσουν μακροπρόθεσμη επιβολή και στενό συντονισμό σε μια κατακερματισμένη παγκόσμια αγορά.
Αν αυτό δεν συμβεί, το αποτέλεσμα μπορεί να αναπαράγει την εικόνα των τελευταίων τριών ετών: εντυπωσιακές ανακοινώσεις με περιορισμένο ουσιαστικό αντίκτυπο. Η ρωσική ενεργειακή μηχανή αποδεικνύεται προσαρμοστική και οι εταίροι της ρεαλιστές. Για να διακοπεί πραγματικά η ροή των εσόδων από το πετρέλαιο που χρηματοδοτούν τον πόλεμο, η Δύση θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από κυρώσεις. Θα χρειαστεί υπομονή, επιμονή και μια παγκόσμια συντονισμένη προσπάθεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να ενισχύσουν την επιτήρηση των θαλάσσιων οδών και να είναι προετοιμασμένοι, εάν χρειαστεί, ακόμη και για επιθετικές επιχειρήσεις με την κατάληψη και έλεγχο δεξαμενοπλοίων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο. Θα είναι όμως διατεθειμένοι να πράξουν κάτι τέτοιο;