Η διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, γνωστή ως COP 28, που πραγματοποιήθηκε στο Ντουμπάι τον περασμένο Δεκέμβριο, κατέληξε σε μια ιστορική, όπως χαρακτηρίστηκε, απόφαση αναφορικά με την χρήση των ορυκτών καύσιμων στην παραγωγή ενέργειας προκειμένου να περιοριστούν οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Η εν λόγω απόφαση κάνει λόγο για, «την μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στα ενεργειακά συστήματα, με τρόπο δίκαιο, συντεταγμένο και ισότιμο

επιταχύνοντας την δράση σε αυτή την κρίσιμη δεκαετία ώστε να επιτευχθεί η ουδετερότητα άνθρακα το 2050 σύμφωνα με τις επιστημονικές συστάσεις».

Όμως, όπως παρατηρούν εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανισμών, που δεν κρύβουν την ενόχληση τους, «η μάχη για την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων χάθηκε καθώς ο αρχικός στόχος για την σταδιακή κατάργηση τους (phase out) υποβιβάστηκε στην σταδιακή μείωση τους (phase down) και στην μετάβαση μακριά από τα ορυκτά καύσιμα (transitioning away)».

Πράγματι, το κοινό ανακοινωθέν της Διάσκεψης σταμάτησε ένα βήμα πριν θέσει δεσμευτικούς στόχους για τον περιορισμό της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Αυτό που μέτρησε στην εν λόγω απόφαση ήτο η συνειδητοποίηση ότι χωρίς την χρήση ορυκτών καυσίμων, που σήμερα καλύπτουν το 82 % της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, δεν μπορεί να υπάρξει ενεργειακή μετάβαση. Με τις ΑΠΕ και τα πυρηνικά να καλύπτουν το 18% και την ηλιακή και αιολική ενέργεια να συνεισφέρουν μόλις το 2%, παρά τη θηριώδη χρηματοδότηση $10 τρισεκ. την τελευταία δεκαετία.

Το ότι οι ΑΠΕ δεν είναι έτοιμες να επωμιστούν το βαρύ θερμικό φορτίο του ενεργειακού ισοζυγίου φάνηκε ξεκάθαρα στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση της Ευρώπης (2021-2023) όταν επιχειρήθηκε να αντικατασταθούν οι φθηνές εισαγωγές αερίου από την Ρωσία με το πολύ ακριβότερο, εισαγόμενο και αυτό, LNG. Το κόστος εκτοξεύθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα όπως και ο πληθωρισμός, και χρειάστηκαν μαζικές κρατικές επιδοτήσεις € 800 δισεκ. για να αποφευχθεί η κοινωνική αναταραχή.

Η αδυναμία των ΑΠΕ να καλύψουν τον μεγάλο όγκο της ενεργειακής ζήτησης – καλύπτουν μόνο το 23% των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ - δεν έχει να κάνει τόσο με την τεχνολογία τους, που έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά την τελευταία 10ετια, όσο με το γεγονός ότι η περαιτέρω διείσδυση τους προϋποθέτει τον πλήρη εξηλεκτρισμό του ενεργειακού συστήματος, πράγμα μάλλον ανέφικτο για πολλές ακόμα δεκαετίες. Οι σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η απανθρακοποίηση είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις μεταφορές όπου επιδιώκεται η αντικατάσταση του πετρελαίου κίνησης με την ηλεκτροκίνηση. Έχει υπολογιστεί ότι τα 400 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα που προβλέπεται ότι θα κυκλοφορούν το 2040 θα αντικαταστήσουν λιγότερο από το 5% της παγκόσμιας πετρελαϊκής κατανάλωσης. Άρα, το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να καλύπτει μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών.

Βάσει στοιχείων του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, του ΙΕΑ (Απρίλιος 2024), η παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση τρέχει με ρυθμό 103,166 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του το 2028 αυτή θα έχει φθάσει τα 106 εκατ. βαρ. /ημέρα. Οπότε ο εν λόγω οργανισμός προβλέπει κορύφωση της πετρελαϊκής παραγωγής (peak oil) Μόνο που προηγούμενες προγνώσεις του ΙΕΑ, το 2020, για κορύφωση της ζήτησης απέτυχαν παταγωδώς ενώ ο OPEC προβλέπει το μέγιστο της παγκόσμιας παραγωγής το 2045 στα 116 εκατ. βαρ. /ημέρα. Με την ζήτηση να αυξάνεται κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες λόγω ισχυρών δημογραφικών και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου. Σε κάθε περίπτωση το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια να είναι μαζί μας ως κύριο καύσιμο του ενεργειακού μείγματος αποτελώντας παράλληλα την βάση για εκατοντάδες προϊόντα της χημικής και φαρμακευτικής βιομηχανίας.

Το άλλο βασικό καύσιμο είναι το φυσικό αέριο το οποίο τα τελευταία 50 χρόνια έχει αντικαταστήσει το πετρέλαιο και τον άνθρακα σε πολλές εφαρμογές και θεωρείται περιβαλλοντικά αποδεκτό αφού έχει 50% λιγότερες εκπομπές σε σύγκριση με τον άνθρακα. Θα διεισδύσει δε ακόμα περισσότερο στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα καθώς η μεταφορά του διευκολύνεται από την ταχεία επέκταση του δια θαλάσσης μεταφερόμενου LNG το οποίο προσφέρει τεράστια ευελιξία. Η εταιρεία Shell προβλέπει την παγκόσμια κατανάλωση αερίου στα 4.500 bcm το 2040, σε σχέση με τα 4.000 bcm σήμερα, με το LNG να ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης. Εξ’ άλλου η υπογραφή από εταιρείες μακροχρόνιων συμβολαίων προμήθειας LNG (διάρκειας 15 και 25 ετών) πιστοποιεί αυτή την τάση.

Σε ότι αφορά δε την Ευρώπη το φυσικό αέριο επιβεβαίωσε την θέση του ως το «μεταβατικό καύσιμο» μετά την επίσημη αποδοχή του, στο EU Taxonomy τον Ιούλιο 2022, όπου μαζί με την πυρηνική ενέργεια συμπεριλήφθηκε στα καύσιμα που επιτρέπεται η υπό όρους χρηματοδότηση επενδύσεων, αφού διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση η αντικατάσταση του από πράσινη ενέργεια. Σήμερα, η ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης εξαρτάται κατά 60% από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Η αποδοχή της σκληρής πραγματικότητας σε ότι αφορά τη δομή του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος και της λειτουργίας των ενεργειακών αγορών, βάσει της οποίας η μετάβαση σε καθαρά καύσιμα δεν μπορεί να επιτευχθεί άμεσα (δηλαδή μέσα σε 10 με 15 χρόνια) αλλά θα απαιτήσει ικανό χρονικό διάστημα, με την υποχρεωτική συνύπαρξη της πράσινης ενέργειας με τα ορυκτά καύσιμα, επανακαθορίζει πολιτικές και στόχους. Κυβερνήσεις και οργανισμοί σπεύδουν να επανατοποθετηθούν στο θέμα των ερευνών και παραγωγής υδρογονανθράκων με παράλληλη έμφαση την μείωση εκπομπών μεθανίου και την οριζόντια επιβολή μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βρετανία η κυβέρνηση της οποίας, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, έχει εγκρίνει περισσότερες από 100 νέες παραχωρήσεις στην Βόρειο Θάλασσα, ενώ με πρόσφατη απόφαση της, προωθεί την ηλεκτροπαραγωγή από το φ. αέριο και την πυρηνική ενέργεια για λόγους ενεργειακής ασφάλειας.

Παράλληλα μεγάλοι παραγωγοί υδρογονανθράκων εκτός OPEC, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Νορβηγία, η Βραζιλία, κα αναβαθμίζουν την ερευνητική τους προσπάθεια αποβλέποντας σε αύξηση της παραγωγής τους. Η εγκατάλειψη των στόχων για σταδιακή μείωση της παραγωγής πετρελαίου και φ. αερίου από μεγάλες πετρελαϊκές όπως η BP, Shell και Total μαζί με το πρόσφατο κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων στον πετρελαϊκό τομέα των ΗΠΑ, και την αποχώρηση τραπεζών και επενδυτικών funds από συμμαχίες όπως η «Climate Action+» έρχεται να επιβεβαιώσει την στροφή προς τον ρεαλισμό.

Η μονομέρεια της πράσινης ανάπτυξης και η προσήλωση σε ανέφικτους στόχους εγκαταλείπεται τάχιστα και την θέση της παίρνει μια πλέον ορθολογιστική προσέγγιση με προτεραιότητα στις υποδομές, όπως λ. χ. τα δίκτυα ηλεκτρισμού και φ. αερίου/υδρογόνου, και την σταδιακή ένταξη των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα μέσω των μηχανισμών της αγοράς με μηδενικές επιδοτήσεις.

*πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ", 07 Μαΐου 2024