επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Συλλογικά και συνολικά μιλώντας, δεν μειώνουμε τις εκπομπές ρύπων αρκετά γρήγορα και υστερούμε σε απαιτούμενες επενδύσεις, χρηματοδότηση και τεχνολογία
Το να μην υπερβεί η υπερθέρμανση του πλανήτη τους 1,5-2 βαθμούς Κελσίου και το να επιτευχθεί μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα μέχρι το 2050, απαιτεί μείωση του CO2 και των άλλων αερίων του θερμοκηπίου κατά 25%-50% έως το 2030
σε σύγκριση με το 2019. Ομως, όπως δείχνει η νέα μας ανάλυση, οι τρέχουσες παγκόσμιες δεσμεύσεις θα μειώσουν τις εκπομπές μόλις 11% έως το 2030. Οι δε υφιστάμενες πολιτικές υπολείπονται ακόμη και από αυτόν τον ισχνό στόχο. Ετσι, οι ετήσιες παγκόσμιες εκπομπές αναμένεται να αυξάνονται 4% έως το 2030 και να φθάσουν σωρευτικά σε επίπεδα τέτοια, ώστε να παραβιαστεί ο στόχος του 1,5 βαθμού Κελσίου έως το 2035.
Για να ορθοδρομήσουμε χρειάζονται πιο φιλόδοξα σχέδια. Μια δίκαιη προσέγγιση είναι οι χώρες να στοχεύουν σε περικοπές ρύπων ανάλογες με το κατά κεφαλήν εισόδημα. Επί παραδείγματι, για να διατηρηθούν εντός των 2 βαθμών Κελσίου οι χώρες υψηλού, ανώτερου μεσαίου, χαμηλότερου μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος θα χρειαστούν περιστολή των εκπομπών κατά 39%, 30%, 8% και 8% αντιστοίχως έως το 2030.
Επίσης, απαιτούνται και σοβαρές τροποποιήσεις στις πολιτικές για να εστιάσουν σε μια δυναμική τιμή διοξειδίου του άνθρακα, η οποία θα αυξάνεται κατά παγκόσμιο μέσον όρο τουλάχιστον 85 δολάρια ανά τόνο έως το 2030. Ετσι θα παρέχονταν ευρέα κίνητρα για μείωση της ενέργειας εντάσεως γαιάνθρακα, στροφή σε καθαρότερες πηγές και επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες, αλλά και θα προέκυπταν υπεραρκετά κρατικά έσοδα για τη στήριξη ευάλωτων ομάδων.
Περίπου το 20% εξ αυτών μπορεί να αποζημιώσει περισσότερο από το φτωχότερο 30% των νοικοκυριών. Αυτό έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις επιζήμιες επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, οι οποίες έχουν αυξηθεί σε επίπεδα ρεκόρ 1,3 τρισ. δολαρίων ετησίως, μόνο σε ρητό δημοσιονομικό κόστος.
Σε παγκόσμιο επίπεδο απαιτείται συνεργασία για να μετριαστούν οι φόβοι ότι η τιμολόγηση του άνθρακα θα έβλαπτε την εθνική ανταγωνιστικότητα. Επ’ αυτού μια συμφωνία μεταξύ των χωρών με υψηλά επίπεδα εκπομπών θα μπορούσε να ωθήσει κι άλλους να ακολουθήσουν – όπως μια προοδευτική συμφωνία μεταξύ της Κίνας, της Ε.Ε., της Ινδίας και των ΗΠΑ.
Αυτό θα κάλυπτε πάνω από το 60% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και θα μετέδιδε ισχυρό μήνυμα στον υπόλοιπο κόσμο. Η πορεία προς τους μηδενικούς ρύπους έως το 2050 απαιτεί οι επενδύσεις χαμηλών εκπομπών να αυξηθούν από 900 δισ. δολάρια το 2020 σε 5 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2030. Από αυτό το ποσό, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται 2 τρισ. δολάρια ετησίως, μια πενταπλάσια αύξηση από το 2020.
Οι προηγμένες οικονομίες πληρούν ή ξεπερνούν κάπως την υπόσχεσή τους να παρέχουν 100 δισ. δολάρια ετησίως. Η ανάλυσή μας, τέλος, φανερώνει ότι το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση για το κλίμα πρέπει να αυξηθεί από το 40% στο 90% του συνόλου των αναδυομένων και αναπτυσσομένων κρατών έως το 2030.
Απαιτείται διεθνής συνεργασία και πιο φιλόδοξα σχέδια.
*Οι κ.κ. Σάιμον Μπλακ, Φλοράνς Ζομότ και Πρασάντ Αναντχακρισχνάν είναι επιστημονικά στελέχη του ΔΝΤ. Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του ΔΝΤ.
(από την εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")