συνεχίζουν να εισάγουν μία σειρά σημαντικών προϊόντων από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, το φρένο στο εμπόριο με το Κρεμλίνο θα μπορούσε μεν να βοηθήσει την Ουκρανία έμμεσα, αλλά θα έπληττε άμεσα την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ.
Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν 3,5 χρόνια από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όμως τα κράτη του ΝΑΤΟ συνεχίζουν να διατηρούν εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, παρά την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν καταγραφεί σοβαρές προσπάθειες για τη μείωση του εμπορίου. Για παράδειγμα, η Ρωσία αποτελούσε τον 5ο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ΕΕ το 2021, με μερίδιο 5,9% του διεθνούς εμπορίου. Το 2024, το μερίδιο αυτό μειώθηκε σε 1,3% το 2024. Αντίστοιχα, το εμπόριο με τη Ρωσία κινούταν κάτω από το 2% του συνόλου για τις ΗΠΑ το 2021, καθιστώντας την έναν από τους λιγότερο μικρότερους εταίρους της Ουάσιγκτον. Μέχρι το 2024, ο όγκος του εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας είχε μειωθεί κατά 90% ως απάντηση στην εισβολή εναντίον της Ουκρανίας.
Μολαταύτα, και παρά τα αυστηρότατα μέτρα που έχουν ληφθεί από την ΕΕ και τις ΗΠΑ κατά της Ρωσίας, το μεταξύ τους εμπόριο δεν έχει μηδενιστεί. Η πραγματικότητα αυτή αναδεικνύει πως τα προϊόντα που συνεχίζουν να εισάγουν τα δυτικά κράτη από τη Ρωσία είναι δύσκολο να αντικατασταθούν χωρίς να προκύψουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Αδιαμφισβήτητα, η πιο πολυσυζητημένη πτυχή του εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας είναι η ενέργεια. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τα ευρωπαϊκά αντίμετρα οδήγησαν σε μία πρωτοφανή ενεργειακή κρίση για την ήπειρο, η οποία άλλαξε τον οικονομικό χάρτη διεθνώς. Με τους 27 της ΕΕ να μην έχουν πλέον πρόσβαση στα φθηνά ρωσικά καύσιμα, έπρεπε όχι μόνο να ανταγωνιστούν με άλλους μεγάλους πελάτες όπως η Κίνα και η Ιαπωνία για να εξασφαλίσουν τις προμήθειες που χρειάζονταν, αλλά και να απορροφήσουν το επιπλέον κόστος των εναλλακτικών παραγωγών.
Παρά τις δυσκολίες, η ΕΕ κατάφερε να μειώσει τις εισαγωγές από τη Ρωσία και για τα δύο βασικά ορυκτά καύσιμα. Οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μειώθηκαν από 28,7% το 2021 στο 2% το 2025, του φυσικού αερίου μέσω αγωγών από 48% το 2021 στο 12% το 2025, και του LNG από 22% το 2021 σε 14% το 2025. Το επόμενο βήμα είναι η ολική παύση των εισαγωγών καυσίμων από τη Ρωσία, με την ΕΕ να σχεδιάζει αρχικά να ολοκληρώσει αυτό το πείραμα μέχρι το 2028, ενώ οι ΗΠΑ πλέον πιέζουν για άμεση παύση εντός του 2026. Η ΕΕ κατάφερε, επίσης, να μειώσει τις εισαγωγές σιδήρου και χάλυβα από τη Ρωσία, από το 18% το 2021 στο 6% το 2025.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται (προς το παρόν) να αγοράσουν ορυκτά καύσιμα από τη Ρωσία, μιας και συνιστούν τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου παγκοσμίως. Αναγκάζονται, όμως, να εισάγουν πυρηνικά καύσιμα από εκεί, καθώς η Ρωσία αποτελεί κυρίαρχη δύναμη στην επεξεργασία των υλικών που χρειάζονται για τη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων. Οι ΗΠΑ μείωσαν τις εισαγωγές εμπλουτισμένου ουρανίου και πλουτωνίου κατά 3,4% μεταξύ 2021 και 2024. Ωστόσο, με την αμερικανική ηγεσία να στοχεύει σε μαζική ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας εντός της επόμενης δεκαετίας, είναι αβέβαιο κατά πόσο η αμερικανική αγορά θα καταφέρει να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της χωρίς ρωσικές εξαγωγές. Επιπροσθέτως, οι ΗΠΑ εισάγουν παλλάδιο από τη Ρωσία, ένα μέταλλο που είναι απαραίτητο την κατασκευή σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού. Μεταξύ 2021 και 2024, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 44,7%.
Παραδόξως, ο πιο δύσκολος τομέας απεξάρτησης από τη Ρωσία είναι εκείνος που συζητείται λιγότερο. Τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ, εισάγουν ρωσικά λιπάσματα. Εξάλλου, η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα λιπασμάτων σε διεθνές επίπεδο, ελέγχοντας το 16,6% των εξαγωγών για το 2024. Αυτή η πτυχή φαίνεται να είναι η πιο δύσκολη για την ΕΕ και τις ΗΠΑ, καθώς όχι απλώς δεν μείωσαν τις εισαγωγές τους από τη Ρωσία, αλλά αντιθέτως τις αύξησαν. Χαρακτηριστικά, το ποσοστό των εισαγωγών ρωσικών λιπασμάτων από την ΕΕ αυξήθηκε από το 28% το 2021 στο 34% το 2025. Στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο κομμάτι εισαγωγών ενισχύθηκε κατά 11,4% μεταξύ 2021 και 2024.
Με τους αγροτικούς κλάδους να έχουν πληγεί και στις δύο όχθες του Ατλαντικού για διαφορετικούς λόγους, η λήψη περαιτέρω μέτρων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους των λιπασμάτων είναι μάλλον απίθανη. Άλλωστε, οι αγρότες είναι διαχρονικά μία από τις ισχυρότερες εκλογικές βάσεις και το τελευταίο που επιθυμούν Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον είναι περαιτέρω προβλήματα με τους ψηφοφόρους τους.