Επαφίεται στους ιστορικούς του μέλλοντος να εξετάσουν αν πράγματι οι μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες ενήργησαν στις εκλογές του 2023 με στόχο την πολιτική ανατροπή του Ταγίπ Ερντογάν. Αγνωστο παραμένει, επίσης, αν το αποτέλεσμα της 14ης Μαΐου «έσκασε» ως έκπληξη σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες – το πιθανότερο είναι, πάντως, ότι οι διπλωματικές αρχές δεν βάσισαν τις εκτιμήσεις τους σε δημοσκοπήσεις εταιρειών, οι οποίες μετράνε σε περίπου 30 από τις 87 περιφέρειες της Τουρκίας. Βέβαιο είναι, όμως, ότι το κύριο σενάριο που εξεταζόταν στην Αθήνα αναπτυσσόταν πέριξ της επικράτησης του τούρκου νυν προέδρου. Είτε αυτή ερχόταν εύκολα, είτε δύσκολα, είτε για τη νίκη του απαιτούνταν άλλου είδους παρεμβάσεις

Εντός αυτού του πλαισίου, άλλωστε, πρέπει να τοποθετηθεί, προκειμένου να γίνει καλύτερα αντιληπτή, όλη η προσπάθεια σύγκλισης με την Τουρκία στην οποία επιδίδεται μετά τους φονικούς σεισμούς η ελληνική διπλωματία. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, Μητσοτάκης και Δένδιας πόνταραν στην επανεκλογή του Ερντογάν –προφανώς και στη δική τους–, ώστε οι γέφυρες που συνειδητά στήνονται από την 6η Φεβρουαρίου και μετά να μπορούν να τεθούν σε λειτουργία μετά το πέρας των σχεδόν παράλληλων εκλογικών διαδικασιών στις δύο πλευρές του Αιγαίου.

Είναι φανερό ότι η Αθήνα, αφενός σκεπτόμενη τα όσα μεσολάβησαν από το 2019 και έφεραν τις δύο πλευρές ένα βήμα πριν από τη σύγκρουση, αφετέρου επιδιώκοντας να αγοράσει όσο περισσότερο μετεκλογικό χρόνο νηνεμίας, έσπευσε να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία. Κι έτσι φτάσαμε στις επισκέψεις τεσσάρων ελλήνων υπουργών στις σεισμόπληκτες περιοχές, στα θερμά μηνύματα Ερντογάν – Τσαβούσογλου ανήμερα την 25η Μαρτίου, και τέλος, στην αλληλοϋποστήριξη των υποψηφιοτήτων σε Συμβούλιο Ασφαλείας και ΙΜΟ.

Πρέπει να περιμένουμε κάποια ουσιαστική εξέλιξη περαιτέρω αποκλιμάκωσης ή ακόμα και έναρξης διαλόγου Αθήνας-Αγκυρας μετά την 28η Μαΐου; Ή πρέπει να φοβόμαστε ότι με την επανεκλογή του Ερντογάν θα επανέλθουμε στην προσεισμική αναθεωρητική ρητορική και πρακτική της Τουρκίας; Αν κανείς αναζητεί τις απαντήσεις σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των τουρκικών εκλογών –προάγγελος δυναμικής νίκης του ΑΚΡ– ικανοποιεί πλήρως τον πρώτο στόχο της Ελλάδας. Με ένα «καθαρό» αποτέλεσμα, ειδικά με νικητή τον Ερντογάν, αποκλείεται το ενδεχόμενο να μπει η Τουρκία σε φάση αέναης αστάθειας, με έντονες εσωτερικές τριβές, γεγονός που θα μπορούσε να επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες και για την Ελλάδα.

Παραμένοντας στο βραχυπρόθεσμο πεδίο, είναι εύλογο ότι δύο κυβερνήσεις με νωπή νομιμοποίηση θα μπορούσαν να δείξουν καλή θέληση προκειμένου να τεθούν οι βάσεις για την έναρξη συνομιλιών με απώτερο στόχο την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο, αυτή που πρέπει να κάνει πολλά βήματα πίσω και να αλλάξει κατά 180 μοίρες την εξωτερική πολιτική της είναι η Τουρκία, αναγνωρίζοντας ότι η διαφορά με την Ελλάδα είναι μία, δηλαδή η διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Ολα αυτά φαντάζουν, πράγματι, απίθανα.

Ετσι, περνάμε στο μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Η επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας, εκπεφρασμένη διά της «Γαλάζιας Πατρίδας» και των αλλεπάλληλων κινήσεων προς αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης στο Αιγαίο, αποτελεί δόγμα της Αγκυρας. Δεν είναι κάτι παροδικό. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό τα τελευταία χρόνια και επιβεβαιώθηκε πλήρως στο πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος. Δεν ήταν και λίγα, άλλωστε, αυτά που ακούσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου από Ερντογάν, Τσαβούσογλου, Ακάρ και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους – ασχέτως αν η Αθήνα επέλεγε συνειδητά να μη σηκώνει το γάντι και να αποδίδει τις προκλήσεις στον δύσκολο αγώνα που δίνει ο τούρκος πρόεδρος για να επανεκλεγεί.

Ανευ πολύ μεγάλου απροόπτου, στις 29 Μαΐου ξεκινά αυτό που ο Ερντογάν έχει ονομάσει «Αιώνα της Τουρκίας» – αυτό το σύνθημα το βλέπει κανείς σε όλους τους κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας. Δυστυχώς, ο «Αιώνας της Τουρκίας» συμπεριλαμβάνει μεν την ισχυροποίηση της τουρκικής οικονομίας και τη μετατροπή της χώρας σε μια ακόμα πιο ανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη, η οποία δεν θα ακολουθεί αλλά θα δημιουργεί τις νέες συνθήκες, αφορά όμως και την Ελλάδα, καθώς συμπεριλαμβάνει τη γεωστρατηγική επιβολή στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Προκύπτει τις τελευταίες ημέρες μια ανάγνωση σύμφωνα με την οποία ο Ερντογάν, καθότι η επόμενη θα είναι και η τελευταία θητεία του, ενδεχομένως να εργαστεί για να κληροδοτήσει μια Τουρκία που μπορεί να μην έχει λύσει εξ ολοκλήρου τα προβλήματα που η ίδια δημιούργησε στην ευρύτερη περιοχή, τουλάχιστον όμως θα έχει αποκαταστήσει τις διαρρηγμένες σχέσεις της με τους γείτονές της.

Ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό – και σίγουρα δεν αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο. Εξ ου και το δεύτερο σκέλος της ίδιας ανάγνωσης, στο οποίο εμπεριέχεται το σενάριο μιας απευθείας διαμεσολάβησης των Ηνωμένων Πολιτειών, ακούγεται επίσης υπερβολικό. Πέραν των ζητημάτων της όποιας «θετικής ατζέντας» (εμπόριο, περιβάλλον, κλιματική αλλαγή κ.λπ.), η συζήτηση για τα μείζονα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε αδιέξοδο – το οποίο κάποιος θα πρέπει να χρεωθεί.

Προσεγγίζοντας το καίριο ερώτημα, αν δηλαδή ένας ισχυρότερος Ερντογάν θα προχωρούσε σε ένοπλη αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, οι απαντήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στις αντικειμενικές συνθήκες. Πρώτον, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, αλλά και καθώς στο ευρύτερο παγκόσμιο επίπεδο καταγράφονται ραγδαίες αναδιατάξεις, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μη διολισθήσει η ελληνοτουρκική ένταση στο πεδίο.

Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση εξαρτώνται από τις εξελίξεις στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά, όμως, κανείς δεν θέλει να δει μια θερμή ελληνο-τουρκική κλιμάκωση. Δεύτερον, η Αγκυρα θα πρέπει να σκεφτεί διπλά μια επιθετική κίνηση κατά της Ελλάδας, αφενός διότι η αποτρεπτική δύναμη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είναι σαφώς ενισχυμένη, αφετέρου επειδή η διπλωματική θέση της χώρας έχει αναβαθμιστεί μετά και τις αμυντικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.

Μεταξύ δύο κακών εναλλακτικών, δηλαδή του Ερντογάν και του Κιλιτσντάρογλου, ο Ερντογάν ίσως να φαντάζει λιγότερο κακός. Και αυτό απλώς επειδή είναι ο «διάβολος που ξέρουμε», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν τους τελευταίους μήνες στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον, όμως, τώρα είναι πως η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Καθώς το τοπίο στην Τουρκία ξεκαθαρίζει, η Ελλάδα προσέρχεται στις κάλπες με όλα τα σενάρια να είναι ανοιχτά, οδεύοντας με βάση τη λογική σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου. Οπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη αργά ή γρήγορα να βγει με μια όσο το δυνατόν πιο ισχυρή κυβέρνηση. Οποιαδήποτε εξέλιξη θα απαιτήσει συνεκτική αντιμετώπιση.

(Πηγή: Protagon.gr)

Διαβάστε ακόμα