Ενεργειακή Κρίση: Μερικές Σκέψεις για την Περίπτωση της Τουρκίας

Ενεργειακή Κρίση: Μερικές Σκέψεις για την Περίπτωση της Τουρκίας
Της Δρ. Μαρίκας Καραγιάννη*
Πεμ, 15 Σεπτεμβρίου 2022 - 10:00

Το γραφείο Τουρκίας του ερευνητικού Ιδρύματος “Konrad Adenauer Stiftung” δημοσίευσε πρόσφατα μία ανάλυση με θέμα: «Η επέκταση του Νοτίου Διαδρόμου φυσικού αερίου και η χρήση της Τουρκίας ως στρατηγικού ενεργειακού κόμβου με πρόσβαση σε κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Κασπία και την Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντική εναλλακτική». Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία της γείτονος, η Τουρκία το 2021 εισήγαγε

 

συνολικά 47 δισ κ. μ. φυσικού αερίου, εκ των οποίων τα 26,6 δισ. κ. μ. εισήχθησαν από τη Ρωσία, ποσότητα που αντιστοιχεί σε περίπου 45% του συνόλου του φυσικού αερίου που καταναλώθηκε στην Τουρκία πέρσι. Ένα επιπλέον 16% των τουρκικών ενεργειακών αναγκών καλύφθηκε από το Ιράν. Συνολικά Ρωσία και Ιράν συνιστούν σχεδόν τα 2/3 των τουρκικών εισαγωγών φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα, μέσω Τουρκίας και του αγωγού Turkstream διακινήθηκε προς την Ευρώπη περίπου το 50% του φυσικού αερίου, το οποίο είχε συμβολαιοποιήσει η Gazprom για τους Ευρωπαίους πελάτες της. Επιπλέον, έχουν προστεθεί και μικρές ποσότητες Αζέρικου φυσικού αερίου (6 δισ κ.μ.) στην τουρκική αγορά, οι οποίες διακινούνται μέσω του Νοτίου Διαδρόμου, με επιπλέον 10 δισ κ.μ. από το Αζερμπαϊτζάν προς Ελλάδα- Αλβανία- Ιταλία.

Φιλοδοξία της Άγκυρας είναι να διακινήσει μέσω τουρκικού δικτύου και φυσικό αέριο από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, ως μία νέα εναλλακτική πηγή προμήθειας. Οι τεχνικές προετοιμασίες για την εισαγωγή φυσικού αερίου από το Βόρειο Ιράκ έχουν ολοκληρωθεί με την κατασκευή αγωγού, ο οποίος εκτείνεται έως τα Ιρακινά σύνορα. Το πρόβλημα είναι ότι η κεντρική κυβέρνηση στην Βαγδάτη δεν παρέχει άδεια στην Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (ΚΠΚ) του Βορείου Ιράκ για την σύναψη συμβάσεων εξαγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου με Ευρωπαϊκές και διεθνείς εταιρείες, θέλοντας να κρατήσει τον έλεγχο των πλούσιων κουρδικών κοιτασμάτων, τα οποία- ωστόσο- έχουν αδειοδοτηθεί στην πλειονότητά τους σε διεθνείς κοινοπραξίες. Στην παρούσα φάση, τέλος, και δεδομένης της επαναπροσέγγισης με το Ισραήλ, μετά από μία δεκαετή διπλωματική κρίση, η Τουρκία προωθεί ένθερμα- χωρίς ανταπόκριση ωστόσο- και έναν υποθαλάσσιο αγωγό με το Ισραήλ, προκειμένου και το ισραηλινό φυσικό αέριο να διακινείται μέσω Τουρκίας- και όχι μέσω Αιγύπτου (LNG) ή Κύπρου και Ελλάδας (East Med).

Στο επίκεντρο του σχεδιασμού της Άγκυρας τίθεται ο αγωγός TANAP, ο οποίος εφόσον επεκταθεί η διαμετακομιστική του ικανότητα, θα είναι σε θέση στο μέσο- πρόθεσμο μέλλον να διακινεί- θεωρητικά- όλες αυτές τις ποσότητες, με τις απαραίτητες διασυνδέσεις με τις πηγές προμήθειας (Κασπία- Μέση Ανατολή- Ανατολική Μεσόγειος). Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, θεωρητικά, η Τουρκία θα μπορούσε ξεκάθαρα να θεωρηθεί ως η πλέον  χώρα-μεσάζοντας για την Ευρώπη, συγκεντρώνοντας φυσικό αέριο από διάφορες περιοχές και προωθώντας το προς την Δύση.

Ωστόσο, το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο σκοντάφτει σε πολλαπλές και ρεαλιστικές πολιτικές και επιδιώξεις τόσο των κρατών μελών της Ε.Ε. όσο και των ιδίων των χωρών προμήθειας του φυσικού αερίου. Πρώτον και κύριο, μία τέτοια κατάσταση δημιουργεί αυτομάτως τον κίνδυνο μιας νέας συνθήκη εξάρτησης, την οποία κανείς στην Ευρώπη δεν επιθυμεί, ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες του πολέμου στην Ουκρανία. Επιπλέον, η διαμετακόμιση φυσικού αερίου από μία χώρα, μέσω ενός και μόνο «μεσάζοντα», προς μία άλλη χώρα- ή οργανισμό χωρών όπως η Ε.Ε.- αποτελεί ένα σύνθετο εγχείρημα με νομικές προεκτάσεις, καθώς απαιτείται η σύναψη πολυμερών συμβάσεων και αλλαγή νομοθεσίας, όχι μόνο σε επίπεδο Βρυξελλών αλλά και στις εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών μελών, πολλά εκ των οποίων δεν θα ήταν διατεθειμένα να προχωρήσουν σε τέτοιου είδους συμβάσεις με την Τουρκία. Ουσιαστικά, θα επρόκειτο για μία «αντικατάσταση» της Ρώσο- ουκρανικής όδευσης, από την οποία εξαρτήθηκε η Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες με τα σημερινά γνωστά αποτελέσματα, με μία νέα αποκλειστικά Τουρκική όδευση. Σε νομικό και αλλά και πολιτικό επίπεδο στην Ε.Ε. κάτι τέτοιο θα αντίκειτο- πρωτίστως- στις κοινοτικές αρχές περί μονοπωλίου και αθέμιτου ανταγωνισμού.

Αλλά και από πλευράς της ίδιας της Τουρκίας υφίστανται πολιτικοί προβληματισμοί για το κατά πόσο η Τουρκία θα αποτελούσε μία σταθερή επιλογή ως προμηθευτής φυσικού αερίου για την Ευρώπη. Τα παραδείγματα πλείστα: τoν Μάιο, ο Ρωσο-τουρκικός αγωγός Βluestream στην Μαύρη Θάλασσα, μέσω του οποίου η Τουρκία εισάγει το 60% των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου, έκλεισε. Η σχετική ανακοίνωση της Gazprom απέδωσε το κλείσιμο σε εργασίες συντήρησης, κατά το σύνηθες το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, όπως φάνηκε στη συνέχεια, πίσω από το κλείσιμο κρύβονταν άλλοι λόγοι- και ο στόχος επετεύχθη: το ίδιο κιόλας βράδυ, η Τουρκία απέρριψε την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, την οποία είχε επικρίνει η Ρωσία. Αντιστοίχως, τον περασμένο Ιανουάριο, το Ιράν διέκοψε ξαφνικά την ροή προς την Τουρκία, χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση. Η ανακοίνωση της Τεχεράνης ανέφερε ότι οι ασυνήθιστα ψυχρές θερμοκρασίες ανέβασαν στα ύψη την κατανάλωση φυσικού αερίου των νοικοκυριών, και ως εκ τούτου οι εξαγωγές έπρεπε να μειωθούν. Το αν αυτό ίσχυε πράγματι, δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία, την οποία επίσης τότε έπληττε ένα κύμα ψυχρών θερμοκρασιών, δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα από την διακοπή. Οι βιομηχανικές μονάδες σε ολόκληρη την χώρα υποχρεώθηκαν να διακόψουν την παραγωγή τους για τρεις ολόκληρες μέρες- μεταξύ αυτών και χαλυβουργεία, των οποίων τα ευαίσθητα μηχανήματα έπρεπε να υποβληθούν σε πολυήμερες εργασίες συντήρησης. Σημειωτέον, οι πολιτικές των δύο χωρών σε μείζονα περιφερειακά θέματα, όπως ο πόλεμος στη Συρία και το προσφυγικό, είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Επίσης, το 2014- έτος προσάρτησης της Κριμαίας από τους Ρώσους- το Κρεμλίνο είχε διακόψει ξαφνικά την ροή φυσικού αερίου προς την Τουρκία. Έναν μήνα αργότερα, η ροή είχε αποκατασταθεί. Στο μεσοδιάστημα, η Τουρκική κυβέρνηση είχε συμφωνήσει στην κατασκευή του αγωγού Turkstream, ο οποίος προέβλεπε την μεταφορά Ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Τελευταίο, πιο «εύγλωττο» παράδειγμα: όταν τον Απρίλιο το Κρεμλίνο έκλεισε τις στρόφιγγες στην Βουλγαρία, η Σόφια αναζήτησε αμέσως εναλλακτικές, καταρχήν στην γειτονική Τουρκία, η οποία αρχικά φάνηκε άκρως πρόθυμη να βοηθήσει. Ωστόσο, λόγω του ότι η Άγκυρα εφαρμόζει ουδετερότητα απέναντι στην Ρωσία και δεν έχει επιβάλει κυρώσεις, προέκυψε μία γεωπολιτική σύγκρουση: η Ρωσία ανακήρυξε την Βουλγαρία ως «μη φιλική χώρα» και έκτοτε δεν ακούγεται πλέον τίποτα για την Τουρκία ως εναλλακτικού προμηθευτή για τη βουλγαρικά αγορά.

Άρα, για όλους αυτούς τους λόγους, δεν θα είναι τόσο εύκολο για την Άγκυρα, έστω και στο μέσο- πρόθεσμο μέλλον, να επιτύχει τους στόχους της. Είναι αδιαμφισβήτητης σημασίας, ωστόσο, ο αυξημένος γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας τόσο για την Ε.Ε. όσο και για το ΝΑΤΟ, γεγονός το οποίο έχει καταστεί περισσότερο από σαφές κατά την τρέχουσα κρίση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Erdogan είδε την απειλή του πολέμου νωρίτερα από την υπόλοιπη Δύση. Το περασμένο φθινόπωρο, όταν η Ρωσία μετακίνησε τα στρατεύματά της στα σύνορα με την Ουκρανία, ο Τούρκος Πρόεδρος προσφέρθηκε να μεσολαβήσει, καλώντας για διπλωματική λύση στη σύγκρουση. Εκείνη την εποχή, μόνο λίγοι στη Δύση πίστευαν σε μια επικείμενη ρωσική εισβολή. Ο Τούρκος Πρόεδρος ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι και σήμερα ένας από τους λίγους αρχηγούς κρατών που διατηρούν καλές διαπροσωπικές σχέσεις τόσο με τον Zelenskyj, όσο και με τον Putin. Η στάση του, ωστόσο, είναι προβληματική: από τη μία προμηθεύει την Ουκρανία με drones υψηλής τεχνολογίας και από την άλλη δεν έχει συμμετάσχει στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Επιπλέον, η έντονη διπλωματική κινητικότητα του Erdogan οδήγησε στη συμφωνία για τα σιτηρά μεταξύ των δύο εμπόλεμων μερών. Για το λόγο αυτό, και εδραιώνοντας το ρόλο του επιτυχημένου διαμεσολαβητή, ο Erdogan δεν έχει δεχθεί δημόσια κριτική από το ΝΑΤΟ για την πορεία που ακολουθεί, καθώς οι άμεσες επαφές που διατηρεί με  το Κρεμλίνο είναι πολύτιμες. Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι η εικόνα του «διαμεσολαβητή- ειρηνοποιού» θα βοηθήσει τον Erdogan στην προεκλογική εκστρατεία του, ενόψει των εκλογών την ερχόμενη άνοιξη.

 

*Λίγα λόγια για την  Δρ. Μαρίκα Καραγιάννη, Παν. Πελοποννήσου/ ΠΕΔΙΣ- ΔΙ.ΠΑ.Ε./ MSc Oil & Gas Technology

Η Δρ. Μαρίκα Καραγιάννη είναι νομικός και διεθνολόγος, με εξειδίκευση στην ενέργεια και τα διεθνή ενεργειακά θέματα. Είναι μόνιμη εμπειρογνώμων της Ελληνικής Κυβέρνησης με 22 ετή εμπειρία στα διμερή και πολυμερή ενεργειακά θέματα και την ενεργειακή διπλωματία. Επίσης, είναι επιστημονική συνεργάτης και επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου- ΠΕΔΙΣ (Κόρινθος), στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας (Καβάλα) και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Βόλος).

Συγγραφέας 2 βιβλίων και πολλών επιστημονικών δημοσιεύσεων: «Υδρογονάνθρακες. Τα συμβόλαια εκμετάλλευσης των υποθαλασσίων κοιτασμάτων», Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, «Does energy cause ethnic war? The Eastern Mediterranean and the Caspian Sea. Natural gas and regional conflicts», Cambridge Scholars Publishing, 2019.

Διαβάστε ακόμα