Οι υψιπετείς στόχοι του Frans Timmermans, του εκτελεστικού αντιπροέδρου της Ε. Επιτροπής  και της κλειστής ομάδας του και των πέριξ εξαπτέρυγων (ερευνητικές ομάδες, ΜΚΟ, industry lobbies κλπ) για την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου της Ευρώπης και την απόλυτη κυριαρχία των ΑΠΕ ήδη από το 2030, φαίνεται να ξεθωριάζουν υπό την πίεση μιας άβολης για αυτούς πραγματικότητας.

Με τις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού να σημειώνουν απανωτά ρεκόρ και το πετρέλαιο να έχει και αυτό μπει για τα καλά σε νέα ανοδική κούρσα και την μια κυβέρνηση μετά την αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής, να λαμβάνουν μέτρα (και καλά κάνουν) προκειμένου να προστατέψουν ένα τμήμα των καταναλωτών από την επερχόμενη και απόλυτα βέβαιη ενεργειακή φτώχεια, είναι απαράδεκτη η στάση της Κομισιόν η οποία συμπεριφέρεται ως να μην υπάρχει πρόβλημα.

Τόσο οι ατυχείς δηλώσεις του Timmermans ότι η σημερινή κρίση θα είχε αποφευχθεί αν αυτός ήταν στα πράγματα πριν 5 χρόνια όποτε θα είχε προφτάσει να πρασινίσει την Ευρώπη και οι ακόμα πλέον εξοργιστικές δηλώσεις της επιτρόπου Ενέργειας της ΕΕ κας. Κάντρι Σίμσον η οποία χαρακτήρισε « ανίσχυρες» τις Βρυξέλλες στη μάχη για την ανακοπή των αυξήσεων της τιμής του φυσικού αερίου που πλήττει τους καταναλωτές σε ολόκληρη την Ευρώπη και την ίδια να απορρίπτει τα αιτήματα των κρατών- μελών για άμεση δράση (εδώ) δείχνουν ότι οι ιθύνοντες για την ενεργειακή πολιτική στην Ευρώπη είναι τελείως αποκομμένοι από την πραγματικότητα των αγορών. Και το χειρότερο δεν δείχνουν να δίνουν δεκάρα για το εάν διπλασιασθούν ή τριπλασιαστούν οι τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής.

Απεναντίας θεωρούν τις αυξήσεις επιβεβλημένες αφού μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε μια γρήγορη ενεργειακή μετάβαση. Άραγε αυτό είναι σήμερα το ζητούμενο ή η διάσωση της οικονομίας και η αποφυγή ενός κοινωνικού ολέθρου?

Αντί οι βολεμένοι γραφειοκράτες των Βρυξελλών να παραδεχθούν ότι φυσικό αέριο, άνθρακας και πυρηνική ενέργεια, που είναι υπεύθυνα για το 65% του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ, θα εξακολουθήσουν για αρκετά χρόνια ακόμα να προσφέρουν τα απαιτούμενα φορτία βάσης, προσπαθούν με διαφορά έωλα επιχειρήματα να διασώσουν το πολυδιαφημισμένο και πανάκριβο Green Deal με την λογική ότι όσο ποιο γρήγορα αυξηθεί το μερίδιο των ΑΠΕ στα εθνικά ενεργειακά συστήματα τόσο ποιο εύκολη θα καταστεί η ενεργειακή μετάβαση σε καθαρά καύσιμα και επομένως θα μειωθούν οι τιμές! Μόνο που αυτή η απλοϊκή τοποθέτηση μένει να αποδειχθεί γιατί απλούστατα το μερίδιο των ΑΠΕ δεν μπορεί να αυξηθεί χωρίς την δημιουργία μεγάλης κλίμακας μονάδων αποθήκευσης σε όλες τις χώρες, πράγμα που απαιτεί πολύ μεγάλη τεχνολογική πρόοδο (λχ. σε μπαταρίες, υδρογόνο, συστήματα CCUS) πράγμα που δεν είναι ορατό σήμερα. Ενώ και το κόστος ανάπτυξης των ΑΠΕ δεν είναι αμελητέο και η μέχρι σήμερα πρόοδος έχει επιτευχθεί χάριν στις πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις επί σειρά ετών με επιβάρυνση των καταναλωτών (λχ βλέπε το ΕΤΜΕΑΡ που πληρώνει ο κάθε καταναλωτής με τον λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος)

Με τα υδροηλεκτρικά έργα να αποτελούν σήμερα μια από τις βασικές μορφές αποθήκευσης μόνο που η περαιτέρω κατασκευή τους παρουσιάζει σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα. Ας σκεφθούμε μόνο την περίπτωση του φράγματος της Μεσοχώρας που αν λειτουργούσε θα προσέθετε αίφνης 160 MW στο ηλεκτρικό σύστημα της Ελλάδας. Αν και κατασκευασμένο ήδη από την δεκαετία του 2000 και με έτοιμο εξοπλισμό η μονάδα δεν μπορεί να λειτουργήσει λόγω περιβαλλοντικών ενστάσεων (εδώ). Αναφερόμαστε στο παράδειγμα της Μεσοχώρας για να δείξουμε το ποσό δύσκολο και χρονοβόρος είναι η πρόσθεση νέας αποθηκευτικής ικανότητας στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής.

Με τις ΑΠΕ να συμμετέχουν σήμερα στο 19,7% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της ΕΕ είναι τελείως ουτοπικό το ποσοστό αυτό, βάσει του αναθεωρημένου σχεδιασμού της Κομισιόν, όπως ανακοινώθηκε τον περασμένο Ιούλιο στο Fit-for-55 ,να διπλασιαστεί στο 40% μέχρι το 2040.

Και για την ηλεκτροπαραγωγή να έχει τεθεί ακόμα πλέον φιλόδοξος στόχος στο 65% κάλυψη μέχρι το 2030. Χρειάστηκαν 40 χρόνια για να φθάσουμε στο επίπεδο οι ΑΠΕ να καλύπτουν ένα αξιόλογο ποσοστό του ενεργειακού ισοζυγίου. Ο διπλασιασμός του ποσοστού αυτού σε μόλις 10 χρόνια δεν μπορεί να γίνει χωρίς σοβαρές οικονομικές αναταράξεις, τις οποίες ήδη βιώνουμε με τις ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις των τελευταίων εβδομάδων. Η επιχειρούμενη σήμερα βίαια αναπροσαρμογή του ενεργειακού μοντέλου μιας ολόκληρης ηπείρου στην πράξη έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, κάτι που ήταν απόλυτα προβλεπόμενο αλλά όχι αναμενόμενο τόσο σύντομα.

Τέλος, για να επανέλθουμε στην αλλόκοτη συμπεριφορά των ενεργειακών αγορών το τελευταίο διάστημα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτή δεν προέκυψε έτσι αιφνιδίως αλλά έχει ως αιτία την επί σειρά ετών υπόεπένδυση σε υποδομές φυσικού αερίου, πετρελαίου, άνθρακα και πυρηνικής ενέργειας. Δηλαδή,τα καύσιμα στα οποία στηρίζεται σήμερα το 85% της ενέργειας του πλανήτη. Όπως αναφέρει στο τελευταίο του τεύχος ο Economist από τα $ 750 δισεκ. επενδύσεις σε πετρελαίου και φυσικό αέριο το 2014 αυτές έχουν περιορισθεί στα $ 350 δισεκ. το 2021. Οι δε λόγοι για αυτή την υποεπένδυση θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο αρνητικό κλίμα που καλλιεργείται συστηματικά και ανεύθυνα τα τελευταία χρόνια εις βάρος των ορυκτών καυσίμων και την απόλυτο δαιμονοποίηση τους, με τα γνωστά επιχειρήματα που πηγάζουν από μια στρεβλή ανάγνωση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Η δε τάση για υποέπενδυση ενισχύθηκε τους τελευταίους 18 μήνες ελέω κορωνοϊού, που όμως έμελε να παίξει διπλό ρόλο αφού το άνοιγμα της παγκόσμιας οικονομίας μετά το πέρασμα του οδήγησε στην εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων μηνών.