Με αφορμή τη σημερινή παρουσίαση του –τουλάχιστον- αμφιλεγόμενου πακέτου “Fit for 55”,  από την Κομισιόν, το energia.gr συνεχίζει να αναζητεί το «διάβολο» που κρύβεται πίσω από τις λεπτομέρειες ενός υπέρμετρα φιλόδοξου σχεδίου για την απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μπορεί να εγείρονται επιφυλάξεις για το κατεπείγον της παρουσίασης του πακέτου, αλλά και τα μέτρα που εμπεριέχει –ιδίως από τη μεριά της βιομηχανίας που διαβλέπει πλήγμα από την απώλεια της ανταγωνιστικής θέσης της στο διεθνές περιβάλλον (βλέπε σημερινό άρθρο στο portal εδώ) είναι όμως απαραίτητο να εξετάσουμε το τί συμβαίνει στην αντίπερα όχθη.

Επιστήμονες και μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί υποστηρίζουν ότι  οφείλουμε να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη στα επίπεδα του 1,5 ° Κελσίου,  σε σύγκριση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα και ότι για να το πετύχουμε  πρέπει να φθάσουμε σε καθαρές μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050.  Μας λένε ακόμη πως αν αποτύχουμε σε αυτή την προσπάθεια, μας περιμένουν «σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.»

Μη έχοντας, φαινομενικά,  άλλη επιλογή οι κυβερνήσεις έσπευσαν να θέσουν φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO2 μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουν πως οι ισχύουσες δεσμεύσεις για το Κλίμα δεν επαρκούν και ότι πρέπει να γίνουν ακόμη πιο φιλόδοξοι και τολμηροί αν θέλουμε να πετύχουμε την περίφημη ουδετερότητα άνθρακα έως εκείνο το έτος.

Επιστημονική μελέτη του Climate Action Tracker προβλέπει ότι με τις πολιτικές που εφαρμόζουμε σήμερα η μέση θερμοκρασία στον πλανήτη θα αυξηθεί κατά 2,9° Κελσίου έως το 2100. Φθάνει μάλιστα σε σημείο να υποστηρίξει πως ακόμη και με την εκπλήρωση των νέων φιλόδοξων στόχων, πάλι η θερμοκρασία θα εξακολουθήσει να παραμένει υψηλή.

Τον Νοέμβριο το Ηνωμένο Βασίλειο φιλοξενεί τη σύνοδο για το κλίμα των Ηνωμένων Εθνών (COP26) κάτι που δημιουργεί προσδοκίες για καλύτερη παγκόσμια συννενόηση σε ένα ζήτημα από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Η παγκόσμια κοινότητα θεωρεί την απαλλαγή από τον άνθρακα εκ των ων ουκ ανάγκη όχι μόνο για τη διατήρηση της ζωής στην Γη, αλλά και για την επιβίωση των επιχειρήσεων. Είναι γεγονός ότι το 2050 μοιάζει, ενδεχομένως, πολύ μακρυνό για να ανησυχούμε για τους στόχους που έχουν αναληφθεί . Όμως, ακόμη και αν ο μέσος άνθρωπος μπορεί  να αποστασιοποιείται από όλο αυτό, οι επικεφαλείς του επιχειρηματικού κόσμου δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν ούτε λεπτό. Πρέπει να δράσουν άμεσαμε αν θέλουν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα των εταιρειών τους.

Η νέα πραγματικότητα απαιτεί από τις εταιρείες να διαθέτουν ισχυρά περιβαλλοντικά διαπιστευτήρια ώστε να βοηθούν τους πελάτες τους να επιλέγουν από ποιον θα αγοράσουν . Νέα έρευνα της Centrica Business Solutions διαπίστωσε ότι το 69% των επικεφαλείς επιχειρήσεων που έχουν ενστερνιστεί τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης επιλέγουν τους συνεργάτες τους στην αλυσίδα εφοδιασμού, με βάση την ικανότητά τους να μειώσουν το ανθρακικό αποτύπωμά τους. Αυτό αντιπροσωπεύει, δυνητικά,  ένα τεράστιο ποσοστό της πελατειακής τους βάσης. Έτσι, σε περίπτωση που οι ανταγωνιστές τους κινούνται ταχύτερα και πιο αποφασιστικά στην κούρσα της απανθρακοποίησης, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη εάν θα προσελκύσουν περισσότερους πελάτες, με ό,μτι κι αν αυτό συνεπάγεται για όσους μείνουν πίσω.

Επιπλέον, είναι γνωστό σε όλους πως οι προτεραιότητες της πολιτικής θα συνεχίσουν να μεταβάλλονται. Νέοι κανονισμοί και νομοθεσίες θα συνεχίσουν να εισάγονται με στόχο την απανθρακοποίηση της οικονομίας και το μυστικό για τις εταιρείες είναι να αναλάβουν δράση πριν ακόμη τις υποχρεώσουν οι νέες πολιτικές, ειδάλλως, κινδυνεύουν με ανεπανόρθωτο οικονομικό πλήγμα, από την επιβολή μέτρων όπως ο φόρος άνθρακα, ή εξαιτίας της αδυναμίας τους να εκμεταλλευτούν τα κίνητρα που παρέχονται.  Οι ηγέτες των εταιρειών που έχουν ενστερνιστεί τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης έχουν ήδη κάνει βήματα προόδου σε όλο αυτό, με  το 80% να αναφέρει ότι η στρατηγική τους για τον άνθρακα ξεπερνά τις ισχύουσες απαιτήσεις πολιτικής. Και τούτο επειδή γνωρίζουν ότι οι ρυθμιστικές μεταβολές θα μπορούσαν να έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην κερδοφορία τους.

Σε τελική ανάλυση, εξηγούν οι ειδικοί, είμαστε όλοι μέρος της καθαρής μηδενικής λύσης και όλοι γνωρίζουν πως δεν υπάρχει σωστός τρόπος ούτε μαγική συνταγή για να φθάσει κανείς εκεί. Είναι, στην πραγματικότητα, ένα ταξίδι με διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον καθένα και αυτό που κάνει, ενδεχομένως τη διαφορά είναι να γίνεται ένα βήμα τη φορά προς αυτή την κατεύθυνση.

Η αδράνεια, υποστηρίζουν ορισμένοι κορυφαίοι αναλυτές της αγοράς, είναι το χειρότερο σενάριο. Αν μια εταιρεία αποτύχει να μειώσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα σήμερα, σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσει πολύ περισσότερα έξοδα αύριο, εξαιτίας της επιβολής των αυστηρότερων κανονισμών και των αυξημένων φόρων άνθρακα. Θα σημαίνει επίσης πολύ περισσότερες χαμένες ευκαιρίες για αυτές, καθώς οι πελάτες τους θα μεταπηδούν σε ανταγωνιστές με τους οποίους θα μοιράζονται τις ανησυχίες τους για το περιβάλλον.

Εκτός του πολιτικού αφηγήματος του σχεδίου υπάρχουν όμως και τα πρακτικά. Πώς θα πετύχουμε το στόχο για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα χωρίς την απαραίτητη τεχνολογία;

Ο Ντέιβιντ Χολμς, της Dell Technologies, υποστηρίζει ότι η αμερικανική κυβέρνηση σπεύδει για βοήθεια των εταιρειών, ετοιμάζοντας ένα πλέγμα πολιτικών και δράσεων που σηματοδοτούν την αλλαγή πλεύσης της πολιτικής του Λευκού Οίκου προς την κατεύθυνση της ενθάρρυνσης των επενδύσεων σε νέες ενεργειακές υποδομές.

Οι επιχειρήσεις με «περιβαλλοντική συνείδηση» γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει ακόμη το είδος της τεχνολογίας που θα τις βοηθήσει να πετύχουν την ουδετερότητα άνθρακα και συνεπώς  επεκτείνουν την έρευνα και υιοθετούν ένα ευρύ φάσμα τεχνολογιών γι’ αυτό το σκοπό. Ωστόσο, είναι προφανές πως δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τις διαθέσιμες τεχνολογίες,  εν μέρει επειδή δεν αισθάνονται βέβαιες για το σε ποια θα πρέπει τελικά να επενδύσουν.

Ποια είναι όμως τα μεγαλύτερα εμπόδια για τις εταιρείες που θέλουν να προχωρήσουν στην πλήρη απανθρακοποίηση της λειτουργίας τους και πώς μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα; Οι εταιρείες αναγνωρίζουν ότι το κλίμα και η βιωσιμότητα δεν έχουν να κάνουν με την υποχρέωση να επενδύσουν για να μπορούν να κομπάζουν γι’ αυτό. Για πολλές εταιρείες αφορά στην ανάγκη να εντοπίσουν το πού μπορούν να βελτιώσουν την αειφορία και την απόδοσή τους. Ενδεχομένως, οι περισσότερες να στρέφονται κατά κόρον στο πώς θα βρουν τρόπους να μειώσουν το κόστος που μπορεί να επιτευχθεί με τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης.

Καθώς οι εταιρείες καθορίζουν τους στόχους τους προς το net-zero οι καλύτερες εξ αυτών  θα έχουν εκπονήσει ήδη ένα σχέδιο που θα περιγράφει επακριβώς το πώς θα εκπληρώσουν τους στόχους τους. Οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν όμως, θα πρέπει να βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, να  έχουν εγκριθεί από διεθνείς οργανισμούς, όπως η πρωτοβουλία Science Based Targets, αλλά και να υποστηρίζονται από ένα σαφές σχέδιο δράσης.

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή τεχνολογία που θα λύσει από μόνη της το πρόβλημα. Το net-zero απαιτεί ένα εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα λύσεων. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να τεθεί ως απλό πρόβλημα επιλογής μεταξύ των τεχνολογιών που διατίθενται. Σε αυτό το απαιτητικό ταξίδι χρειάζονται τα πάντα, από τεχνητή νοημοσύνη, έξυπνες πόλεις, συστήματα διαχείρισης κτιρίων, χρήση συστημάτων δέσμευσης άνθρακα κλπ.

Υπάρχουν όμως και ορισμένα ζητήματα τεχνολογίας που είναι πιο επείγοντα, όπως για παράδειγμα, τα συστήματα απόκρισης ζήτησης που μας επιτρέπουν να προγραμματίσουμε τη χρήση ενέργειας. Ο όγκος των δεδομένων και των πληροφοριών που παράγει ένα αποκεντρωμένο σύστημα θα δημιουργήσει και πρόβλημα τεχνολογίας πληροφοριών το οποίο είναι πολύ πιο περίπλοκο από οτιδήποτε είχαμε αντιμετωπίσει στο παρελθόν.