Η δημοσίευση πριν λίγες εβδομάδες της περιβόητης έκθεσης του ΙΕΑ για την ενεργειακή μετάβαση του πλανήτη σε καθεστώς μηδενικών ρύπων (NetZero50), όπως ήταν αναμενόμενο, έδωσε αφορμή για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις μεθόδους που θα πρέπει να ακολουθηθούν σε επίπεδο πολιτικών και τεχνολογιών ώστε να επιτευχθεί η ουσιαστική μείωση η και μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Στόχος είναι μέχρι το 2050 να έχει επιτευχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ένα καθεστώς «ανθρακικής ουδετερότητας» (carbon neutral), με τον ενεργειακό τομέα να θεωρείται κλειδί στην μείωση των ρύπων αφού είναι υπεύθυνος για σχεδόν το 75% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Εντύπωση προκαλεί,πάντως,η απουσία οιασδήποτε αναφοράς

πόσω μάλλον συζήτησης, σχετικά με δύο σημαντικές παραμέτρους στην εξέταση του όλου θέματος.

Η πρώτη παράμετρος αφορά την απαράμιλλη δυνατότητα προσαρμογής του ανθρώπου στις μεταβαλλόμενες κλιματολογικές συνθήκες, όπως προκύπτει από μελέτες γεωλογικών διεργασιών και ιστορικών δεδομένων. Το οποίο σημαίνει ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα η στόχευση για μείωση των εκπομπών αερίων στο απόλυτο μηδέν αλλά ένα διαφορετικό επίπεδο, ενδεχομένως χαμηλότερο του σημερινού, που, όμως, θα επιτρέπει ανθρώπινες δραστηριότητες σε ένα περιβάλλον με σχετικά χαμηλά επίπεδα εκπομπών. Αυτό κρίνεται απαραίτητο ώστε να μην δημιουργηθεί βίαια αλλαγή του οικονομικού - παραγωγικού μοντέλου που μοιραία θα συμβεί εάν υπάρξει «θρησκευτική» προσήλωση στο net zero, κάτι που μόνο τεράστιο οικονομικό κόστος και φτώχεια θα επιφέρει στις περισσότερες χώρες. Γι’ αυτό και αντιδρούν οι αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες αποβλέπουν στην περαιτέρω ανάπτυξη τους χωρίς, όμως, να οδηγηθούν σε υπερδανεισμό και στασιμότητα στην προσπάθεια βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου τους. 

Ήδη μια ομάδα χωρών μελών του Ο.Ο.Σ.Α, που συμπεριλαμβάνει την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τον Καναδά, έχουν αρχίσει να αντιδρούν έντονα στα παράλογα κελεύσματα του ΙΕΑ που, μεταξύ άλλων, προτρέπει τους παραγωγούς να σταματήσουν άμεσα τις έρευνες για νέα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου ώστε να μειωθεί η παραγωγή, και, άρα, σύμφωνα με την καινοφανή λογική του, να σταματήσει να αυξάνεται και η ζήτηση. Μόνο που η διεθνής αγορά υδρογονανθράκων, όπως και οι υπόλοιπες αγορές εμπορευμάτων, δεν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει μέσω της στήλης, η ζήτηση τόσο του πετρελαίου όσο και του αερίου έχουν ανακάμψει δυναμικά στην μετά Covid περίοδο και δεν προβλέπεται να εκδηλωθεί σύντομα το peak oil, που ονειρεύονται ορισμένοι, τουλάχιστον κατά την τρέχουσα δεκαετία. 

Ο βασικός λόγος για την άνοδο της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν είναι άλλος από την παρατηρούμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, με την παγκόσμιο οικονομία να αναπτύσσεται σε πολύ υψηλότερους ρυθμούς από αυτούς που είχαν αρχικά προβλεφθεί. Σύμφωνα με το ΙMF, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη 2021 πρόκειται να τρέξει με ρυθμό + 6,0 %, αρκετά υψηλότερα από το +4,4 % που προέβλεπε ο ίδιος οργανισμός πέρυσι το φθινόπωρο. Ενδεικτικό του επιταχυνόμενου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης είναι οι στόχος για ανάπτυξη + 6,0% που έχει θέσει η Κίνα, η οποία αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μετά τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του νέου της 5ετούς αναπτυξιακού σχεδίου.

Όπως παρατηρούν ενεργειακοί αναλυτές, οι υψηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου θα οδηγήσουν νομοτελειακά στην συνέχιση των ερευνών με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο από τις χώρες παραγωγούς. Όχι, όμως, από τις ευρωπαϊκές πετρελαϊκές, που φαίνεται ότι για λόγους πολιτικής ορθότητας έχουν αποδεχθεί αγόγγυστα τα αιτήματα μερίδας των μετόχων τους για αλλαγή του αντικειμένου εργασιών τους, και, εντέλει, την οδό προς την οικονομική τους δυσπραγία και αφανισμό. 

Η δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με την πραγματικότητα των ενεργειακών αγορών οι οποίες έχουν τους δικούς κανόνες και δυναμική και δεν υπακούουν απαραίτητα σε κυβερνητικά σχέδια και εξωπραγματικούς στόχους πολιτικής, όπως είναι η επιδιωκόμενη ανθρακική ουδετερότητα για το 2050. Οι αγορές είναι αυτές που καθορίζουν τις τιμές των προϊόντων αλλά και το κόστος του χρήματος και τελικά συνηγορούν ή όχι στις πολιτικές που προσπαθούν να επιβάλλουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις ή διεθνείς οργανισμοί.

Εάν οι αγορές οδηγήσουν τις τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών αλλά και, κατά συνέπεια, τις τιμές καταναλωτού, όπως λ.χ. τις τιμές του ηλεκτρισμού, σε νέα ύψη ή στα τάρταρα, στέλνουν ένα πολύ δυνατό σήμα ως προς τις πολιτικές που πρέπει τελικά να ακολουθηθούν. Προκειμένου η ενεργειακή αγορά να εξασφαλίσει την απαραίτητη βιωσιμότητα και οι καταναλωτές να μην εγκαταλείψουν ομαδικά τις εταιρείες και καταφύγουν στα …σπήλαια, οι τιμές θα πρέπει να διατηρηθούν σε λογικά επίπεδα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν πρόκειται να συμβεί, εάν κρίνουμε από τις τιμές των ρύπων που έχουν ξεφύγει πλέον πέρα από κάθε λογική και πλησιάζουν τα € 60 τον τόνο στο EMS. Δηλαδή τι θα γίνει αν τελικά οι τιμές φθάσουν τα € 100/t; Θα σταματήσει πλήρως η βιομηχανική δραστηριότητα;

Στην δικαιοδοσία των αγορών συμπεριλαμβάνεται και η θεώρηση για την περατότητα ή μη και τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των πρώτων υλών που εμπλέκονται στην επιδιωκόμενη μεγάλης κλίμακας παραγωγή των λεγόμενων «πράσινων τεχνολογιών» οι οποίες βασίζονται στην αδιάλειπτη παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων. Τα προϊόντα αυτά περιλαμβάνουν τις λεγόμενες -και υπό Κινεζικό έλεγχο - σπάνιες γαίες (λανθάνιο, νεοδύμιο, προμήθειο, δυσπρόσιο κ. ά.) και άλλα μέταλλα όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το κοβάλτιο, το λίθιο κ.λπ., η αξία των οποίων έχει ανατιμηθεί πολλαπλά τα τελευταία χρόνια.

Εν όψει των ανωτέρω, πολύ φοβούμεθα ότι η όλη συζήτηση και ιδιαίτερα οι φιλόδοξοι στόχοι που τίθενται - και αναθεωρούνται σχεδόν σε ετήσια βάση από την πολυπράγμονα κα φον ντερ Λάιεν και τον σοφό κον Τίμερμανς - για την μείωση των εκπομπών γίνονται «χωρίς τον ξενοδόχο», δηλαδή ερήμην των αγορών. Και αυτό γιατί έχει επικρατήσει η άκρως απλοϊκή και επικίνδυνη άποψη ότι τελικά οι αγορές είναι αυτές που θα προσαρμοστούν στις συνήθως αυθαίρετες και με πολιτική στόχευση πολιτικές και όχι το ανάποδο. Με τους πολιτικούς να έχουν το ελεύθερο να υπαγορεύουν πολιτικές κατά το δοκούν προς τέρψη των ψηφοφόρων τους και την προβολή ενός δήθεν φίλο-περιβαλλοντικού προφίλ. Το παραμύθι αυτό όμως δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ και θα καταρρεύσει μαζί με το «πράσινο» αφήγημα όταν θα αρχίσουν να εκτοξεύονται οι τιμές σε επίπεδο retail και να «καίνε» την τσέπη του καταναλωτή.