“Ενεργειακά Αποθέματα της Ελλάδας. Υπάρχει Ακόμη Χρόνος…”  

“Ενεργειακά Αποθέματα της Ελλάδας. Υπάρχει Ακόμη Χρόνος…”
Του Νίκου Πασαδάκη*
Παρ, 5 Φεβρουαρίου 2021 - 08:54

Αν ένας επισκέπτης της χώρας μας διαβάσει τι δημοσιεύει το σύνολο σχεδόν των εφημερίδων και ιστοσελίδων σχετικά με τα ενεργειακά θέματα, μάλλον θα πιστέψει πως στην Ελλάδα του 2021 η ενέργεια παράγεται αποκλειστικά από ήλιο και άνεμο που κινούν μέχρι και τα αυτοκίνητα, πως η χώρα μέσα σε οικονομική αισιοδοξία και τεχνολογική άνθιση κατακτά “περιβαλλοντικές πρωτιές” μπροστά και από τους στόχους, τους εγχώριους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φοβάμαι πως τα παραπάνω δεν είναι μόνο εντυπώσεις ενός απληροφόρητου επισκέπτη αλλά δυστυχώς και πεποιθήσεις - απόψεις πολλών Ελλήνων πολιτών. Αλλά δυστυχώς και μιας επιχειρηματικής σκέψης, οδηγούμενης από την ευκαιρία μιας γρήγορης υψηλής κερδοφορίας σε επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μια εικόνα από το “μαγικό” Χρηματιστήριο του 2000…

Πως έχουν όμως τα πράγματα στον ενεργειακό τομέα; Η διαδικασία διαμόρφωσης ενός νέου ενεργειακού μίγματος σε όλο τον κόσμο διανύει την τρίτη δεκαετία της. Είναι πλέον δρομολογημένη με διεθνείς συμβάσεις (Paris-15), με θεσμοθετημένες υπερεθνικές και εθνικές πολιτικές (European Green Deal), αλλά και επιχειρησιακά σχέδια μεγάλων και μικρών εταιρειών σχετικών με την ενέργεια. Η ανάγκη προσαρμογής του ενεργειακού μίγματος ώστε να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα φαίνεται να έχει γενική αποδοχή, ποικίλουν όμως οι εκτιμήσεις του ρυθμού που είναι απαραίτητος, ενώ δεν λείπουν και οι επιφυλάξεις για την εφικτότητα ή ακόμη και τo μέτρο της αναγκαιότητά του.

Στο γενικό αυτό πλαίσιο, κάθε χώρα ή ομάδα κρατών σχεδιάζει την δική της πολιτική, η οποία προφανώς και καθορίζεται από τις ιδιαιτερότητές της, δηλαδή τα οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα της, τις γεωπολιτικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες της, τα διαθέσιμα ενεργειακά αποθέματά της. Στον ίδιο στίβο συνωστίζονται μεγάλες και μικρές εταιρείες ενέργειας, λειτουργώντας προφανώς με την λογική του μέγιστου κέρδους, που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο πλαίσιο του σημερινού παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και η κυριότερη διαφορά με προηγούμενες εποχές είναι ότι το κέρδος αυτό έχει αποκτήσει ανεξαρτησία από την πραγματική παραγωγή αλλά και από τις πραγματικές ανάγκες, κοινωνικές, περιβαλλοντικές ακόμη και τεχνολογικές. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι οι πολιτικές αυτές διαμορφώνονται στο ιδιαίτερο περιβάλλον μιας κοινής γνώμης, η οποία είναι μεν ενεργή αλλά βρίσκεται, ίσως για πρώτη φορά ιστορικά σε τέτοιο βαθμό, υπό την επήρεια ενός παγκόσμιου συστήματος ενημέρωσης, που είναι επιρρεπές στη διάχυση πληροφορίας χρήσιμης για τους ιδιοκτήτες του.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περιγράψει με σαφήνεια τους στόχους της στο χώρο της ενέργειας που συνοψίζονται σε εκτεταμένη ενίσχυση οικονομικά, θεσμικά, πολιτικά των δράσεων εκείνων που αφορούν την ανάπτυξη προηγμένης τεχνολογίας από τον βιομηχανικό πυρήνα της, σε κάθε δυνατή μορφή ανανεώσιμων πηγών με έμφαση στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες και την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. Αν δει κανείς αυτή την πολιτική στο σύνολό της μπορεί να διακρίνει το στρατηγικό στόχο: Μία ομάδα κρατών, η οποία δεν διαθέτει σήμερα σημαντικούς ορυκτούς πόρους για την παραγωγή ενέργειας, και της οποίας τα ισχυρότερα μέλη έχουν τους προηγούμενους αιώνες στηρίξει την επιβίωση και ανάπτυξή τους στην συγκέντρωση της υπεραξίας και των πρώτων υλών από τις αποικίες/τρίτο κόσμο, ετοιμάζεται τεχνολογικά να συνεχίσει την ίδια διαδρομή με πιο σύγχρονο τρόπο, με αναγκαστική έμφαση αυτή τη φορά στην τεχνολογική υπεροχή.

Βέβαια το παραπάνω, ιστορικό για την Ευρώπη, στοίχημα δεν είναι σίγουρο ότι θα επιτευχθεί, αν σκεφτεί κανείς τις επιτυχίες της Κίνας, των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Ινδίας και άλλων χωρών της ΝΑ Ασίας στην ίδια κατεύθυνση. Με μία διαφορά: οι παραπάνω παίκτες δεν στηρίζουν την μελλοντική επιτυχία τους μόνο στην τεχνολογική ανάπτυξη αλλά και στην αξιοποίηση σήμερα ΟΛΩΝ των διαθέσιμων αποθεμάτων τους για παραγωγή ενέργειας. Αλλά και στην ίδια την Ευρώπη οι χώρες που διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα ορυκτών καυσίμων επιδέξια προσαρμόζουν τις πολιτικές χρήσης τους. Η Νορβηγία πρωτοστατεί στην ενεργειακή μετάβαση, αξιοποιώντας με τον καλύτερο, και περιβαλλοντικά, τρόπο τα αποθέματα πετρελαίου της. Η ευρωπαϊκή μέχρι πρόσφατα Αγγλία λειτουργεί με κανονικό ρυθμό τον πετρελαϊκό τομέα της, η Γερμανία χρησιμοποιεί το λιγνίτη της για όσο διάστημα θεωρεί ότι χρειάζεται, ενώ για τους δικούς της γεωπολιτικούς λόγους εισάγει όσο φυσικό αέριο θέλει από τη Ρωσία. Ταυτόχρονα πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Ρουμανία) με τις κρατικές ή ιδιωτικές εταιρείες τους παράγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο (ή προετοιμάζονται να παράξουν όπως η Κύπρος) στο μέγιστο δυνατό που επιτρέπει η σημερινή αγορά ανά τον κόσμο.

Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τη ενεργειακή πολιτική της χώρας μας τις τελευταίες δεκαετίες; Φοβάμαι η συσχέτιση είναι δύσκολη. Δεν θα αναφερθώ συνολικά στην συνολική ενεργειακή πολιτική της χώρας αλλά θα εστιάσω στον τομέα των υδρογονανθράκων (φυσικό αέριο και πετρέλαιο).

Για πολλούς λόγους η χώρα μας έχασε το τραίνο της έγκαιρης ανάπτυξης της βιομηχανίας παραγωγής υδρογονανθράκων στον 20ο αιώνα. Τα τελευταία 50 χρόνια έχει να επιδείξει τουλάχιστον τέσσερεις “εκστρατείες” αξιοποίησης τους, οι οποίες για πολλούς λόγους έμειναν μετέωρες. Απόψεις ψωροκώσταινας “η Ελλάδα δεν έχει ούτε πετρέλαιο”, δυσλειτουργίες δημόσιων φορέων, συνεχείς αυξομειώσεις ταχύτητας με τον κάθε κυβερνητικό ανασχηματισμό κ.ά., δεν έδωσαν τη δυνατότητα δημιουργίας μιας σταθερής (έστω μικρής) εγχώριας παραγωγικής βάσης, αλλά και δεν οδήγησαν σε αξιόπιστες μακροχρόνιες συνεργασίες με τους σημαντικούς παίκτες της αγοράς υδρογονανθράκων, τις εταιρείες πετρελαίου. Ήταν πάντα ευκολότερο (γιατί;) να εισάγουμε πετρέλαιο αντί να δημιουργήσουμε εγχώρια παραγωγή, παρά τις σταθερές παροτρύνσεις των επιστημόνων του χώρου, πως η Ελλάδα έχει υδρογονάνθρακες, όπως εξάλλου έδειχναν τα στοιχεία των γειτονικών χωρών μας (Ιταλία, Αλβανία, Τουρκία), αλλά και τα εγχώρια (Πρίνος, Κατάκολο κ.ά).

Είναι χρήσιμο να παρακολουθήσουμε τις διαφαινόμενες τάσεις στην παγκόσμια αγορά της ενέργειας όπως τις περιγράφει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) στην έκθεση του “Word Energy Outlook 2019”. Με βάση τα τρία σενάρια της έκθεσης, που παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα, η συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2040 δεν αναμένεται ακόμη και με το (λιγότερο πιθανό) σενάριο της βιώσιμης ανάπτυξης να είναι μικρότερη από 58%, ενώ το πιθανότερο είναι να διατηρηθεί έως και 78% στην συνολική παραγωγή ενέργειας. Επιπλέον δεν πρέπει να αγνοείται το ποσοστό των ορυκτών καυσίμων (κυρίως πετρελαίου και φυσικού αερίου) το οποίο θα παραμείνει απαραίτητο για την παραγωγή των πολυποίκιλων οργανικών υλικών που χρησιμοποιούμε καθημερινά και το οποίο σήμερα είναι περίπου το 1/10 της συνολικής παραγωγής τους.

Πίνακας: Ποσοστό συμμετοχής πηγών ενέργειας το παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα (Πηγή: ΙΕΑ “Word Energy Outlook 2019”)

Με τις παραπάνω εκτιμήσεις συμφωνούν και αντίστοιχες εκθέσεις από εταιρείες και άλλους διεθνείς φορείς ενέργειας (BP Emergy Outlook 2020, Global and Russian Energy Outlook 2019). Επομένως έχουμε ένα υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, αν τις λάβουμε σαν βάση για την χάραξη πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες, ανεξάρτητα από επιμέρους ιδεολογικές ή άλλες θεωρήσεις.

Ισχυρίζομαι ότι η Ελλάδα (μια χώρα με συμμετοχή 0.19% στο παγκόσμιο συνολικά παραγόμενο διοξείδιο του άνθρακα) προλαβαίνει ακόμη να ολοκληρώσει τον κύκλο της στα ορυκτά καύσιμα, παρακολουθώντας ταυτόχρονα τις τάσεις που εξελίσσονται στις τεχνολογίες των νέων μορφών ενέργειας. Η κοινά αποδεκτή διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα της χώρας και στην ολοκλήρωσή της να έχει δημιουργήσει μια χώρα ενεργειακά σταθερή και ασφαλή, χωρίς όμως το βάρος του χρέους που δημιουργεί η σημερινή πολιτική του εισαγόμενου φυσικού αερίου και των τεράστιων υποδομών (δυστυχώς μικρού χρόνου ζωής) σε αιολικά και φωτοβολταϊκά.

Δεδομένου ότι είμαστε στην αρχή μιας περιόδου ανάπτυξης της βιομηχανίας του φυσικού αερίου στην περιοχή μας με πρωτογενή παραγωγή αλλά και διαμόρφωση νέων διαδρομών μεταφοράς του (Βαλκάνια, Ευρώπη, παγκόσμια αγορά με LNG), και με διαθέσιμο το χρονικό ορίζοντα (30+ χρόνια ζωής μιας εκμετάλλευσης), η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει, χρησιμοποιώντας το πρόσωπο της σταθερής πολιτικά ευρωπαϊκής χώρας, να γίνει το επίκεντρο των δραστηριοτήτων των υδρογονανθράκων στην περιοχή. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο τη συμμετοχή της σε ποικίλους διαμετακομιστικούς αγωγούς, αλλά πρωτίστως στην ανάπτυξη παραγωγής στην ίδια τη χώρα. Οι στρατηγικές τοποθετήσεις Total, ExxonMobil και ΕΛΠΕ στο θαλάσσιο χώρο της Κρήτης είναι ο κομβικός παράγοντας που θα ανοίξει αυτό το δρόμο και τις οποίες η χώρα πρέπει να στηρίξει ποικιλόμορφα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μόνο με εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου, η Ελλάδα μπορεί να μείνει στον διαμορφούμενο σήμερα χάρτη ενεργειακών οδών στην Ανατολική Μεσόγειο. Χωρίς την παραγωγή αυτή, η γεωγραφία αλλά και τα οικονομικά δεδομένα θα εκτρέψουν εύκολα τους ενεργειακού δρόμους προς την Τουρκία ή την Αίγυπτο.

Μέσα από τη διαδικασία ανακάλυψης και εκμετάλλευσης νέων κοιτασμάτων στα νότια της χώρας, θα δρομολογηθούν και οι διαδικασίες διευθέτησης των ζωνών και συμφερόντων με τις γειτονικές χώρες, οι οποίες σήμερα καταναλώνουν σημαντικό πολιτικό, οικονομικό και διπλωματικό κεφάλαιο. Γιατί σίγουρα είναι αντιφατικό να επενδύεις τόση προσπάθεια και πόρους για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων σου στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα έχεις προαποφασίσει να μην τα χρησιμοποιήσεις, αλλάζοντας βίαια το ενεργειακό σου μίγμα και αγνοώντας την πραγματικότητα των επόμενων δεκαετιών. Επιπλέον η παραγωγή εγχώριου φυσικού αερίου θα επιτρέψει στην χώρα να προσαρμόσει το ενεργειακό μίγμα της σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, χωρίς όμως τη σημερινή συναλλαγματική επιβάρυνση από το εισαγόμενο, η οποία είναι εν πολλοίς ανεξέλεγκτη.

Ταυτόχρονα βέβαια πρέπει να υποστηριχθούν και τα αναμενόμενα-δυνητικά μικρότερης κλίμακας αποθέματα πετρελαίου και αερίου στις παραχωρήσεις του Ιονίου, που ήδη βρίσκονται σε διαδικασία έρευνας ή ανάπτυξης. Έτσι δεν θα χαθεί η ήδη αποκτηθείσα γνώση, αλλά και θα καθιερωθεί η χώρα ως παραγωγός με ταυτόχρονη μείωση των σημερινών εισαγωγών πετρελαίου.

Τέλος η ενίσχυση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων και της επιστημονικής έρευνας στο χώρο του υδρογονανθράκων θα διαμορφώσει κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη και χρήση σύγχρονων, περιβαλλοντικά φιλικών τεχνολογιών, όπως είναι η δέσμευση και η αξιοποίηση του CO2, η παραγωγή υδρογόνου κ.ά.

Στην περίοδο του Covid-19 έγινε φανερό πως “βαριά” είναι μόνο η βαριά βιομηχανία και η στιβαρή παραγωγική βάση μιας χώρας σε συνδυασμό βέβαια με τις σύγχρονες τεχνολογίες πληροφορίας. Επίσης έγινε φανερό πως οι απόψεις περί “αυτορυθμιζόμενης” οικονομίας είναι ένα χρήσιμος μύθος για την εξασφάλιση υπερκέρδους, αλλά αποδεικνύονται έωλες στις συνθήκες της πραγματικής ζωής, ειδικά σε μη τυπικές συνθήκες, όπως αυτές που βιώνει ο ελληνικός ενεργειακός τομέας σήμερα. Οι αδυναμίες των προηγούμενων δεκαετιών, δηλαδή τα συνεχή μπρος-πίσω στην ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας υδρογονανθράκων, η απουσία ενός κρατικού παραγωγικού βραχίονα και η εμμονή της αγοράς στις εισαγωγές, οδήγησαν στη σημερινή, σχεδόν ολοκληρωτική, ενεργειακή εξάρτηση της χώρας. Επιπλέον καθιστούν δυσκολότερη και την επιχειρούμενη ενεργειακή μετάβαση, γιατί λείπει ο βασικός παραγωγικός κορμός, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν να στηριχθούν οι νέες μορφές ενέργειας, χωρίς να απειλείται η ασφάλεια, η σταθερότητα αλλά και η κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα του ενεργειακού συστήματος.

Και κάτι τελευταίο αλλά με σημαντική σημειολογική αξία. Η βιομηχανία των υδρογονανθράκων είναι “βαριά” βιομηχανία, αλλά ταυτόχρονα λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών της είναι και βιομηχανία τεχνολογικής αιχμής. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι το επιτυχημένο νορβηγικό μοντέλο ανάπτυξης της πετρελαϊκής βιομηχανίας ξεκίνησε έχοντας σαν ένα από τους βασικούς πυλώνες εξ αρχής την ανάπτυξη των σχετικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών δομών και υποδομών. Τα ελληνικά ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα έχουν προσπαθήσει να παράξουν γνώση, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη στήριξη από την Πολιτεία, τεκμηριώνοντας ότι η χώρα διαθέτει αποθέματα που χρήζουν αξιοποίησης αλλά και συμμετέχοντας σε άλλους τομείς έρευνας σχετικής με την παραγωγή υδρογονανθράκων. Φαίνεται όμως ότι στη χώρα μας είμαστε πιστοί στις “παραδόσεις” μας και δεν αλλάζουμε. Η τελευταία προσπάθεια που έγινε το 2019 για αναζωογόνηση της επιστημονικής έρευνας υδρογονανθράκων στην χώρα με τη θεσμοθέτηση του Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας και μάλιστα στο αξιόπιστο από κάθε άποψη περιβάλλον του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, δυσκολεύεται μέχρι σήμερα να βρει την απαραίτητη στήριξη από την Πολιτεία για να αναπτυχθεί. Προφανώς η εικόνα αυτά δεν συνάδει με την άποψη που ακούμε συχνά για τις δικαιολογημένες φιλοδοξίες της χώρας να αποτελέσει σημείο αναφοράς στα ενεργειακά τεκταινόμενα στην περιοχή μας της Ανατολικής Μεσογείου.

 

*Λίγα λόγια για τον Καθηγητή Νίκο Πασαδάκη

Ο Νίκος Πασαδάκης είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΠΕ/ΙΤΕ), Καθηγητής της Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης και συντονιστής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών “Μηχανική Πετρελαίου”.