Την συνειδητοποίηση, στις αρχές του περασμένου Μαρτίου, ότι η πανδημία του Covid 19 δεν αποτελούσε απλά μια Κινεζική υπόθεση αλλά εξελίσσετο τάχιστα σε παγκόσμιο φαινόμενο, ακολούθησαν τα ακραία φαινόμενα στις ενεργειακές αγορές με την απότομη και μεγάλη  πτώση της τιμής του αργού που συμπαρέσυρε αυτήν του φυσικού αερίου ενώ σε πολύ μικρότερο βαθμό επηρέασε τις αγορές ηλεκτρισμού

Παράγοντες της αγοράς και έγκριτοι αναλυτές μέσα σε ένα απόλυτα ρευστό κλίμα προσπαθούσαν μάταια  να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε και που οδηγούντο τελικά  το οι ενεργειακές αγορές. Προβλέψεις και σενάρια ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο με κοινό παρονομαστή την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της ενεργειακής ζήτησης, που τελικά αναδεικνύεται σε καθοριστικό (αλλά όχι τον μοναδικό) παράγοντα για την εξέλιξη και μετεξέλιξη του σημερινού ενεργειακού συστήματος.

Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τον ΙΕΑ η ενεργειακή ζήτηση για το 2020 θα είναι μειωμένη κατά 5.0% σε σύγκριση με το 2019, και θα διαμορφωθεί στα 13.5 mtoe περίπου, ενώ η ζήτηση για πετρέλαιο εκτιμάται ότι θα φθάσει στο 91.7 εκατ. βαρ./ημέρα, δηλαδή μείωση κατά 8.4 εκατ. βαρ./ημέρα σε σχέση με το 2019.

Η λογική λέει, και αυτό αντανακλάται στα περισσότερα σενάρια, ότι μετά την αντιμετώπιση και οριστική πάροδο της πανδημίας του κορωνοϊό η ζήτηση θα επανακάμψει στα προ πανδημίας επίπεδα. Τα διάφορα σενάρια (βλέπε σενάρια τύπου V, U, W, L κλπ) διαφέρουν ως προς τον χρονικό ορίζοντα επανόδου της ζήτησης σε νορμάλ επίπεδα - με εξαίρεση το σενάριο τύπου L και τις διάφορες παραλλαγές του, το οποίο προβλέπει ότι η ενεργειακή ζήτηση στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες (που είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο τμήμα της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης) ουδέποτε θα αποκατασταθεί πλήρως και άρα οδεύουμε σε ένα κόσμο μειωμένης ενεργειακής ταχύτητας. 

Σύμφωνα με το ανωτέρω σενάριο, το οποίο αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς, παράγοντες όπως η διευρυμένη τηλεργασία, η ροπή προς αποκεντρωμένου τύπου επιχειρήσεις και εργασιακή οργάνωση και τελικά η πλήρης επικράτηση του ηλεκτρονικού εμπορίου (οριστικό τέρμα στο λιανεμπόριο όπως το γνωρίζουμε και μάλιστα πολύ σύντομα) θα δράσουν ανασχετικά στην προοπτική επαναφοράς της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης στα προ κορωνοϊού επίπεδα. Σε αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε την τάση προς ένα καθεστώς σχεδόν μόνιμης κοινωνικής αποστασιοποίησης, κάτι  που θα ενθαρρύνεται από εδώ και εμπρός από κυβερνήσεις και πολυεθνικές εταιρείες στο πλαίσιο προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση ενός αναμενόμενου νέου κύματος επιδημιών (θεωρείται πλέον ως δεδομένο ότι ο κόσμος του αύριο θα αντιμετωπίζει συχνά πυκνά νέες επιδημίες παραλλαγές του Covid 19 αλλά και εντελώς νέου τύπου ασθένειες αποτέλεσμα άγνωστων μέχρι σήμερα ιών και λοιμώξεων). 

Παράλληλα με την προοπτική μιας μόνιμης εξασθένησης της ενεργειακής ζήτησης για τους λόγους που αναφέραμε ανωτέρω, θα τρέχει, και θα ενδυναμώνεται, το αφήγημα της Έκτακτης Κλιματικής Ανάγκης (climate emergency) που θα έχει ως αποτέλεσμα την επίσπευση και μεγιστοποίηση των μέτρων για την αντιμετώπιση της (δήθεν) επερχόμενης κλιματικής καταστροφής!  Απτό παράδειγμα η πρόσφατη αναθεώρηση (η δεύτερη μέσα σε διάστημα 5ετών) και εν ριπή οφθαλμού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και με την στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των στόχων για μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου (από 40% σε 60% μέχρι το 2030). Εντύπωση προκαλεί η ευρωπαϊκή σπουδή για τόσο υψηλή και ταχεία μείωση των εκπομπών την στιγμή που οι εκπομπές της γηραιάς Ηπείρου ανέρχονται μόνο στο 12.5% των παγκόσμιων εκπομπών και μάλιστα με μειούμενη τάση την τελευταία 10ετία.

Οι δε υψιπετείς στόχοι  του ευρωιερατείου για το αντιστάθμισμα που θα επιφέρει  η παράλληλη και σε ευρεία κλίμακα ανάπτυξη των ΑΠΕ, η οποία όμως θα επιδοτηθεί με τεράστια ποσά, (το μεγαλύτερο μέρος του €1.5 τρις του Ταμείου Ανάκαμψης) εις βάρος του αγρίως φορολογούμενου πολίτη,  μαζί με την ταχεία μετάβαση σε οικονομία υδρογόνου και την συνεπακόλουθη ανάπτυξη ευρωπαϊκής τεχνολογίας, (που θα  εξάγεται σε όλο τον κόσμο ανταγωνιζόμενη επάξια ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα και Κίνα) δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα ως προς την δυνατότητα επιβίωσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας που παραδοσιακά στηρίζεται σε φθηνή ενέργεια και καινοτομία. Η απότομη και βιαστική διείσδυση και επικράτηση των ΑΠΕ-υδρογόνου με τον επιπόλαιο τρόπο που επιδιώκεται, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αναγέννηση της βιομηχανίας και την τεχνολογική αναβάθμιση των ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών. 

Ασφαλώς και η Ευρώπη δεν είναι η μόνη ήπειρος που σπεύδει να μετασχηματίσει το ενεργειακό  της σύστημα, ώστε να υπηρετεί μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, στοχεύοντας σε μια ενεργειακή μετάβαση. Κίνα  και ΗΠΑ κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση χωρίς όμως να παραβλέπουν (σε αντίθεση με την μηδενιστική αντίληψη της Ευρώπης) τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου το οποίο σε πρώτη φάση αντικαθιστά, στην βιομηχανία και στην ηλεκτροπαραγωγή, τον ρυπογόνο άνθρακα. Η ενεργειακή μετάβαση για τις περισσότερες χώρες εκτός Ευρώπης στηρίζεται στην διεύρυνση της χρήσης φυσικού αερίου και όχι στον περιορισμό του και θεωρώντας το ως βάση για την μετάβαση στην οικονομία του υδρογόνου.

Το πώς θα επιτευχθεί τελικά η πολυπόθητη «Ενεργειακή Μετάβαση» θα εξαρτηθεί κυρίως από τον βαθμό ωριμότητας του πολιτικό -οικονομικού κατεστημένου στις διάφορες χώρες και υπερεθνικά μπλκκ. Προς το παρόν και υπό την πίεση, και την χρηματοδότηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων, τείνει να επικρατήσουν τα τελείως αβάσιμα και πέρα κάθε λογικής φοβικά σενάρια περί μη αναστρέψιμης  Κλιματικής  Αλλαγής και της απόλυτης καταστροφής που θα επιφέρει η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη τα αμέσως επόμενα χρόνια (χωρίς όμως να ορίζεται επακριβώς ποια  είναι αυτή η αύξηση: στους 1,5ΟC, στους 2ΟC  ή στους 3,0 βαθμούς Κελσίου;).

Με τα εν λόγω σενάρια να ασκούν την απαραίτητη ψυχολογική πίεση (όπως το είδαμε ξεκάθαρα στην περίπτωση της ΕΕ) για την απαίτηση όπως εδώ και τώρα και έναντι πάσης θυσίας μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. 

Όμως, με την κλιματολογική επιστήμη να μην είναι ακόμα σε θέση να προβλέψει τις καιρικές συνθήκες σε δύο ή τρεις μήνες από σήμερα είναι τελείως εξωπραγματικό και αφελές  να δηλώνουμε τόσο μεγάλη πίστη στις έωλες προβλέψεις (αποκλειστικά βάσει μαθηματικών μοντέλων) στην διαμόρφωση του κλίματος της Γης σε 10,20 ή και 80 χρόνια από σήμερα. Συμπερασματικά, όσο καλύτερη αντίληψη αποκτήσουμε για τους πραγματικούς (και όχι φανταστικούς) κινδύνους που περικλείει η Κλιματική Αλλαγή, την ύπαρξη της  οποίας δεν αμφισβητούμε, τόσο πιο διαχειρίσιμη, υλοποιήσιμη και οικονομικά εφικτή θα καταστεί η επιχειρούμενη σήμερα Ενεργειακή Μετάβαση.

Μια μετάβαση που θα οδηγήσει σε ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα με μεγαλύτερη ασφαλώς συμμετοχή των λεγόμενων καθαρών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής ενέργειας. Ένα μείγμα όμως που δεν θα αποκλείσει πλήρως τα ορυκτά καύσιμα τα οποία και έχουν ένα συγκεκριμένο ρόλο να παίξουν κατά την περίοδο της Ενεργειακής Μετάβασης, η χρονική διάρκεια της οποίας θα διαρκέσει 30 – 40 χρόνια και όχι 5 – 10, όπως πολύ αφελώς προβλέπει μεγάλη μερίδα κακώς ενημερωμένων και μεροληπτούντων αναλυτών και στελεχών επιχειρήσεων.