Μακρύς ο Δρόμος για την Ενεργειακή Μετάβαση λέει ο ΙΕΑ - Μοχλός οι ΑΠΕ και τα Ηλεκτρικά Δίκτυα

Μακρύς ο Δρόμος για την Ενεργειακή Μετάβαση λέει ο ΙΕΑ - Μοχλός οι ΑΠΕ και τα Ηλεκτρικά Δίκτυα
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 14 Οκτωβρίου 2020 - 09:15

Εν μέσω της βαθιάς παγκόσμιας διαταραχής και αβεβαιότητας που προκαλεί η πανδημία του νέου κορονοϊού, οι κυβερνήσεις των χωρών του πλανήτη χρειάζεται να αναδιατυπώσουν τα σχέδιά τους για την ενεργειακή πολιτική, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται, όχι μόνο η βιωσιμότητα και η αυτάρκεια του ενεργειακού συστήματος, αλλά και η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την προστασία του περιβάλλοντος. 

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), με την εμβληματική έκδοση World Energy Outlook 2020, έρχεται να καταδείξει στο πού θα στραφεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον κατά την προσεχή δεκαετία, διερευνώντας με τη βοήθεια μιας σειράς σεναρίων, τρόπους που μπορούν να συμβάλουν στην έξοδο από την κρίση.

Η έκθεση του IEA υπογραμμίζει, πάνω από όλα, το πως η κρίση θα επηρεάσει τελικά, τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.

Όπως προβλέπει ο ΙΕΑ η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να μειωθεί κατά 5% το 2020, οι εκπομπές CO2 που σχετίζονται με την ενέργεια κατά 7% και οι ενεργειακές επενδύσεις κατά 18%. Η καθιερωμένη προσέγγιση του οργανισμού , δηλαδή, οι συγκρίσεις μέσω διαφορετικών σεναρίων που δείχνουν το πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί ο ενεργειακός τομέας είναι σήμερα πιο σημαντική από ποτέ, με δεδομένη την αβεβαιότητα που διατρέχει τις χώρες του πλανήτη.

(γράφημα που απεικονίζει τη συσχέτιση αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ με τη ζήτηση ενέργειας, σύμφωνα με τα σενάρια του ΙΕΑ. Πηγή: IEA)

Η έκθεση σημειώνει ότι ενώ η μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια συνεχίζει να κερδίζει δυναμική, εν τούτοις απαιτεί τη λήψη και εφαρμογή ταχύτερων και πιο τολμηρών διαρθρωτικών αλλαγών, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για έναν κόσμο με μηδενικές εκπομπές άνθρακα.

Παράλληλα, ο IEA θεωρεί ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο, με την ηλιακή να αποκτά καίρια σημασία, με τη συμβολή υποστηρικτικών κυβερνητικών πολιτικών αλλά και χάρη στη μείωση του κόστους. «Πιστεύω ότι η ηλιακή θα γίνει ο νέος βασιλιάς των παγκόσμιων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Fatih Birol, εκτελεστικός διευθυντής του IEA.

Η μόνη πηγή ενέργειας που αναμένεται να αναπτυχθεί εφέτος, εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού, είναι οι ΑΠΕ, με μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης να προέρχεται ακριβώς από την ηλιακή ενέργεια, κάτι που προβλέπεται να συνεχιστεί και κατά τα επόμενα χρόνια καθώς οι τιμές μειώνονται, καθιστώντας τις ηλιακές εγκαταστάσεις τη φθηνότερη πηγή ενέργειας σε σύγκριση με τις νέες μονάδες άνθρακα και φυσικού αερίου.

(γράφημα που απεικονίζει τη μεταβολή στην παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πηγή: ΙΕΑ)

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αναμένεται να καλύψουν το 80% της αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, παγκοσμίως, στην επόμενη δεκαετία. Παράλληλα, έως το έτος 2025, οι ΑΠΕ θα υποσκελίσουν τον άνθρακα ως βασική πηγή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ, όπως σημειώνεται στην έκθεση, εάν υιοθετηθούν ακόμη πιο επιθετικές πολιτικές, οι Ανανεώσιμες θα διαδραματίσουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.

Στο World Energy Outlook 2020 υποδηλώνεται, επίσης, ότι η ισχυρή διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, πρέπει να συνδυαστεί με υψηλές επενδύσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα. Χωρίς επαρκείς χρηματοδοτήσεις, τα δίκτυα θα αποδειχθούν ο αδύναμος κρίκος στον μετασχηματισμό του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που θα έχει επιπτώσεις στην αξιοπιστία και την ασφάλεια της τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια.

Παράλληλα, τονίζεται ότι τα ορυκτά καύσιμα θα αντιμετωπίσουν διαφορετικές προκλήσεις. Για παράδειγμα, η ζήτηση άνθρακα δεν θα επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα στο «Σενάριο Εκπεφρασμένων Πολιτικών», με το μερίδιό του στο ενεργειακό μείγμα του 2040, να υποχωρεί χαμηλότερα από το 20%, για πρώτη φορά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ωστόσο, η ζήτηση για φυσικό αέριο αυξάνεται θεαματικά, κυρίως στην Ασία, ενώ το πετρέλαιο παραμένει ευάλωτο στις μεγάλες οικονομικές αβεβαιότητες που οφείλονται στην πανδημία.

Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση του ΙΕΑ εκτιμάται ότι η συνολική ζήτηση πετρελαίου για το 2020 αναμένεται να διαμορφωθεί στα 8 εκατ. βαρέλια ημερησίως λιγότερο από ό, τι το περασμένο έτος, 2019, αν και ο Οργανισμός αναμένει την αύξησή της  το 2023. «Η εποχή της παγκόσμιας αύξησης της ζήτησης πετρελαίου θα τελειώσει την επόμενη δεκαετία», αναφέρει ο επικεφαλής του ΙΕΑ, Fatih Birol. «Αλλά χωρίς μεγάλη αλλαγή στις κυβερνητικές πολιτικές, δεν διαφαίνονται ενδείξεις για μια απότομη πτώση. Με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα στην ακολουθούμενη πολιτική, μια παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη θα ωθήσει σύντομα τη ζήτηση πετρελαίου πίσω στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από την κρίση», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό, μεγάλο μέρος της επιστροφής στην ανάπτυξη θα προέλθει από τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, ιδίως όμως την Ινδία. Ωστόσο, στο σενάριο που αφορά σε μια χρονική καθυστέρηση της ανάκαμψης, η ζήτηση πετρελαίου δεν θα ανακάμψει έως το 2027. Η έκθεση σημείωσε τις απότομες οικονομικές συνέπειες για τις χώρες που βασίζονται στην παραγωγή πετρελαίου.

«Τώρα, περισσότερο από ποτέ, οι θεμελιώδεις προσπάθειες διαφοροποίησης και μεταρρύθμισης των οικονομιών ορισμένων μεγάλων εξαγωγέων πετρελαίου και φυσικού αερίου μοιάζουν αναπόφευκτες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο IEA. Επισημαίνει δε πως μεγάλες εταιρείες πετρελαίου θα καταγράψουν σημαντική κάμψη της αξίας των στοιχείων ενεργητικού τους εξαιτίας, ακριβώς, της μετατόπισης της παγκόσμιας αντίληψης για την ενέργεια στο μέλλον.

Όσον αφορά στη ζήτηση φυσικού αερίου, αυτή αναμένεται να μειωθεί κατά 3% το τρέχον έτος, όμως ο Οργανισμός διαβλέπει μια αύξηση της ζήτησης για το καύσιμο κατά την επόμενη δεκαετία, λόγω της ανάπτυξης που θα προέλθει από τις αναδυόμενες οικονομίες. Οι προοπτικές για το φυσικό αέριο έχουν αναθεωρηθεί ελαφρώς από τον περασμένο Απρίλιο, όταν ο ΙΕΑ προέβλεπε ότι η ζήτηση ενέργειας θα μπορούσε να μειωθεί μέχρι σε ποσοστό 6% για το σύνολο του 2020.

Στο «Σενάριο Εκπεφρασμένων Πολιτικών», που αντικατοπτρίζει τις υφιστάμενες ανακοινωθείσες προθέσεις και στόχους πολιτικής, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας ανακάμπτει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν από την κρίση, μόλις στις αρχές του 2023. Ωστόσο, σε περίπτωση παράτασης των συνθηκών της πανδημίας και συνακόλουθης επιβράδυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης,  αυτό δεν συμβαίνει έως το 2025, όπως υποδηλώνεται στο «Σενάριο Καθυστέρησης της Ανάπτυξης». Επίσης, η βραδύτερη αύξηση του ρυθμού της ζήτησης μειώνει τις προοπτικές για τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, σε σύγκριση με τις τάσεις που ενυπήρχαν πριν από την κρίση. Ωστόσο, η αναπόφευκτη μεγάλη υποχώρηση των επενδύσεων αυξάνει τον κίνδυνο μελλοντικής αστάθειας της αγοράς.

Ακόμη, στo World Energy Outlook 2020, επισημαίνεται πως οι παγκόσμιες εκπομπές ρύπων που σχετίζονται με την ενέργεια βαίνουν προς μια μείωση της τάξης του 7% για το τρέχον έτος, καθώς οι οικονομίες των χωρών του πλανήτη συρρικνώνονται λόγω των προσπαθειών για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του φονικού ιού. Όμως, ο Οργανισμός σημειώνει ότι αυτή η προσέγγιση δεν θα οδηγήσει σε μακροπρόθεσμες μειώσεις της ζήτησης, δεδομένου ότι η οικονομική επιβράδυνση αφορά περισσότερο σε ένα έκτακτο γεγονός, παρά σε μια διαρθρωτική αλλαγή.

Oρισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Καναδά, της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ανακοινώσει σχέδια για το κλίμα σύμφωνα με το σενάριο αειφόρου ανάπτυξης της IEA. Αλλά εάν ο κόσμος επιθυμεί  να μειώσει ουσιαστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και με την ταχύτητα που απαιτείται, ο IEA τονίζει ότι πρέπει να υπάρξει συντονισμός σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στο «Σενάριο Αειφόρου Ανάπτυξης», που καταδεικνύει το πώς μπορεί να τεθεί ο κόσμος σε τροχιά επίτευξης των στόχων για τη βιώσιμη ανάπτυξη,  η πλήρης εφαρμογή του σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης του Οργανισμού, μεταφέρει την παγκόσμια ενεργειακή οικονομία σε μια εντελώς διαφορετική τροχιά στην περίοδο μετά την κρίση. Εκτός από την ταχεία ανάπτυξη της ηλιακής και αιολικής τεχνολογίας και της ενεργειακής αποδοτικότητας, τα επόμενα 10 χρόνια θα σημειωθεί σημαντική αύξηση της δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης υδρογόνου και άνθρακα, καθώς και μια νέα δυναμική ώθησης της πυρηνικής ενέργειας.

«Παρά την πτώση ρεκόρ στις παγκόσμιες εκπομπές το τρέχον έτος, ο κόσμος απέχει πολύ από το να έχει πράξει αρκετά για να τις μειώσει με αποφασιστικό τρόπο. Η οικονομική ύφεση έχει καταστέλλει προσωρινά τις εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα, αλλά η ασθενική οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί και στρατηγική για χαμηλές εκπομπές. Είναι μια στρατηγική που θα χρησιμεύσει μόνο για την περαιτέρω εξαθλίωση των πιο ευάλωτων πληθυσμών του κόσμου», είπε χαρακτηριστικά ο Δρ Birol. «Μόνο ταχύτερες διαρθρωτικές μεταβολές στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας μπορούν να ανακόψουν αποτελεσματικά την αύξηση των εκπομπών. Οι κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα και την ευθύνη να λάβουν αποφασιστικά μέτρα για την επιτάχυνση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια και να θέσουν τον κόσμο σε μια πορεία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων μας, συμπεριλαμβανομένων των καθαρών μηδενικών εκπομπών», κατέληξε.