Την στιγμή κατά την οποία η κυβέρνηση δηλώνει ότι σταθερή επιδίωξη της παραμένει η ανάπτυξη του δικτύου φυσικού αερίου της χώρας με παράλληλη επέκταση σειράς άλλων σημαντικών υποδομών και προσβλέπει στο φυσικό αέριο ως βασική πηγή του ενεργειακού μίγματος της χώρας για την επόμενη 20 ετια τουλάχιστον, οι αναστολές της και η αμφισημία της 

για την αναγκαιότητα ανάπτυξης των εγχώριων κοιτασμάτων που διαθέτει η χώρα προκαλεί όχι μόνο έκπληξη αλλά και σοβαρό προβληματισμό. Από την στιγμή κατά την οποία αποφασίστηκε η ταχεία απολιγνιτοποίηση της χώρας (Σεπτέμβριος 2019) με χρονικό ορίζοντα το 2023 ο ρόλος του φυσικού αερίου έχει αναβαθμιστεί αφού αυτό προώρισται να σηκώσει το βάρος, μαζί με τις εισαγωγές ηλεκτρισμού, για την παροχή του λεγόμενου "φορτίου βάσης", που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία των μονάδων ΑΠΕ. Με το φυσικό αέριο να θεωρείται από την ΕΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς ως το καύσιμο γέφυρα για την ενεργειακή μετάβαση, αφού είναι άμεσα διαθέσιμο και οι εκπομπές του είναι 50% με 60% χαμηλότερες από αυτές του άνθρακα. Άρα αποτελεί και τον πλέον εύκολο και γρήγορο τρόπο για ραγδαία μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου, εάν αποδεχθούμε ότι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως οικονομία και κοινωνία.

Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από την επισυναπτόμενη γραφική παράσταση του ΙΕΝΕ που απεικονίζει το μίγμα ηλεκτροπαραγωγής για τον μήνα Αύγουστο, το φυσικό αέριο καταλαμβάνει την μερίδα του λέοντος καλύπτοντας το 42% της ηλεκτροπαραγωγής, με το υπόλοιπο να μοιράζεται μεταξύ των αυξανόμενων εισαγωγών (21,0%), του φθίνοντος λιγνίτη (7,0%), των υδροηλεκτρικών (6,0%) και των ανερχόμενων ΑΠΕ (24,0%).

- Διάγραμμα: Παραγωγή Ενέργειας (MWh) και Μίγμα Καυσίμου στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2020

Με εθνικό στόχο την αύξηση των ΑΠΕ μέχρι το 2030 τόσο στην τελική ενεργειακή κατανάλωση (35%) όσο και στην ηλεκτροπαραγωγή (πάνω απο 60%) και τον απόλυτο μηδενισμό της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής, η συνδρομή του φυσικού αερίου στη διασφάλιση συνεχούς και ομαλής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας θεωρείται κομβικός. Πέρα από το ενισχυμένο ποσοστό του φ. αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή η κατανάλωση του σημειώνει σημαντική αύξηση και σε απόλυτα νούμερα. Έτσι το 2019 αυτή ξεπέρασε τα 5,0 δισεκ.κυβ. μέτρα, ιστορικό υψηλό για την Ελλάδα, ενώ μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι η κατανάλωση θα έχει διπλασιασθεί κυρίως λόγω της αυξημένης ηλεκτροπαραγωγής απο φ. αέριο αλλά και της επέκτασης του δικτύου φ. αερίου σε όλη σχεδόν τη χώρα και την αύξηση της κατανάλωσης στην περιφέρεια. Με την περαιτέρω δραστηριοποίηση και αναβάθμηση του ΔΕΔΑ να κρίνεται ιδαίτερα σημαντικός για την επίτευξη των στόχων για την περαιτέρω διείσδυση του φ. αερίου.

Εν όψει της εκτιμώμενης πολύ μεγαλύτερης χρήσης του φ. αερίου τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην οικιακή, εμπορική και βιομηχανική κατανάλωση η κυβέρνηση προωθεί μια σειρά σημαντικών και απαραίτητων έργων υποδομής. Κορυφαίο μεταξύ αυτών είναι το πλωτό τερματικό FSRU στην Αλεξανδρούπολη το οποίο θα προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες, και κυρίως ευελιξία, στην ενεργειακή προμήθεια της χώρας, η απόλυτα αναγκαία για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας υπόγεια δεξαμενή φ. αερίου στο πεδίο South Kavala έξω από την Θάσο, ο διασυνδετήριος Ελληνο-Βουλγαρικός αγωγός (IGB) και ο διασυνδετήριος αγωγός με τα Σκοπιά (IGNM). Όχι μικρότερης σημασίας είναι η προωθούμενη μετεξέλιξη του Hellenic Trading Point του ΔΕΣΦΑ σε κανονικό και πλήρες λειτουργικό Gas Hub, κάτι το οποίο θα καταστεί δυνατό με την περαιτέρω ανάπτυξη του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (ΕΧΕ) και την διαπραγμάτευση μελλοντικών συμβολαίων φ.αερίου, κάτι που προβλέπεται για το Β Εξάμηνο του 2021.

Ενώ όμως η κυβέρνηση αποδίδει τόσο μεγάλη σημασία στη μεγαλύτερη διείσδυση και χρήση του φυσικού αερίου, κυρίως λόγω της κομβικής συμβολής του στην μείωση των ρύπων, η αδυναμία της για να μην πούμε η πεισματική άρνηση της να προωθήσει και να υποστηρίξει τις έρευνες για την ανακάλυψη και εμπορική εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Όχι μόνο η κυβέρνηση δεν υποστηρίζει τις έρευνες ως έπρεπε, αφού είναι στην ιδαίτερα προνομιακή θέση να έχει ως παραχωρησιούχους μερικές απο τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες ετςιρειες του κόσμου (λχ. ExxonMobil, Total) αλλά δυστυχώς τείνει να υποβαθμίζει συστηματικά τον ρόλο των ερευνών και της αξιοποίησης των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Γιατί πως αλλιώς θα εξηγήσουμε την περιθωριοποίηση του ρόλου του φ. αερίου στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ του Ιανουαρίου 2020, την έξωση του από τον βασικό επενδυτικό κορμό έργων και προτεραιοτήτων του αναπτυξιακού σχεδίου "Πισσαρίδη" ή τις αναφορές του ίδιου του πρωθυπουργού περί "όνου σκιάς" (όπως γράφαμε στο Εnergia.gr εδώ) κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για το περιβάλλον τον περασμένο Μάιο;

Και όλη αυτή η αντίδραση κατά του φυσικού αερίου και των υδρογονανθράκων γενικότερα, τη στιγμή που η χώρα πληρώνει σημαντικά ποσά για εισαγωγές κάθε χρόνο (€5,5 δισεκ. μέσο όρο τα τελευταία πέντε χρόνια) ενώ αυξάνονται σταθερά η κατανάλωση και οι εισαγωγές. Ενώ, είναι βέβαιο ότι η αξιοποίηση των κοιτασμάτων φ. αερίου που αποδεδειγμένα διαθέτει η χώρα, θα δημιουργούσε σοβαρά έσοδα για το κράτος, θα ενίσχυσε την απασχόληση και θα συνέβαλε στις εξαγωγές.

Όπως προκύπτει από αποκλειστικές πληροφορίες του Energia.gr η κυβέρνηση έχει αποφασίσει προς το παρόν τουλάχιστον, και όσο διαρκεί η παρούσα διένεξη με την Τουρκία, το πάγωμα κάθε δραστηριότητας στον χώρο των ερευνών υδρογονανθράκων κάτι εξ άλλου που έγινε ιδιαίτερα εμφανές από τις τελευταίες εξελίξεις στην οργάνωση και αλλαγή αντικειμένου της ΕΔΕΥ. Η δικαιολογία που συνήθως προβάλλεται από κυβερνητικά χείλη και είναι χαρακτηριστικό του συνεχιζόμενου και διαχρονικού φοβικού συνδρόμου της πολιτικής ελίτ, είναι ότι "η τρέχουσα περίοδος εγκυμονεί πολλούς κινδύνους και δεν επιθυμούμε να δημιουργήσουμε νέες εστίες τριβής και αντιπαράθεσης με την Τουρκία". Αγνοώντας φυσικά ότι το 2014 η Ελλάδα, επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, οριοθέτησε και αδειοδότησε όλη την περιοχή, απ´άκρη σε άκρη, νότια της Κρήτης. 

Η σαφής υποχώρηση της κυβέρνησης Κυρ.Μητσοτάκη στο θέμα των υδρογονανθράκων την στιγμή που η χώρα έχει κατοχυρωμένες ερευνητικές περιοχές, έτοιμους να συνδράμουν διεθνώς αναγνωρισμένους επενδυτές και μεγάλα project αξιοποίησης των αποθεμάτων όπως ο αγωγός East Med, που υποστηρίζονται από άλλες χώρες μέσω διακρατικών συμφωνιών, κρύβει όχι μόνον σοβαρές και δυσεξήγητες αντιφάσεις αλλα δυστυχώς προσφέρει και τροφή σε σενάρια συνωμοσιολογίας την στιγμή που δεν θα έπρεπε για εθνικούς λόγους να τίθενται τέτοια διλήμματα.