Την περασμένη Τρίτη (5/5/) ο Πρωθυπουργός μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο που αφορά τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας- που τελικά ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία και αποτελεί πλέον νόμο του κράτους- δήλωσε μεταξύ άλλων αναφερόμενος στο θέμα της έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, "με αυτές τις τιμές  (πετρελαίου) είναι αμφίβολο αν θα υπάρχει ενδιαφέρον για εξορύξεις". Έφερε δε ως παράδειγμα την παραγωγή πετρελαίου στον Πρίνο, που παράγει συνεχώς επί 40 χρόνια και χωρίς την παραμικρή θαλάσσια ρύπανση ή άλλη περιβαλλοντική όχληση, που έχει παύσει όμως να είναι κερδοφόρα λόγω της σοβαρής μείωσης 

της τιμής του αργού τους τελευταίους τρεις μήνες. Ως γνωστό οι τιμές του αργού πετρελαίου έχουν υποχωρήσει κατά μέσο όρο 70% από τις αρχές του χρόνου κυρίως λόγω της υπερπαραγωγής συνέπεια της απότομης μείωσης της ζήτησης λόγω των αυστηρών μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού.

Σχολιάζοντας τις επιφυλάξεις των οικολογικών οργανώσεων και την προσχηματική (αφού επί των ημερών του κατοχυρώθηκαν εννέα νέες παραχωρήσεις για έρευνες σε Ιόνιο και νότια της Κρήτης) κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τις εξορύξεις ο πρωθυπουργός είπε χαρακτηριστικά ότι "ίσως αυτή η συζήτηση να έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις και άρα μπορεί να είναι περί όνου σκιάς". Θέλοντας με αυτή την δήλωση να προβλέψει ότι λόγω της μεγάλης πτώσης των πετρελαϊκών τιμών και του σοβαρού οικονομικού πλήγματος που υφίσταται σήμερα η πετρελαϊκή βιομηχανία να μην υπάρχει τελικά επιχειρηματικό ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνες, πόσο δε ανάπτυξη, των διαφόρων κοιτασμάτων που έχουν εντοπισθεί στην Ελληνική επικράτεια. 

Όμως οι τελευταίες αυτές δηλώσεις του πρωθυπουργού δημιουργούν λάθος εντυπώσεις στην κοινή γνώμη αφού εάν διαβαστούν αποσπασματικά και κατά γράμμα δίδεται η εικόνα ότι η κυβέρνηση  εξετάζει  το ενδεχόμενο να αποσύρει το ενδιαφέρον της για τις έρευνες υδρογονανθράκων την στιγμή που υπάρχουν 13 ενεργές παραχωρήσεις στις οποίες συμμετέχουν μερικές από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές του κόσμου ( ExxonMobil, Total, Repsol). Ασφαλώς και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εάν ληφθεί υπ´ όψη ότι τον περασμένο Οκτώβριο με ειδικό νομοθέτημα η σημερινή κυβέρνηση  επικύρωσε τις έρευνες σε τέσσερες μεγάλες θαλάσσιες περιοχές σε ισάριθμες κοινοπραξίες. 

Ακόμα ο πρωθυπουργός κατά την εισαγωγική του ομιλία στην Βουλή για το ανωτέρω νομοσχέδιο και αντιδρώντας στην κριτική που εξασκείται από τις "περιβαλλοντικές" οργανώσεις και την αντιπολίτευση διευκρίνισε ότι " Ναι, μπορεί να υπάρχει εξορυκτική δραστηριότητα εντός των προστατευόμενων περιοχών", αναφερόμενος στις διατάξεις που διέπουν τις δραστηριότητες εντός των ζωνών βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων που προβλέπει το νέο νομοσχέδιο (Ζώνη 4). 

Συνεχίζοντας ο πρωθυπουργός υπογράμμισε "Προφανώς η κυβέρνηση έχει την άποψη της. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις μπορεί να έχουν μια άλλη άποψη", θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ξεκαθαρίσει ότι η κυβέρνηση  δεν προτίθεται να υποχωρήσει στο θέμα των ερευνών υδρογονανθράκων, οι οποίες μπορούν να πραγματοποιούνται εντός περιοχών που ευρίσκονται εντός της "ζώνης βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων" και υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν αυστηρά τους κανόνες ασφάλειας και περιβαλλοντικής προστασίας.

Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι η συνέχιση και η εντατικοποίηση των ερευνών- όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες στην αγορά με την αναμενόμενη ανάκαμψη των τιμών το 2021- αποτελεί μονόδρομο, για δύο πολύ σοβαρούς λόγους. Πρώτον, με τον προβλεπόμενο διπλασιασμό της κατανάλωσης φυσικού αερίου μέσα στα επόμενα χρόνια, καθώς θα προχωρά η απολιγνιτοποίηση, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να θέλει να αξιοποιήσει τις εγχώριες πηγές της και να μειώσει την οικονομική και ενεργειακή της εξάρτηση, αφού σήμερα εισάγει 100% το πετρέλαιο και φ. αέριο που χρησιμοποιεί. Δεύτερον, τυχόν εγκατάλειψη των ερευνών σε αυτό το στάδιο δίδει το λάθος μήνυμα στην Τουρκία αφού με αυτόν τον τρόπο θα φανεί ότι η Ελλάδα υποχωρεί στις πιέσεις που ασκεί εδώ και χρόνια η Τουρκία, η οποία ισχυρίζεται ότι μόνο αυτή έχει δικαιώματα ερευνών στην περιοχή. Παράλληλα, το ερευνητικό πρόγραμμα της χώρας το οποίο ως γνωστό επιβλέπεται και συντονίζεται από την ΕΔΕΥ, προσφέρει την ευκαιρία στην Ελλάδα να εξασκεί κυριαρχικά δικαιώματα στην ΑΟΖ της (υπαρκτή αλλά μη προκηρυχθείσα ακόμα).