Αναρωτηθήκατε γιατί ο Τσαβούσογλου απείλησε ευθέως και δίχως συστολή την Ελλάδα με πόλεμο, παρουσία ενός πρακτικά άφωνου Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος αρκέστηκε να ψελλίσει σε άπταιστα ερμαφρόδιτα ευρωπαϊκά ότι «υπάρχει θετικό κλίμα για διάλογο (;) ανάμεσα στις δύο χώρες! Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη επειδή οι διακρατικές σχέσεις εμφορούνται από πλήθος «διακλαδώσεων»

αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η Γερμανία και η λοιπή Ευρώπη θεωρεί την Τουρκία σημαντική περιφερειακή δύναμη και έναν δυνητικά σοβαρό εμπορικό εταίρο προς τον οποίο φέρονται, σχεδόν πάντα, με το «γάντι».

Όπως και να έχει, ό,τι κι αν ισχύει, το γεγονός ότι ο Τούρκος ΥΠΕΞ αισθάνεται τόση άνεση να εκστομίζει απειλές οφείλεται στο ότι γνωρίζει πως η Ε.Ε είναι ένας αναποτελεσματικός οργανισμός από τη στιγμή που δεν διαθέτει, επί της ουσίας κοινή πολιτική διπλωματίας και άμυνας. Κοινώς, δεν έχει ενιαίο στρατό!

Μόλις στα τέλη του 2017 και για πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του '50, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε να μελετά ένα σχέδιο εμβάθυνσης και χρηματοδότησης της πολιτικής άμυνας και την μετεξέλιξή της σε αμυντική Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, υπήρξε η αρχική φιλόδοξη προσπάθεια για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού, όμως, η παταγώδης αποτυχία του σχεδίου ανέστειλε κάθε ανάλογη πρωτοβουλία.

Δεν εκπλήσσει, επομένως, κανέναν, το γεγονός ότι οι Τούρκοι αγνοούν την ισχύ που υποτίθεται προβάλει η Ε.Ε ως οργανισμός.

Η «Διστακτική» Ε.Ε.  δεν μπορεί να είναι σύμμαχος της Ελλάδας

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ε.Ε δεν μπορεί να εκληφθεί ως πραγματικός και ουσιαστικός εταίρος της Ελλάδας, ούτε η χώρα μας να αναμένει την «λύτρωση» από αυτήν. Οφείλει να προσφεύγει στα όργανά της και να αναδεικνύει τα θέματα που την αφορούν στις σχέσεις της με την Τουρκία και οιονδήποτε άλλο κακόπιστο γείτονα, αλλά επουδενί δεν πρέπει να εθελοτυφλεί.

Οι εποχές που ο ελληνισμός ανάμενε την λύτρωση από τα ξανθά γένη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Επομένως, τίθεται το ερώτημα: Και τί πρέπει να κάνει μια ελληνική κυβέρνηση για να προασπίσει την ελευθερία και τα εθνικά συμφέροντα;

Σε πρώτη φάση θα πρέπει να κινηθεί στον αρνητικό πόλο του κυκλώματος. Να αρνηθεί κάθε πιθανότητα απευθείας και εφ’ όλης της ύλης «διαλόγου» με τους Τούρκους. Να αρνηθεί να συρθεί στην Χάγη τάχα για να βρεθεί μια λύση με τους γείτονες. Η πρότερη στάση του ΟΗΕ στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό θα πρέπει να αποτελεί οδηγό, πόσο δε μάλλον, όταν οι αποφάσεις του ανωτάτου δικαιοδοτικού οργάνού του, δηλαδή, το δικαστήριο της Χάγης είναι απολύτως δεσμευτικές για τους προσφεύγοντες σε αυτό.

Κατόπιν, να εδραιώσει τις όποιες στρατηγικές συμμαχίες έχει συμπήξει με τις κυβερνήσεις χωρών της Μέσης Ανατολής και της Αραβίας, ώστε να έχει την «βεβαιότητα», πως στην απευκταία περίπτωση ενός πολέμου με τους Τούρκους, να  εξασφαλίσει συνθήκες ευνοϊκής ουδετερότητας από πλευράς τους.

Να εγκαταλείψει την πολιτική που τη θέλει να άγεται και να φέρεται από επιθετικές πρωτοβουλίες τρίτων και την υποχρεώνουν να «τρέχει και να μη φτάνει», όπως αποδείχτηκε με το τουρκολιβυκό μνημόνιο με όλα τα επακόλουθά του, ακόμη και αν αυτά εμπεριέχουν το ψήγμα της θετικότητας –συμφωνίες ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο). Τούτο σημαίνει πως πρέπει να μη φοβηθεί να εφαρμόσει τις αρχές που διέπουν την παγκόσμια διπλωματία. Εγκλώβισμένη αρχικά στην «θαλπωρή» των προστάτιδων δυνάμεων και εν συνεχεία στη μέγγενη φοβικών συνδρόμων –κατευθυνόμενων ή μη δεν έχει σημασία- η ελληνική διπλωματία δεν εξυπηρέτησε, σε μεγάλο βαθμό, τις εθνικές προτεραιότητες.

Εάν η διπλωματία πρέπει να εξελλίσσεται σταδιακά και με στρατηγική περίσκεψη, θα πρέπει, κανονικά, να αναμένουμε πρώτα προς τα πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία με την Τουρκία. Ενδιαμέσως, θα πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά οι πρωταρχικοί και οι δευτερεύοντες στόχοι της χώρας που θα πρέπει να υλοποιούνται κατά στάδια και όταν ευνοούν οι συνθήκες. Επί του παρόντος, οι συγκυρίες και οι συσχετισμοί επιτρέπουν μόνο εικασίες.

Το διεθνές δίκαιο που επικαλείται κάθε ελληνική ηγεσία, έχει δυναμικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της αλλαγής και του εμπλουτισμού του με κάθε νέα απόφαση των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, που συνιστούν εξειδίκευση των κανόνων του με κάθε μιά επιμέρους περίπτωση που εξετάζεται και εκδίδεται απόφαση. Επηρεάζεται και από τις διεθνείς συμφωνίες, αρκεί αυτές να μην παραβιάζουν νόμιμα συμφέροντα άλλων κρατών. Υπ΄αυτή την έννοια καθίσταται επιτακτική η επίσπευση της στρατηγικής συνέργειας με τους γειτονικούς «φιλικούς» λαούς  και η προώθηση πολιτικών που περιχαρακώνουν τα εθνικά συμφέροντα –βλέπε επέκταση χωρικών υδάτων και ολοκλήρωση των συμφωνιών ΑΟΖ με τις όμορες χώρες.  

Η παράμετρος της ενέργειας στις σχέσεις με την Τουρκία

To πόσο αναγκαία και κρίσιμη για τη διαφύλαξη των συνόρων και την προστασία των εθνικών συμφερόντων είναι η ριζική αλλαγή πλεύσης της ελληνικής διπλωματίας, αλλά και μια προσυμφωνημένη σύμπραξη του πολιτικού και βιομηχανικού προσωπικού της χώρας, ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική ευρωστία του κράτους και των πολιτών, αποτυπώνεται στην ενεργειακή εξάρτησή μας από τις εισαγωγές.

Η Ελλάδα εισάγει το 98% του αργού πετρελαίου που καταναλώνει και το 100% του φυσικού αερίου, (τα αντίστοιχα ποσοστά στην Τουρκία είναι 95,7% και επίσης 100%) αλλά σε αντίθεση με τους γείτονες, που δεν δεσμεύονται από κανέναν και από τίποτε, έχει αποφασίσει, κατά τα φαινόμενα, να αδρανοποιήσει το όπλο της έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, να επισπεύσει την απολιγνιτοποίηση και να στραφεί ανυπερθέτως στην ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ και τις εισαγωγές ρεύματος και φ. αερίου. Ήτοι, μοιάζει να θέτει τα βασικά ενεργειακά όπλα της παρά πόδα, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για την ασφάλεια της χώρας.   

Τουλάχιστον, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την στρατηγική θέση της στον παγκόσμιο χάρτη της ενέργειας έχει μετατραπεί την τελευταία 20ετία, σε μια υπολογίσιμη διαμετακομιστική δύναμη φυσικού αερίου, καθώς διαθέτει ένα ευρύ δίκτυο αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, γεγονός που της επιτρέπει, όπως έχει πράξει και κατά το παρελθόν, να εκβιάζει την Ελλάδα, μειώνοντας τις ροές του καυσίμου στον αγωγό που διέρχεται τους Κήπους, στον Έβρο. Η διμερής αντιπαράθεση έληξε, τελικά, το 2019, μετά προσφυγή στην Διαιτησία, όταν το Δικαστήριο της Στοκχόλμης δικαίωσε την ΔΕΠΑ η οποία ζητούσε τη μείωση της τιμής του καυσίμου που της μεταπωλούσε η τουρκική Botas αλλά και την παράδοση των συμφωνηθέντων ποσοτήτων που η άλλη πλευρά παρακρατούσε, προβάλλοντας προσχηματικούς λόγους.

Θυμίζουμε ότι η Ελλάδα εισάγει, σήμερα, το 17% του φυσικού αερίου που καταναλώνει ετησίως, με το καύσιμο να προέρχεται από το Αζερμπαϊτζάν.

Η νέα σοβαρή κρίση στις σχέσεις μας με την Τουρκία, η τέταρτη στη σειρά από το 1974 (Ιούλιος-Αύγουστος 1976 με το Σισμίκ, Μάρτιος 1987, Ιανουάριος 1996, με τα Ίμια) σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της γειτονικής χώρας σε ενεργειακό κόμβο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης (μόνο ο αγωγός ΤΑΝΑP/TAP θα μεταφέρει μέσω Τουρκίας, στην Ελλάδα και την Αλβανία, αρχικά 10 δισ. κυβικά μέτρα φ. αερίου ετησίως, με δυνατότητα αύξησης της χωρητικότητά του σε 20 δισ. κυβικά μέτρα στο εγγύς μέλλον, για να μην αναφέρουμε τις μεγάλες δυνατότητες του αγωγού TurkStream) σημαίνει ένα και μόνο: την αύξηση της εξάρτησης της χώρας μας (δυνητικά και της υπόλοιπης Ευρώπης) σε φυσικό αέριο από την Τουρκία από το 17% σήμερα, σε ποσοστό που ενδέχεται να φθάσει ακόμη και στο 80%.

Ανάλογη είναι η εικόνα και στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, με την Ελλάδα να διασυνδέεται με την Τουρκία στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου Ανταλλαγής Ηλεκτρικής Ενέργειας που υπέγραψαν οι δύο χώρες στην Αγκυρα, τον Ιούλιο του 2007.

Η Ελλάδα είναι μεγάλη χώρα

Είναι όλα αυτά καταδικαστικά για την Ελλάδα; Όχι βέβαια. Η Ελλάδα είναι μια μεγάλη χώρα σε πείσμα των όσων περί του αντιθέτου με τα οποία μεγάλωσαν οι τελευταίες γεννιές στην χώρα. Μπορεί η εδαφική έκτασή της να μην ξεπερνά τα 132 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, συμπεριλαμβανομένων των υδάτων που περικλείονται από τη στεριά, αλλά αν προσθέσει κανείς τη θάλασσα που μας περιβάλει, θα καταλάβει το πόσο μεγάλη χώρα είμαστε.

Όπως και η Πορτογαλία, που για να μπορέσει να αναπτυχθεί αποφάσισε να κρατήσει αποστάσεις από την ηπειρωτική Ευρώπη και να ξανοιχτεί, για άλλη μια φορά στον Ατλαντικό Ωκεανό, από τον οποίο πλούτισε και έγινε μεγάλη δύναμη στο παρελθόν, (άρθρο του energia.gr 8/7/2020 εδώ) οι θάλασσές μας θα πρέπει να αναδιατάξουν εκ βάθρων την στρατηγική μας. Θα χρειαστεί να επανεφεύρουμε την ναυτική ταυτότητά μας, προσαρμοσμένη στις επιταγές της σύγχρονης εποχής, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.

Δεν μας "παίρνει" να συνεχίσουμε να θρηνούμε για χαμένες πατρίδες και χαμένες ευκαιρίες. Πρέπει να πάψουμε να είμαστε η χώρα του "Δεν Ξεχνώ" και να γίνουμε η χώρα του θα μας "Θυμούνται"!    

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr