Όσο κι αν μας λυπεί ως Έλληνες, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Τουρκία ούτε απομονωμένη είναι, ούτε χαμένη από την επιθετική πολιτική της. Κάθε άλλο, οι εξελίξεις δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Με τη βοήθεια της Ρωσίας, η Άγκυρα έχει αναδειχθεί σε ισχυρό παίκτη στην Μέση Ανατολή, επιβάλλοντας την παρουσία 

της, τόσο στις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Συρίας όσο και της Λιβύης. H δε υλοποίηση του Turkish Stream αναδεικνύει την Τουρκία σε σημαντικό ενεργειακό προμηθευτή της ΕΕ και δη της Ελλάδος. Εάν σε αυτό προστεθεί και το προσφυγικό, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τις τουρκικές ορέξεις, κάτι που αναμένεται να λειτουργήσει πρωτίστως εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων.   

Το τελευταίο διάστημα, η στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία γίνεται όλο και ηπιότερη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πολύ προσεκτική φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα στις 11 Ιανουαρίου. Όχι μόνο χαιρέτισε την κοινή δήλωση των προέδρων Ερντογάν και Πούτιν για την κατάπαυση πυρός στην Λιβύη, αλλά εξέφρασε και την κατανόηση της Ένωσης όσον αφορά τις τουρκικές ανησυχίες για την ασφάλεια στην βορειοανατολική Συρία, επιμένοντας ωστόσο στη συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο. Για την Κύπρο περιορίστηκε απλώς στο να εκφράσει την πλήρη αλληλεγγύη της ΕΕ. Όσο για το πρόσφατο μνημόνιο κατανόησης ανάμεσα στη Λιβύη και την Τουρκία, το οποίο έχει καταγγείλει ως παράνομο και άκυρο η Ελλάς, αρκέστηκε στο να εκφράσει την ανησυχία της ΕΕ.

Την ίδια ώρα η Άγκυρα έχει αναδειχθεί σε βασικό διαπραγματευτή για το μέλλον της Λιβύης, με τον Ερντογάν να καλείται εσπευσμένως στο Βερολίνο την ερχόμενη Κυριακή, ημέρα που αναμένεται να πραγματοποιηθεί και η διεθνής διάσκεψη για την Λιβύη. Στην διάσκεψη αυτή -μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές-  δεν είχε προσκληθεί η Ελλάδα, η οποία απουσιάζει από όλες τις μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον των γειτόνων της, είτε πρόκειται για την Συρία, είτε για την Λιβύη. Για να είμαστε δίκαιοι, οι ευθύνες γι αυτό δεν βαρύνουν μόνο τη τωρινή κυβέρνηση, αλλά οφείλονται ως επί το πλείστων στην απουσία συνεκτικής  εξωτερικής πολιτικής με συγκεκριμένους στόχους εις βάθος χρόνου. Κάτι που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι διαθέτει η Τουρκία, που έχει καταφέρει να «εξημερώσει» ακόμη και τους πλέον αντιδραστικούς Γερμανούς, εκ των πλέον ένθερμων πολέμιων  της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο, ότι το Βερολίνο βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα για το άνοιγμα τριών τουρκικών σχολείων σε Φρανκφούρτη, Κολωνία και Βερολίνο. Προσπαθώντας να κάμψουν τις  έντονες αντιδράσεις των Βαυαρών εταίρων τους, ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης Μέρκελ επιμένουν ότι τα σχολεία αυτά θα λειτουργήσουν βάσει των γερμανικών κανόνων και αξιών. Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι τα εκπαιδευτικά αυτά ιδρύματα δεν θα έχουν ειδικά προνόμια.

Επιπλέον, κανείς δεν θα πρέπει να υποτιμήσει και τους Ούγγρους συμμάχους του Ερντογάν, που κάνουν όλο και πιο συχνές παρεμβάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες, ο Ούγγρος υπουργός Εξωτερικών Peter Szijjarto ζήτησε από τον νέο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Τζοσέπ Μπορέλ την υιοθέτηση πιο ήπιας γλώσσας απέναντι στην Τουρκία. Εστιάζοντας στη συμφωνία για το προσφυγικό, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι «η Τουρκία είναι ο εγγυητής της ευρωπαϊκής ασφαλείας», καθώς ανακόπτει το κύμα μετανάστευσης προς την Ευρώπη και συνάμα είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα μάλιστα με μια έρευνα που διεξήγαγε το ουγγρικό think tank Political Capital, σε συνεργασία με το Social Development Institute και το Prague Security Studies Institute, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία παραμένουν πολύ εκτεθειμένες στην επιρροή της Ρωσίας, της Κίνας και της Τουρκίας, καθώς η δημοκρατία στις περιοχές αυτές κλυδωνίζεται, οι δημόσιες αρχές είναι αποδυναμωμένες και η λαϊκίστικη ρητορική συνεχίζει να θριαμβεύει. 

Η γενικότερη εικόνα συμπληρώνεται και από την επικίνδυνη εξάρτηση της Ευρώπης και δη της Ελλάδος από την ρωσοτουρκική ενεργειακή συνεργασία που πλέον έχει λάβει σάρκα και οστά. Την 1η Ιανουαρίου, η Ρωσία άρχισε τη μεταφορά φυσικού αερίου σε Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία μέσω του Turkish Stream, αντικαθιστώντας μια διαδρομή που προηγουμένως περνούσε από την Ουκρανία και τη Ρουμανία. Σημειώνεται ότι πέρσι η Gazprom έστειλε περίπου 3 δισ. κυβικά μέτρα στην Ελλάδα μέσω της εν λόγω διαδρομής. Πολιτικοί επιστήμονες ήδη προειδοποιούν ότι ο ενεργειακός άξονα Μόσχας-Άγκυρας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την Ευρώπη. Σύμφωνα με την  Die Welt , τα αρχικά στα σχέδια των Ευρωπαίων ήταν η Τουρκία, στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, να εξελιχθεί σε έναν αξιόπιστο εταίρο σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας. Όμως με την νέα ενεργειακή τους συμμαχία, Μόσχα και Άγκυρα είναι πλέον σε θέση να ασκήσουν ευρύτερες πιέσεις στην ΕΕ προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Και στην περίπτωση της Τουρκίας γνωρίζουμε ήδη ποιος θα είναι ο μεγάλος χαμένος...