Πριν δυο εβδομάδες (6-7 Ιουνίου), το ΙΕΝΕ οργάνωσε με εξαιρετική επιτυχία το Vienna Energy Transition Forum (VETF), μια άκρως ενδιαφέρουσα συνάντηση στη Βιέννη, την ενεργειακή πρωτεύουσα της Ευρώπης, για να αποτιμήσει αφ´ ενός μεν την πρόοδο που έχει επιτελεσθεί μέχρι σήμερα στην Ενεργειακή Μετάβαση (Energy Transition) και αφ´ ετέρου να 

αξιολογήσει και συζητήσει τις προκλήσεις που διαγράφονται κατά τα επόμενα χρόνια. Ως γνωστό, η φάση της ενεργειακής μετάβασης προβλέπει τη σταδιακή απανθρακοποίηση του συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο και την παράλληλη εξάπλωση της χρήσης του ηλεκτρισμού ως της βασικής μορφής ενέργειας για κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών. Με την Ενεργειακή Μετάβαση να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής για τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου και τη συγκράτηση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά +2,0 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100, σύμφωνα με τις προβλέψεις της συμφωνίας των Παρισίων του 2015 (COP 21).

Βασική διαπίστωση του VETF είναι το γεγονός ότι η επιχειρούμενη σήμερα Ενεργειακή Μετάβαση εμφανίζεται σχεδόν στάσιμη παρά τις τεράστιες προσπάθειες που καταβάλλονται από κυβερνήσεις και εταιρείες για την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος με μείωση της συμμετοχής των στερεών καυσίμων και του πετρελαίου και αύξηση των ΑΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, το έτος 2000 το 81% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης ικανοποιείτο από στερεά καύσιμα και υδρογονάνθρακες, ενώ το 2018 το ποσοστό αυτό παραμένει σχεδόν το ίδιο στο 80% για μια αρκετά μεγαλύτερη όμως ενεργειακή ζήτηση (10.027 Μtoe το 2000 και 13.972 το 2017). Παρατηρούνται μικρές διαφοροποιήσεις, αφού το φυσικό αέριο έχει αυξήσει το ποσοστό του εις βάρος του πετρελαίου, ενώ οι ΑΠΕ έχουν καταλάβει ένα πολύ μικρό μέρος (9,5% από 6,6% το 2000, ενώ ο άνθρακας έχει αυξήσει το ποσοστό του στο 26,8% από το 23,0% το 2000) στην παραγωγή ηλεκτρισμού.

Είναι προφανές ότι ο δρόμος προς την απανθρακοποίηση αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολος και τραχύς, χωρίς εύκολες λύσεις, ενώ τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής είναι μάλλον πτωχά. Άρα υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις μπροστά μας εάν πράγματι επιθυμούμε να δούμε το ενεργειακό ισοζύγιο του πλανήτη να αρχίσει να αλλάζει με μικρότερη χρήση άνθρακα και υδρογονανθράκων. Για την Ευρώπη, η εμμονή ορισμένων για στόχευση ενός περιβάλλοντος μηδενικών ρύπων μέχρι το 2050 έναντι οιουδήποτε κόστους ενέχει σοβαρούς κινδύνους αποσταθεροποίησης της οικονομίας μέσω της εκχώρησης βιομηχανικών και άλλων κερδοφόρων δραστηριοτήτων σε άλλες χώρες (λχ. Ινδία, Κίνα, ΝΑ Ασία), οι οποίες θα συνεχίσουν ανέμελα και χωρίς κυρώσεις την παραγωγή ενέργειας από συμβατικά καύσιμα εις βάρος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Τη στιγμή μάλιστα που, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του BP Statistical Review, οι ευρωπαϊκές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αντιστοιχούν μόλις στο 10,1% των παγκόσμιων εκπομπών CO2, με προοπτική αυτές να μειωθούν στο 7,0% το 2040, η Ευρώπη αυτομαστιγώνεται, προσπαθώντας να αποτρέψει δια του παραδείγματος την επικρεμάμενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη από μία ανεξέλεγκτη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας.

Λίγοι είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται ότι η επιδίωξη υψηλών στόχων για τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου δεν είναι ανέξοδη, ενώ η αναπτυσσόμενη νέα πράσινη οικονομία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αντισταθμίσει τις όποιες απώλειες σε παραγόμενο ΑΕΠ και θέσεις εργασίας. Για την Ελλάδα και άλλες χώρες στην ΝΑ και Κεντρική Ευρώπη, όπου η ηλεκτροπαραγωγή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον εγχώριο άνθρακα ή λιγνίτη, αποτελώντας βασική βιομηχανική δραστηριότητα, το κόστος απεξάρτησης θα είναι ιδιαίτερα υψηλό και αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός η αντίληψη ότι η απανθρακοποίηση μπορεί να γίνει χωρίς σοβαρή οικονομική βοήθεια και επιδότηση. Ουδείς όμως από τους, κατά τα αλλά λαλίστατους, περιβαλλοντολόγους δεν έχει ασχοληθεί με το τεράστιο οικονομικό κόστος του ενεργειακού μετασχηματισμού και με ποιον τρόπο και από πού θα εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι. Για αυτό στην τελευταία συνάντηση κορυφής στις Βρυξέλλες, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία -χώρες που οι οικονομίες τους εξαρτώνται από τον άνθρακα- εμπόδισαν τη λήψη απόφασης για την υιοθέτηση στόχων για μηδενικούς ρύπους το 2050, όσο ευρίσκονται σε εκκρεμότητα αποφάσεις από την ΕΕ για την οικονομική στήριξη των οικονομιών που θα πληγούν από την απανθρακοποίηση.

Χωρίς να είμεθα κατ´ ουσία αντίθετοι στην ανάγκη διαφοροποίησης του ενεργειακού μίγματος με μείωση του ποσοστού του άνθρακα και των υδρογονανθράκων με την παράλληλη αύξηση των ΑΠΕ, εν τούτοις θα πρέπει να επισημάνουμε ότι εάν δεν προσέξουμε, το όλο εγχείρημα ριζικής αλλαγής του ενεργειακού μας μίγματος μπορεί να αποβεί εθνικά επιζήμιο τόσο από οικονομικής άποψης, όσο και από πλευράς ενεργειακής ασφάλειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τους στόχους της πρόσφατης έκθεσης του ΕΣΕΚ, η Ελλάδα μέχρι το 2030 θα πρέπει να προσθέσει κατ’ ελάχιστον 8,0 GW σε ΑΠΕ, ενώ ανεξάρτητοι αναλυτές εκτιμούν ότι το νούμερο αυτό θα πρέπει να ανέλθει στα 12,0 GW (επιπλέον των 3,0 GW που είναι ήδη εγκατεστημένα) με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος σε αιολικά και φωτοβολταϊκά, ενώ αναμένεται και αύξηση στην κατανάλωση φυσικού αερίου στα 4,45 bcm (με ανεξάρτητους αναλυτές να προβλέπουν διπλάσιο νούμερο μέχρι το 2030).

Με δεδομένο ότι τα αιολικά και φωτοβολταϊκά έχουν ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία (ζήτημα εάν φθάνει το 15%), ενώ το φυσικό αέριο εισάγεται 100%, οι οικονομικές επιπτώσεις προδιαγράφονται τελείως αρνητικές για το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Εκτός εάν η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου αποφασίσει να δώσει σοβαρά κίνητρα και να άρει τα υπάρχοντα αντικίνητρα σε μια προσπάθεια δημιουργίας εγχώριας βιομηχανίας ΑΠΕ. Διότι με την προοπτική 8,0 με 12,0 GW αιολικών και φωτοβολταϊκών, το διακύβευμα υπέρ της δημιουργίας και στήριξης της εγχώριας βιομηχανικής δραστηριότητας στις ΑΠΕ είναι πολύ μεγάλο για να αγνοηθεί. Το ίδιο ισχύει και για τον τομέα του φυσικού αερίου, όπου θα πρέπει με κάθε τρόπο να ενισχυθούν οι προσπάθειες, που επιτέλους μετά από χρόνια ηθελημένης και βλακώδους αποχής, έχουν ξεκινήσει πάλι. Η ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου μόνο θετικές επιπτώσεις μπορεί να έχει σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.

Συμπερασματικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η όλη μέχρι στιγμής συζήτηση σε Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα για την Κλιματική Αλλαγή και την συνεπακόλουθη ενεργειακή στρατηγική διεξάγεται σε λάθος βάση, αφού οι προτεραιότητες δεν πρέπει να είναι η εγκατάλειψη του παρόντος ενεργειακού μίγματος πάση θυσία με στόχο την ραγδαία μείωση των ελληνικών εκπομπών (που έτσι και αλλιώς ευρίσκονται σε καθοδική τροχιά τα τελευταία 10 χρόνια και είναι απειροελάχιστες σε ευρωπαϊκό επίπεδο), αλλά η διατύπωση ενός ρεαλιστικού νέου παραγωγικού και καταναλωτικού ενεργειακού μοντέλου με μέγιστα οφέλη για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.