Το οποίο αποτέλεσε πρόγευση για την απόλυτα υπεροπτική στάση, απέναντι στην Ελλάδα, που φαίνεται ότι προτίθεται να ακολουθήσει απ’ εδώ και εμπρός η Τουρκία. Με την Τουρκία, μετά την εμφάνιση Ερντογάν στα ΗΕ, όχι μόνον να επιμένει αλλά να ανανεώνει την αναθεωρητική της ατζέντα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Μια στάση που ενισχύεται μετά την απόλυτα θετική, για τον Τούρκο Πρόεδρο, συνάντηση του με τον Πρόεδρο Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Αλλά και την συνάντηση μεταξύ Τραμπ και των ηγετών του Αραβικού Συνδέσμου, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, όπου ο Ερντογάν παρακάθισε σε περίοπτη θέση στα δεξιά του Τραμπ. Με την Τουρκία, αν και δεν θεωρείται Αραβικό έθνος, να συμμετέχει σε συνάντηση Αραβικών κρατών. Πιο ξεκάθαρη σημειολογία δεν μπορούσε να υπάρξει ως προς το ειδικό βάρος που έχει η Τουρκία στην διοίκηση Τραμπ σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με τον Αραβικό κόσμο και όχι μόνο.
Στον απόηχο των γεγονότων των τελευταίων ημερών, και επειδή πρόκειται να επηρεάσουν καταληκτικά τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα, θα πρέπει να σταθούμε σε δύο από αυτά. Πρώτον, στην ομιλία του Τούρκου Προέδρου στα Ηνωμένα Έθνη, όπου, μεταξύ άλλων, περιέγραψε δημόσια την Ανατολική Μεσόγειο «δυτικά» της Κύπρου εμφανίζοντας την περίπου ως Τουρκική λίμνη. Μεταξύ άλλων δήλωσε: «Η Τουρκία έχει δικαιώματα και δικαιοδοσία δυτικά της Κύπρου, ενώ οι Τουρκοκύπριοι έχουν νόμιμα δικαιώματα γύρω από το νησί» (υπονοώντας και νότια της Μεγαλονήσου). Ακολούθως υπογράμμισε, «…δεν θα ευοδωθούν τα έργα που αποκλείουν την Τουρκία και την ΤΔΒΚ στην Ανατολική Μεσόγειο»
Δεν είναι τυχαίο ότι στην συνέχεια ο Ερντογάν επανέφερε την πρόταση του για την σύγκλιση Διάσκεψης της Ανατολικής Μεσογείου, με στόχο, όπως είπε, «την ανάπτυξη κοινού εδάφους» για τα ενεργειακά και τα θαλάσσια ζητήματα της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε: « Θέλουμε να δούμε το Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο ως λεκάνη σταθερότητας και ευημερίας, όπου τα νόμιμα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων μερών γίνονται σεβαστά. Είμαστε έτοιμοι για εποικοδομητική συνεργασία σε όλα τα θέματα, ιδίως στην ενέργεια και στο περιβάλλον. Αναμένουμε το ίδιο και από τους γείτονες μας» Υπονοώντας, εμμέσως πλην σαφώς, αφού πρώτα οι «γείτονες μας» αναγνωρίσουν σε εμάς την έκταση που αντιστοιχεί στην Γαλάζια Πατρίδα.
Το δεύτερο θέμα που προκύπτει από το πρόσφατο πέρασμα Ερντογάν από τις ΗΠΑ είναι τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον Πρόεδρο Τραμπ την περασμένη Πέμπτη (25/9). Ασχέτως των όσων αποφασίστηκαν ή δρομολογήθηκαν αναφορικά με τις αγορές αμερικανικών πολεμικών και πολιτικών αεροπλάνων από την Τουρκία και την ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας (βλέπε πυρηνικά και LNG) μεταξύ των δύο χωρών, το πλέον σημαντικό (και αφορά άμεσα την Ελλάδα) είναι η ενίσχυση του κύρους του Τούρκου Προέδρου τόσο στο εσωτερικό αλλά πρωτίστως στο διεθνές πεδίο. Δεν είναι συνηθισμένο ένας Αμερικανός Πρόεδρος να έχει συνομιλίες για 2,5 ολόκληρες ώρες με ένα ομόλογό του άλλης χώρας. Η ενίσχυση του κύρους και της ακτινοβολίας ενός ηγέτη δεν περιορίζεται ασφαλώς στο επίπεδο συμβολισμών. Παράγει, όμως, υλικά και πολιτικά αποτελέσματα ως έκφραση της δύναμης ενός κράτους.
Στα δε άμεσα αποτελέσματα της συνάντησης Ερντογάν-Τραμπ θα πρέπει να επισημάνουμε την συνεργασία στη ενέργεια, με έμφαση την απόκτηση Αμερικανικής πυρηνικής τεχνολογίας για παραγωγή ηλεκτρισμού και την προμήθεια Αμερικανικού LNG βάσει μακροπρόθεσμων συμβάσεων. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η Ελλάδα που διευκολύνει τους Αμερικανούς παραγωγούς LNG με επιπλέον προμήθειες ικανές να πνίξουν με αέριο όλες τις χώρες της περιοχής. Μπορεί η Ελλάδα να έχει κάνει σημαία της τον Κάθετο Διάδρομο (Vertical Corridor) και το πώς μέσα από αυτόν θα προωθείται το Αμερικανικό LNG σε όλες τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, αλλά εξ ίσου σοβαρό λόγο σε αυτή τη υπόθεση έχει πλέον και η Τουρκία. Κάτι που επιβεβαιώθηκε περίτρανα μέσα από την συνάντηση Ερντογάν - Τραμπ.
Κορυφαίο εθνικό θέμα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, την τρέχουσα περίοδο αποτελεί το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδος-Κύπρου το οποίο έχει αναλάβει και υλοποιεί ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ). Το οποίο αφορά την κατασκευή και πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου (μήκους 1900 χλμ. και δυνατότητα μεταφοράς 2.0 GW ηλεκτρικού φορτίου) που θα ενώνει, μέσω Κρήτης, το Ελληνικό - και κατ´ επέκταση το ευρωπαϊκό - ηλεκτρικό δίκτυο με αυτό της Κύπρου. Ένα έργο στο οποίο έχουμε κατ´ επανάληψη αναφερθεί σε αρθρογραφία μας και αποτελεί κλειδί για την άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου.
Φαινομενικά το έργο φαίνεται ότι έχει παγώσει μετά την αδυναμία του ΑΔΜΗΕ να προχωρήσει τις βυθομετρικές έρευνες ανατολικά και νότιο-ανατολικά της Κρήτης, μετά την δυναμική παρέμβαση του Τουρκικού στόλου ανοικτά της Κάσου (Ιούλιος 2024) και λίγο αργότερα ανοικτά του Αγίου Νικολάου (Δεκέμβριος 2024). Με την Άγκυρα να δείχνει αποφασισμένη - κάτι που επιβεβαιώθηκε από την ομιλία Ερντογάν στα ΗΕ- να εμποδίσει με κάθε τρόπο την πρόοδο του έργου. Όμως, σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, έχει ήδη ολοκληρωθεί το 60% των βυθομετρικών ερευνών από τον ΑΔΜΗΕ και τον εργολάβο του για τη κατασκευή του καλωδίου, την Γαλλική Nexans, ενώ ο Διαχειριστής έχει μέχρι στιγμής εκταμιεύσει περί τα € 250 εκατ., από ένα συνολικό προϋπολογισμό € 1,9 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, το έργο έχει προχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό για να εγκαταλειφθεί χωρίς σημαντική οικονομική και πολιτική ζημία, ενώ, παρά τις όποιες διαφωνίες που έχουν προκύψει με την Κυπριακή κυβέρνηση, αυτό υποστηρίζεται σθεναρά από την ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς επείγει η επέκταση προς ανατολάς και νότο του ευρωπαϊκού ηλεκτρικού δικτύου. Ας μην ξεχνάμε ότι η δεύτερη φάση του έργου, βάσει συμφωνίας που έχει υπογραφεί, προβλέπει την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου-Ισραήλ και, άρα, αποτελεί ένα πρώτο στάδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης του ευρωπαϊκού δικτύου με αυτό της Μέσης Ανατολής. Από αυτή την άποψη, το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο για την ΕΕ.
Χωρίς αμφιβολία το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, πέρα από τον κομβικό ρόλο που έχει στην διαχείριση των ενεργειακών ροών στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία, πρωτίστως για την Ελλάδα, και θα αποτελούσε εθνική υποχώρηση πρώτου βαθμού η τυχόν εγκατάλειψη του. Γι’ αυτό η Ελληνική κυβέρνηση, στον απόηχο της συνάντησης Ερντογάν - Τραμπ και της σκλήρυνσης της στάσης της Άγκυρας με στόχο τον απόλυτο έλεγχο ενεργειακών ερευνών και έργων υποδομής στην ευρύτερη περιοχή, θα πρέπει - αφού αναλύσει εκ βάθρων την όλη κατάσταση - να προχωρήσει σε ριζικό επανασχεδιασμό της στρατηγικής της με στόχο την συνέχιση και κατασκευή του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης.
Ως για το ποια θα πρέπει να είναι η νέα στρατηγική για την υλοποίηση του έργου αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί έτσι απλά στο πλαίσιο αρθρογραφίας, αλλά, κατά την άποψη μας, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και διαβούλευσης σε υψηλότατο κυβερνητικό επίπεδο αφού έχει σημαντικές προεκτάσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση η νέα στρατηγική που καλείται να μελετήσει και εφαρμόσει η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση του έργου, και, άρα, να αποβλέπει σε άμεση εμπλοκή των Βρυξελλών, όσο και στην συμμετοχή του Ισραήλ στο project. Ειδικότερα, χωρίς η Ελλάδα να παραιτείται από την υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων που τής δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και της εθνικής της κυριαρχίας – ακόμη και με την επίδειξη ισχύος – θα πρέπει να καταστήσει σαφές στην ΕΕ ότι το καλώδιο Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ είναι ένα έργο που αφορά πρωτίστως την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και, άρα, θα πρέπει εκείνη να βγει μπροστά απέναντι στην Άγκυρα και στις επιβουλές της.