Το ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων είναι ευαίσθητο και στις …πολιτικές αναταράξεις. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι, οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ξεπέρασαν και πάλι το ψυχολογικό όριο των 20 ευρώ ανά τόνο και πλησίασαν τα 21 ευρώ την περασμένη Δευτέρα. 

Αιτία; Η είδηση ότι η πρωθυπουργός της Βρετανίας κυρία Τερέζα Μέι θα ανέβαλε την προγραμματισμένη (για σήμερα Τετάρτη) ψηφοφορία σχετικά με τη συμφωνία Βρυξελλών – Λονδίνου για το Brexit.

Οι τιμές των δικαιωμάτων έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Αυτό συνέβη και προχθές, με τη δημοσίευση των πρώτων πληροφοριών που αφορούσαν τις προθέσεις της βρετανίδας πρωθυπουργού.

Με δεδομένο μάλιστα ότι πλέον οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο Ρύπων επιφέρουν κραδασμούς στον ενεργειακό τομέα στην Ευρώπη, οι εξελίξεις ακουμπούν και την εγχώρια αγορά  και δη την οικονομική βιωσιμότητα του λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής και κατ’ επέκταση τον διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτών της ΔΕΗ. Είναι αξιοσημείωτο ότι, η δαπάνη της ΔΕΗ για CO2, σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα του ομίλου για το α΄ εξάμηνο 2018, αυξήθηκε σε 107,2 εκατ. ευρώ από 60,9 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2017.

Και βάσει των κατευθύνσεων της ΕΕ για σταδιακό περιορισμό των επικίνδυνων για το κλίμα εκπομπών, όλα τα επιστημονικά σενάρια προβλέπουν αλματώδη αύξηση των τιμών άνθρακα τα επόμενα χρόνια.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, καθώς η ολοκλήρωση των τριμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ευρωκοινοβουλίου και Κομισιόν στις αρχές Νοεμβρίου  για την αναθεώρηση της οδηγίας που αφορά στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ), οδηγεί οριστικά τις ελληνικές λιγνιτικές μονάδες (υφιστάμενες και νέες), χωρίς δωρεάν δικαιώματα εκπομπών έως το 2030.

Τα δωρεάν δικαιώματα που προσφέρονται στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής ( μέσω της εξαίρεσης του άρθρου 10γ) στα δέκα κράτη μέλη που το 2013 είχαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω από το 60% του μέσου όρου της ΕΕ, αυξήθηκαν από το 40% (πρόταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής) στο 60% της ποσότητας που κατανέμεται στα κράτη μέλη, γεγονός που ισοδυναμεί σε 868 εκατομμύρια δωρεάν δικαιώματα εκπομπών τη δεκαετία 2021-2030.

«Αρνητική εξέλιξη είναι το γεγονός ότι οι επιλέξιμες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν από τις εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής ως αντάλλαγμα των δωρεάν δικαιωμάτων που λαμβάνουν, δεν αποκλείουν επενδύσεις σε κάρβουνο/λιγνίτη (πχ αναβαθμίσεις λιγνιτικών μονάδων)», αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του WWF Ελλάς για την περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα,. Αντιθέτως, οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν πολύ θετική εξέλιξη το γεγονός ότι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από κάρβουνο/λιγνίτη αποκλείονται εντελώς από την πρόσβαση στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού (περίπου οκτώ δισεκ. ευρώ τη δεκαετία 2021-2030), δεδομένου ότι το κριτήριο επιλεξιμότητας των αντίστοιχων επενδύσεων αποκλείει μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που καίνε στερεά καύσιμα, με μία μερική εξαίρεση για μονάδες συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση αποτελεί η δυνατότητα χρήσης πόρων του Ταμείου Εκσυγχρονισμού για τη Δίκαιη Μετάβαση λιγνιτικών περιοχών της ΕΕ στη μεταλιγνιτική περίοδο. Πρόκειται για τους πρώτους ευρωπαϊκούς πόρους που προσφέρονται για την αναζωογόνηση και τη στροφή των εξαρτημένων από τον λιγνίτη τοπικών οικονομιών προς βιώσιμες κατευθύνσεις. «Δυστυχώς δεν έγινε αποδεκτό το αίτημα για θέσπιση διακριτού ταμείου, με αποτέλεσμα η Ελλάδα που δεν είναι επιλέξιμη για πρόσβαση στο Ταμείου Εκσυγχρονισμού, να μη δικαιούται πόρους του ΕΣΕΔΕ ούτε για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο», σημειώνεται στην έκθεση της περιβαλλοντικής οργάνωσης.

Οι συντάκτες της θυμίζουν, ακόμη και, την τροπολογία του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γιώργου Σταθάκη, με την οποία, όπως υπογραμμίζουν, «επέλεξε να δωρίσει 98 εκατομμύρια ευρώ στη ΔΕΗ και τους υπόλοιπους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (70% στη ΔΕΗ και 30% στους υπόλοιπους) από το πλεόνασμα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), αντί να τα διοχετεύσει στη στήριξη της μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών της χώρας στη μεταλιγνιτική περίοδο».

Το θετικό είναι ότι από την αναθεώρηση της οδηγίας για το ΕΣΕΔΕ, η Ελλάδα κέρδισε 25 εκατομμύρια δικαιώματα (αποτιμώνται σε 500 με 600 εκατομμύρια ευρώ) για τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις των μη διασυνδεδεμένων νησιών και την  απεξάρτησή τους από τις ρυπογόνες πετρελαϊκές μονάδες που λειτουργούν εκεί.