Η παρακολούθηση της αμερικανικής διπλωματίας κατά τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ είναι μια ιλιγγιώδης εμπειρία. Εχοντας περιστοιχιστεί από άτομα με τυφλή αφοσίωση στο πρόσωπό του στα ζωτικά χαρτοφυλάκια και έχοντας αποδεκατίσει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, ο Τραμπ ακολουθεί το ένστικτό του, περίπου όπου τον οδηγήσει, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για παραδοσιακές συμμαχίες, διαχρονικούς εχθρούς, ιδεολογική συνέπεια ή τα διδάγματα της Ιστορίας.
Επιστροφή από τη Ριβιέρα
Ενίοτε, όπως φάνηκε κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο στη Μέση Ανατολή, αυτό μπορεί να συνιστά κρίσιμο πλεονέκτημα. Εχοντας σιωπήσει για τα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ στη Γάζα και τη διογκούμενη βία των εποίκων κατά των Παλαιστινίων στη Δυτική Οχθη, έχοντας φλερτάρει για μήνες με την ιδέα του εκτοπισμού του πληθυσμού της Γάζας στο πλαίσιο ενός ουτοπικού σχεδίου ανάπλασης της περιοχής, ο Αμερικανός πρόεδρος άλλαξε εντελώς πλεύση τον περασμένο μήνα. Συντάχθηκε με τις κόκκινες γραμμές των καθεστώτων του Περσικού Κόλπου, με τα οποία διατηρεί ιδιαίτερα στενές σχέσεις, άσκησε πίεση στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου να διατάξει να σιγήσουν τα όπλα, και επιστράτευσε το Κάιρο, την Ντόχα και την Αγκυρα, ώστε να σταλεί το μήνυμα ότι η υπομονή απέναντι στην εξτρεμιστική οργάνωση είχε τελειώσει. Στο τέλος, δεν δίστασε να μιλήσει απευθείας και στην ίδια τη Χαμάς.
Στο ταξίδι του στις αρχές της εβδομάδας στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο, ο Τραμπ δήλωνε συνεχώς ότι «ο πόλεμος τελείωσε» – παρότι η ειρηνευτική διαδικασία είναι μόνο στην αρχή και οι ακραίες φωνές και στα δύο στρατόπεδα υπονομεύουν ήδη την εύθραυστη κατάπαυση του πυρός. Η μεγάλη επιτυχία της εφαρμογής της αρχικής φάσης της συμφωνίας, εν τω μεταξύ, έχει ήδη ανοίξει εκ νέου την όρεξή του για μια νέα προσπάθεια να σιγήσουν τα όπλα στο άλλο κρίσιμο μέτωπο, αυτό της Ουκρανίας.
Υπάρχει λοιπόν μέθοδος στο χάος της τραμπικής διπλωματίας; Και πώς μπορούν τα οφέλη που προκύπτουν από την υπερκινητικότητά του και την αδιαφορία του για τους κανόνες και τη συμβατική σοφία να μετατραπούν σε πραγματικά ιστορικά επιτεύγματα – από αυτά που μπορούν να εξασφαλίσουν σε έναν ηγέτη το Νομπέλ Ειρήνης;
Μόνον οι ΗΠΑ
«Χωρίς την ισχυρή πίεση του Τραμπ στο ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο δεν θα είχαμε συμφωνία για το σχέδιο των 20 σημείων», λέει στην «Κ» ο Γιαν Εγκελαντ, γενικός γραμματέας του Νορβηγικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, πρώην αναπληρωτής γ.γ. του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα – και ο αξιωματούχος του νορβηγικού ΥΠΕΞ που έδωσε το πράσινο φως το 1992 για την έναρξη των επαφών που οδήγησαν στη Συμφωνία του Οσλο. «Μόνον οι ΗΠΑ έχουν τη δύναμη να αναγκάσουν το ισχυρότερο μέρος, το Ισραήλ, να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση. Αλλά οι χώρες του Κόλπου είναι επίσης σημαντικές για να πειστούν οι διάφορες παλαιστινιακές φατρίες και τα κόμματα να συμφωνήσουν για το τι πρέπει να συμβεί τώρα στη Γάζα, καθώς και στη Δυτική Οχθη».
Ο Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ, senior fellow στο Carnegie Endowment for International Peace και στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που ασχολήθηκε με τη διπλωματία στη Μέση Ανατολή από την εποχή του Τζίμι Κάρτερ έως αυτήν του Τζορτζ Μπους του νεότερου, τονίζει τη σημασία της προσωπικότητας του Τραμπ για την υπέρβαση που οδήγησε στην πρόσφατη συμφωνία.
«Είναι μια αξιοσημείωτη εξέλιξη, η οποία έγινε πραγματικότητα με έναν πρωτοφανή τρόπο», υπογραμμίζει στην «Κ». «Κανένας άλλος Αμερικανός πρόεδρος –με την πιθανή εξαίρεση του Αϊζενχάουερ και τη στάση του στην κρίση του Σουέζ– δεν έχει μιλήσει με αυτόν τον τρόπο σε Ισραηλινό πρωθυπουργό, ούτε άσκησε πίεση σε τέτοιο βαθμό. Κανένας άλλος πρόεδρος δεν είπε σε Ισραηλινό πρωθυπουργό να υιοθετήσει την πρότασή του, ειδάλλως οι ΗΠΑ θα πάρουν τις αποστάσεις τους από το Ισραήλ».
Ο Μίλερ σημειώνει ότι ο Τραμπ συνδυάζει μια «εγγενώς φιλοϊσραηλινή στάση», με τη διάθεση να κινείται ανεξάρτητα από τις επιθυμίες του Ισραήλ. Υπενθυμίζει τη συμφωνία με τους Χούθι, την άρση των κυρώσεων στο νέο καθεστώς στη Συρία και τις διαπραγματεύσεις με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα – όλα ενάντια στη βούληση και σε κάποιες περιπτώσεις χωρίς τη γνώση της κυβέρνησης Νετανιάχου. Υπογραμμίζει επίσης τη σημασία των απευθείας επαφών της αμερικανικής πλευράς με τη Χαμάς – και προβλέπει ότι «αυτό το κανάλι θα παραμείνει ανοιχτό».
«Μια μεγάλη νίκη»
«Είναι μια μεγάλη νίκη για τον Τραμπ» και «του αξίζουν όλα τα εύσημα», επισήμανε από την πλευρά του ο Ιαν Μπρέμερ, ιδρυτής και πρόεδρος του Eurasia Group, σε σύντομο βίντεο που ανήρτησε στις αρχές της εβδομάδας. Πριν από μερικές εβδομάδες, υπενθύμισε, «είχαμε τις ΗΠΑ απομονωμένες στην πολιτική τους για το Ισραήλ, με πολλούς συμμάχους τους να αναγνωρίζουν την Παλαιστίνη συμβολικά ως κράτος. […] Τώρα έχουμε όλους αυτούς τους ηγέτες να υποστηρίζουν πλήρως τη συμφωνία του Τραμπ και να ταξιδεύουν στην Αίγυπτο για να είναι μαζί του καθώς ανακοινώνει την ειρήνη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων».
Η κατάπαυση του πυρός, φυσικά, είναι ένα πράγμα· η ειρήνη, κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Τραμπ, στις δηλώσεις του στους δημοσιογράφους στο Ισραήλ και στην ομιλία του στην Κνέσετ, επαναλάμβανε ξανά και ξανά: Ο πόλεμος τελείωσε. Οι λεπτομέρειες για τα επόμενα βήματα του ειρηνευτικού σχεδίου, ωστόσο, παραμένουν επισφαλείς.
Εν τω μεταξύ, επί του πεδίου στη Γάζα, η Χαμάς ήδη από τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας κινητοποιήθηκε για να ανακτήσει τον έλεγχο των περιοχών από τις οποίες αποσύρθηκαν οι ισραηλινές δυνάμεις. Στην ισραηλινή πλευρά, πέντε μέλη του υπουργικού συμβουλίου καταψήφισαν το σχέδιο Τραμπ, με τους ακροδεξιούς υπουργούς να επιμένουν ότι η κατάπαυση του πυρός είναι ένα πρόσκαιρο εμπόδιο στον στόχο ανακατάληψης της Γάζας. Ο ίδιος ο Νετανιάχου, που ενώπιον της διεθνούς κοινότητας εμφανίζεται να συντάσσεται με την πρωτοβουλία του Λευκού Οίκου, στο εσωτερικό δίνει άλλη γραμμή, υποστηρίζοντας ότι «η μάχη δεν έχει τελειώσει».
Ο Γιαν Εγκελαντ εστιάζει την προσοχή του στην ανθρωπιστική πτυχή: «Το Ισραήλ εξακολουθεί να συνδέει την παροχή βοήθειας σε πεινασμένες γυναίκες και παιδιά με την πρόοδο σε άσχετα ζητήματα, όπως η επιστροφή των νεκρών ομήρων. Και οι περισσότερες από τις οργανώσεις βοήθειας που είναι αναγκαίες για τη διανομή της βοήθειας στη Γάζα, όπως το Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στην περιοχή, ενώ τους ζητείται να εγγραφούν εκ νέου σε μητρώα στο Ισραήλ».
Ο Εγκελαντ έγραψε προ ημερών στο Economist ότι η παρούσα συγκυρία συνιστά την καλύτερη ευκαιρία για ειρήνη στη Μέση Ανατολή από την εποχή της Διαδικασίας του Οσλο. Τον ρώτησα γιατί. «Από τότε έχουμε να δούμε τόσο συντονισμένη διεθνή πίεση στις δύο πλευρές της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης να κάνουν παραχωρήσεις και να καταλήξουν σε συμβιβασμούς για την ειρήνη», απαντά. «Απαιτείται νέα ηγεσία και στα δύο στρατόπεδα, ενώ η συμφωνία για το τελικό καθεστώς θα είναι πιο δυσεύρετη σε σύγκριση με το 1993 λόγω των πολύ περισσότερων και μεγαλύτερων εποικισμών στα κατεχόμενα εδάφη. Αλλά έχουμε πίεση για μια λύση από κοινού από τις ΗΠΑ, τις χώρες του Κόλπου, τους γείτονες στην άμεση περιοχή και στην Ευρώπη».
Στα χέρια του
Ο Ααρον Μίλερ αναγνωρίζει ότι η Χαμάς δεν θα εγκαταλείψει εύκολα τα όπλα, ότι το Ισραήλ δεν θα αποχωρήσει από το 53% της Γάζας, που σήμερα ελέγχει, αν δεν εξαλειφθεί η επιρροή της οργάνωσης και ότι δεν είναι καθόλου σαφές πώς η πολυεθνική δύναμη, με στρατεύματα από μουσουλμανικές χώρες, θα μπορέσει να επιβάλει την τάξη με τρόπο που θα ανοίξει τον δρόμο για την επόμενη μέρα. Προσθέτει, δε, ότι με την επιστροφή των ομήρων, το τέλος των ισραηλινών επιχειρήσεων και την επανέναρξη της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας, οι τρεις λόγοι που συντηρούσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τη Γάζα δείχνουν να μην υφίστανται πλέον.
«Θα χρειαστεί μια ηράκλεια προσπάθεια» για την ανοικοδόμηση της Γάζας και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για αυτοδιοίκηση των Παλαιστινίων, λέει. «Η μόνη ελπίδα είναι κάποιος να αγκαλιάσει το εγχείρημα και να αφιερωθεί στην υλοποίησή του. Αυτός ο κάποιος δεν θα είναι οι Ισραηλινοί, που νίπτουν τας χείρας τους με τη Γάζα. Δεν θα είναι το δυσλειτουργικό εθνικό κίνημα των Παλαιστινίων, ούτε οι Ευρωπαίοι. Ο μόνος που μένει είναι ο Τραμπ. Δεν είναι ανέφικτο, αλλά θα χρειαστεί τεράστια επένδυση του χρόνου και της προσοχής του προέδρου».
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)