Αποκλειστικότητα energia.gr: Το καλοκαίρι που πέρασε, και πιο συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου, υπεγράφη η σύμβαση πώλησης του 66% του μετοχικού κεφαλαίου του Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου, του ΔΕΣΦΑ, στην κοινοπραξία Senfluga Energy Infrastructure Holdings SA, στην οποία συμμετέχουν οι εταιρείες Snam SpA, Enagas SLU και Fluxys SA έναντι του ποσού των 535 εκατ. ευρώ, με τα 251,28 εκατ. ευρώ να πληρώνονται στο Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο και εκχώρησε το 31% από το 65% που κατείχε, και το υπόλοιπο να κατευθύνεται στα ΕΛΠΕ, τα οποία κατείχαν το 35% της εταιρείας. Στην τελετή υπογραφής της σύμβασης μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων μεταξύ των ΤΑΙΠΕΔ και ΕΛΠΕ και της άνω κοινοπραξίας η οποία πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα παρουσία των πρέσβεων των χωρών προέλευσης των μελών της κοινοπραξίας

ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γιώργος Σταθάκης δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του, δηλώνοντας ότι «πρόκειται για μία εξαιρετική συμφωνία -πολύ καλύτερη από αυτή που κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση- που συμβάλλει στην είσοδο της χώρας στην νέα εποχή της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου». Παράλληλα, κύκλοι του Υπουργείου προσέθεταν ότι η συμφωνία έχει ιδιαίτερη στρατηγική συμφωνία τόσο για τον ΔΕΣΦΑ και τις προοπτικές του ως μέλους μιας ευρωπαϊκής κοινοπραξίας με διεθνείς δραστηριότητες, όσο και συνολικά για τον κλάδο της ενέργειας στην Ελλάδα. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων κ. Αρης Ξενοφός ήταν εξίσου διθυραμβικός στις δηλώσεις του, λέγοντας ότι «πρόκειται για μια επιτυχία που δεν περιορίζεται απλώς σε πολύ καλό τίμημα…. αλλά συνοδεύεται στο πλαίσιο του business plan της εταιρείας και από ένα δυνατό πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 330 εκατ. έως το 2023».

Ακόμα, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ταμείου κ. Ριχάρδος Λαμπίρης δεν εφείσθη καλών λόγων, παρατηρώντας «ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα βρίσκεται δίπλα στους επενδυτές για να τους βοηθήσει να αναπτύξουν τον ΔΕΣΦΑ και το επενδυτικό τους σχέδιο, παρέχοντας κάθε δυνατή υποστήριξη». Αλλά και από την πλευρά της, η Κοινοπραξία, διά στόματος Μάρκο Αλβέρα, του διευθύνοντος συμβούλου της Snam, δήλωνε άκρως ικανοποιημένη για το πώς εξελίχθηκε η όλη διαδικασία εξαγοράς, τονίζοντας: « Η απόκτηση του ΔΕΣΦΑ έχει μια ενδιαφέρουσα οικονομική και στρατηγική αξία, όχι τόσο για την ίδια την ελληνική αγορά, αλλά επειδή η Ελλάδα είναι χώρα διέλευσης. Ως Snam θέλουμε η Ιταλία να αποτελέσει κόμβο αερίου για να αυξήσει την ασφάλεια τροφοδοσίας και να μειώσει το κόστος των λογαριασμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».

Το δε Energia.gr με Σχόλιο που ανάρτησε στις 20 Απριλίου χαιρέτησε τη συμφωνία ευθύς μόλις ανακοινώθηκε η αποδοχή της προσφοράς της Κοινοπραξίας από ΤΑΙΠΕΔ - ΕΛΠΕ, παρατηρώντας ότι «κλείνει ουσιαστικά, και μάλιστα με επιτυχία, το κεφάλαιο της πρώτης μεγάλης ιδιωτικοποίησης ενεργειακής εταιρείας στη χώρα μας ….. μετά από το σίριαλ που είχε ξεκινήσει με την αποδοχή της μοναδικής τότε προσφοράς, τον Ιούνιο 2013, από την αζέρικη Socar, η οποία και ήτο εκτός Ευρωπαϊκού πλαισίου». Ως γνωστό, το portal είχε από την αρχή αντιδράσει αρνητικά στην προσφορά της αζέρικης πετρελαϊκής, θεωρώντας ότι τόσο το προσφερθέν τίμημα ήτο υπερβολικά χαμηλό -αφού αποτιμούσε την αξία του ΔΕΣΦΑ σε λιγότερο από  600 εκ. ευρώ, αλλά και η διαδικασία ήτο διαβλητή λόγω της μη συμμόρφωσης του αγοραστή με βασικές διατάξεις περί ανταγωνισμού σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμα, έχει ενδιαφέρον να θυμίσουμε την τοποθέτησή μας ως προς το προσφερθέν από την Κοινοπραξία Senfluga τίμημα, το οποίο «βάσει αναλύσεως του energia.gr, και αυτό δεν ήτο ικανοποιητικό, αφού η σημερινή αξία του ΔΕΣΦΑ υπερβαίνει το 1,2 δισ. ευρώ». Για να συνεχίσουμε λέγοντας ότι: «θα πρέπει όμως να είμαστε ρεαλιστές και να αποδεχθούμε την σημερινή κατάσταση και την είσοδο της Κοινοπραξίας της οποίας ηγείται ένα διεθνής leader που είναι η Ιταλική Snam καθότι ανοίγει σήμερα μια νέα εποχή». Δηλαδή, προκειμένου να υπάρξει απεμπλοκή του όλου θέματος της ιδιωτικοποίησης του Διαχειριστή Φυσικού Αερίου, ήραμε όλες τις επιφυλάξεις μας και δεχθήκαμε αγόγγυστα το νέο τίμημα, το οποίο -αν και χαμηλό για μια εταιρεία του μεγέθους και υψίστης στρατηγικής σημασίας του ΔΕΣΦΑ- ήτο υψηλότερο από το αρχικό, ενώ η Κοινοπραξία προσέφερε τα απαραίτητα εχέγγυα ότι θα συμπεριφέρετο με υπευθυνότητα, υλοποιώντας ένα αναπτυξιακό επενδυτικό σχέδιο.

Φαίνεται όμως ότι πέσαμε τελείως έξω στις εκτιμήσεις μας γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την απόλυτα επιβεβαιωμένη και αποκλειστική πληροφορία του Energia.gr ότι τον περασμένο Ιούλιο, ευθύς αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης πώλησης, η Snam, ηγούμενη της κοινοπραξίας, υπέγραψε δανειακή σύμβαση ύψους 400 εκ. ευρώ με την Εθνική Τράπεζα, και μάλιστα με ιδιαίτερα ανταγωνιστικό επιτόκιο, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το μεγαλύτερο μέρος του συμφωνηθέντος ποσού εξαγοράς. Και μπορεί μεν η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων και οι όροι των διαγωνισμών του ΤΑΙΠΕΔ να μην απαγορεύουν την δανειοδότηση μιας εταιρείας από το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία έχει ιδιωτικοποιηθεί και χρειάζεται κεφάλαια κίνησης, όμως απ’ ότι γνωρίζουμε δεν ενθαρρύνουν μια εταιρεία που έρχεται να επενδύσει στην Ελλάδα, ως Foreign Direct Investment, να χρηματοδοτεί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της επένδυσης της μέσω κεφαλαίων που αντλεί από το εγχώριο σύστημα.

Συγγνώμη, αλλά η οικτρά αυτή μεθόδευση καταστρατηγεί κάθε έννοια ξένης επένδυσης στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία, ενώ αποστερεί από τις τράπεζες τα απαραίτητα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες και αγωνίζονται σκληρά να επιβιώσουν σ’ ένα λίαν δυσμενές για αυτές οικονομικό περιβάλλον, έχοντας πολλές φορές να αντιμετωπίσουν έναν αθέμιτο ανταγωνισμό από μεγαλύτερες και καλύτερα δικτυωμένες εταιρείες, συνήθως από το εξωτερικό. Το κακό παράδειγμα της Snam και των άλλων εταιρειών της Κοινοπραξίας έρχεται δυστυχώς να επιβεβαιώσει την επικρατούσα τάση περί εσωτερικής υπονόμευσης των ελληνικών επιχειρήσεων με άμεση ευθύνη της κυβέρνησης και των τραπεζών. Το ατυχές παράδειγμα της σχεδόν συνολικής εγχώριας χρηματοδότησης του κατά τα άλλα φερέγγυου ‘Ευρωπαίου’ αγοραστού του ΔΕΣΦΑ είναι ενδεικτικό της δυσάρεστης εικόνας που εκπέμπει η σύγχρονη Ελλάδα των μνημονίων, που όσο υποτιμητικό και αν ακούγεται, παραπέμπει σε κράτος μπανανία, όπου τα πάντα είναι δυνατά (anything goes!). Με τέτοιες πρακτικές και μια μάλλον αρρωστημένη αντίληψη για το επιχειρείν είναι εξαιρετικά αμφίβολο, αν όχι αδύνατο, το εάν η οικονομία και η χώρα ανακάμψουν ποτέ από τη βαθειά σήψη και παρακμή στην οποία έχουν περιέλθει τα τελευταία χρόνια.