Την ίδια ώρα που στην Ελλάδα, η αύξηση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών CO2 δημιουργεί παρενέργειες στον διαγωνισμό για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, αλλά και γενικότερα στην ενεργειακή αγορά, ευρωπαίοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι υψηλές τιμές ρύπων μπορεί να είναι ένας δρόμος για την αποφυγή της καταστροφικής υπερθέρμανσης του πλανήτη. Όπως αναφέρουν σε άρθρο τους στην εφημερίδα «Guardian» οι κ.κ. Ottmar Edenhofer και Johan Rockström, διευθυντές του Ινστιτούτου για την Έρευνα για τις Επιπτώσεις στο Κλίμα του Πότσδαμ της Γερμανίας, αναφέρουν ότι απαιτούνται νέες παγκόσμιες πολιτικές. «Μία τέτοια πολιτική θα ήταν μια τιμή άνθρακα να ξεκινά από περίπου 30 ευρώ ανά τόνο CO2, πράγμα που πιθανότατα θα καθιστούσε μη επικερδείς τις επενδύσεις σε μονάδες άνθρακα

Οι μεταφορές με μηδενικές εκπομπές άνθρακα, όπως με ηλεκτρικά αυτοκίνητα, θα μπορούσε να αποτελέσει ελκυστική επιλογή, καθώς η μηχανή εσωτερικής καύσης σταδιακά θα καταργηθεί», επισημαίνουν.

Σήμερα, τα κράτη ακολουθούν ένα μονοπάτι που τελικά θα μας οδηγήσει σε έναν πλανήτη, πιο ζεστό κατά 4 βαθμούς Κελσίου. Πρόκειται για ένα σενάριο που αν πραγματοποιηθεί δεν θα μπορούμε να παραγάγουμε τρόφιμα, το νερό δεν θα επαρκεί, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα υπερβαίνει τελικά τα 10 μέτρα, θα απειλείται η κοινωνική ανασφάλεια, αλλά και η δημόσια υγεία καθώς ασθένειες θα διαδίδονται ταχύτατα σε κάθε γωνιά της Γης.

Δεν είναι τυχαίο ότι, προ ημερών η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ (IPCC) δημοσίευσε μια νέα ειδική έκθεση για την ανάγκη περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου (Special Report on Global Warming of 1.5°C) υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη για άμεση δράση. Κι αυτό διότι τελικά οι σημερινές δεσμεύσεις των χωρών οδηγούν σε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 3 με 4 βαθμούς Κελσίου, η οποία οδηγεί στην καταστροφή του πλανήτη με ξηρασίες, λειψυδρία, ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές, περιορισμό της αγροτικής παραγωγής, αλλά και αύξησης της μετανάστευσης για περιβαλλοντικούς λόγους.

Αυτή τη στιγμή, η παγκόσμια θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά έναν βαθμό Κελσίου, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Σύμφωνα με τους ειδικούς, με μια υπερθέρμανση κατά 1 με 2 βαθμούς, η ανθρωπότητα κινδυνεύει από μια μη αναστρέψιμη απώλεια του πάγου της Αρκτικής, απώλεια όλων των τροπικών κοραλλιογενών υφάλων και αποσταθεροποίηση του πάγου της Γροιλανδίας.

Η έκθεση της IPCC όχι μόνο αξιολόγησε τους κλιματικούς κινδύνους αλλά και τις οικονομικές και τεχνικές προκλήσεις της σταθεροποίησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 1,5 βαθμούς Κελσίου, πάνω από τα επίπεδα του 1990. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες. Περιλαμβάνουν τον περιορισμό του άνθρακα σε όλους τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας στο σύνολό τους έως το 2050, τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας και τη στροφή μεγάλων επενδύσεων σε τεχνολογίες που επιτρέπουν την απορρόφηση άνθρακα από την ατμόσφαιρα.

Η δράση για το κλίμα δεν μπορεί να αναβληθεί. Χώρες όπως το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, η Αίγυπτος, οι Φιλιππίνες, η Ινδονησία και το Βιετνάμ εξακολουθούν να επενδύουν σε σταθμούς παραγωγής άνθρακα. Ακόμη και η Γερμανία, που κάποτε είχε ηγηθεί της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, έχει επενδύσει σε νέες μονάδες παραγωγής άνθρακα κατά την τελευταία δεκαετία. Η Ιαπωνία επίσης αποφάσισε να επενδύσει  στον άνθρακα μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα. Οι υπάρχοντες λιγνιτικοί σταθμοί και όσοι έχουν ήδη προγραμματιστεί να κατασκευαστούν εκπέμπουν συνολικά 330 gigatonnes CO2 κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Μόνο αυτοί, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Ινστιτούτου του Πότσδαμ, θα εξαντλούσαν σχεδόν όλο τον διαθέσιμο ισοζύγιο άνθρακα για το σενάριο των 1,5 βαθμών Κελσίου.

Τώρα μένει στους αρχηγούς των κρατών που θα λάβουν μέρος στην επόμενη διάσκεψη κορυφής για το κλίμα στο Κατοβίτσε της Πολωνίας τον Δεκέμβριο να καταλήξουν σε αναθεώρηση των στόχων προκειμένου να πετύχουν ταχύτερες μειώσεις των εκπομπών που απαιτούνται για να συγκρατήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.

Από τη χθεσινή συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Περιβάλλοντος στο Λουξεμβούργο, ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Σωκράτης Φάμελλος επεσήμανε στους ομολόγους του, με αφορμή και τα αποτελέσματα από την πρόσφατη ειδική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αφορμή και την οριστικοποίηση του Κανονισμού για εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα καινούργια αυτοκίνητα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να δείξει τόλμη και φιλοδοξία».

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον Κανονισμό για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από νέα αυτοκίνητα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, ο κ. Φάμελλος επανέλαβε τη σημασία φιλόδοξων στόχων, δεδομένου ότι οι οδικές μεταφορές συμβάλλουν σημαντικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και στην ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις (σχεδόν 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ-28). Τασσόμενος με τα κράτη-μέλη που επιθυμούν περισσότερη φιλοδοξία και καλύτερη στόχευση, επεσήμανε ότι η Αυστριακή Προεδρία προτείνει συμβιβαστική λύση μόνο ως προς τους στόχους μείωσης των εκπομπών (35% μείωση εκπομπών έως το 2030), αλλά πρέπει να γίνουν θετικά βήματα και ως προς τα κίνητρα για τα οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών και ως προς την προώθηση των ελαφρύτερων αυτοκινήτων.