Το παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης που διεξάγεται τους τελευταίους μήνες μεταξύ του υπουργείου Ενέργειας και των αρμόδιων φορέων για τη συγκρότηση του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού. Ειδικότερα, η Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας διαπιστώνει πως η χώρας μας δεν θα πετύχει τους στόχους για το 2020, γεγονός που δημιουργεί αυξημένες ανάγκες για το 2030.

Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη προώθησης των διασυνδέσεων, την εφαρμογή βελτιωτικών παρεμβάσεων στο χωροταξικό σχεδιασμό και τη ριζική απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των έργων. Επιπλέον, η ΕΛΕΤΑΕΝ επισημαίνει πως «η μαζική ανάπτυξη των ΑΠΕ, περιλαμβανομένης ειδικότερα της ανάπτυξης του αιολικού δυναμικού του Αιγαίου, νησιωτικού και θαλάσσιου, είναι κρίσιμη πολιτική για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και κυρίως για τη δυναμική συμβολή της στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης».

Στη διαπίστωση, όμως της ένωσης πως η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να πετύχει τους στόχους για το 2020 διαφώνησε πρόσφατα σε συνέντευξη του στο Αθηναίικό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης τονίζοντας πως «ήδη στην ηλεκτροπαραγωγή το 29% είναι από ΑΠΕ και στόχος είναι να φτάσει το 50% έως το 2030, για να πετύχουμε τη δέσμευση για 32% στο σύνολο της κατανάλωσης (βιομηχανία, κτήρια, μεταφορές, τουρισμό κα)». Πάντως τις επιφυλάξεις της ένωσης επιβεβαιώνουν και οι εκτιμήσεις της WindEurope, καθώς για το διάστημα 2017-2020 προβλέπει πως οι νέες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα δεν θα ξεπεράσουν τα 0.8% σε GW. Από την άλλη πλευρά η ΕΛΕΤΑΕΝ δημοσίευσε την περασμένη βδομάδα τη στατιστική για την αιολική ενέργεια για το πρώτο εξάμηνο του 2018, στην οποία φαίνεται πως «το σύνολο της αιολικής ισχύος που το τέλος του Ιουνίου  βρισκόταν σε  εμπορική ή δοκιμαστική λειτουργία είναι 2.690,5 MW αυξημένη μόλις κατά 1,5% ή 39,2 MW σε σχέση με το τέλος του 2017». Για ακόμη μια φορά «πρωταθλήτρια» στις εγκαταστάσεις είναι η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας με 898 MW (33,4%), ακολουθεί η Πελοπόννησος με 522  (12,5%). και η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη όπου βρίσκονται 335,5 MW (12,5%).

Επομένως, βάσει των παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως η χώρα μας θα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να πετύχει τους στόχους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι επιφυλάξεις σε σχέση με τη διείσδυση των ΑΠΕ εκφράζει και ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών, αναφέροντας και αυτός με τη σειρά του ως χαρακτηριστικά εμπόδια τους χωροταξικούς σχεδιασμούς και το αδειοδοτικό πλαίσιο. Σημειώνει πως για το 2030 θα πρέπει να τεθεί ο στόχος για εγκατεστημένη ισχύ 6,5 GWp. Παρατηρεί δε πως εντός του 2018 υπάρχει «σημαντική και άνω του μέσου όρου πτώση του κόστους των φωτοβολταϊκών πλαισίων, κάτι που σημαίνει πως η επίτευξη ενός στόχου για συμμετοχή 45% των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας ως το 2030, είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτή».

Παράγοντες της αγοράς, πάντως, διαπιστώνουν πως έχουν γίνει σημαντικά βήματα το τελευταίο διάστημα, στην κατεύθυνση ανάπτυξης των ΑΠΕ, ακόμα και αν αυτά έγιναν κάτω από την πίεση της Ευρώπης. Η κυβέρνηση θα ανακοινώσει το σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, οπότε εκτιμάται πως θα ξεκαθαρίσει το τοπίο.