πιο τεχνολογικά ουδέτερη αντίληψη της απανθρακοποίησης ττου τομέαν.
Όπως επισημαίνει η κα Λιάνα Γούτα, Γενική Διευθύντρια της FuelsEurope, «αυτό δείχνει πως ο ρόλος των ανανεώσιμων καυσίμων στην απανθρακοποίηση των οδικών μεταφορών αναγνωρίζεται, σε έναν βαθμό, και στο πλαίσιο της ρύθμισης για τα οχήματα». Η διατύπωση, ωστόσο, υποδηλώνει και τα όρια αυτής της αναγνώρισης, καθώς πρόκειται περισσότερο για μια πολιτική ένδειξη, παρά για ένα πλήρως αποσαφηνισμένο ρυθμιστικό εργαλείο.
Καθοριστικής σημασίας παραμένει το γεγονός ότι, χωρίς πρόσβαση στο πλήρες νομοθετικό κείμενο, δεν είναι ακόμη δυνατό να αποσαφηνιστεί ο τρόπος λειτουργίας του προτεινόμενου μηχανισμού αντιστάθμισης. Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν και με ποιο τρόπο, οι κατασκευαστές οχημάτων θα μπορούν να προσμετρούν τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων στη συμμόρφωσή τους με τα όρια εκπομπών ρύπων, ποια θα είναι τα κριτήρια πιστοποίησης, ποιος θα αναλαμβάνει την επαλήθευση και σε ποιο στάδιο του κύκλου ζωής του οχήματος ή του καυσίμου θα υπολογίζεται το περιβαλλοντικό όφελος.
Αυτή η ασάφεια δημιουργεί εύλογες επιφυλάξεις ως προς την πρακτική αποτελεσματικότητα του μηχανισμού. Δεν είναι ακόμη σαφές αν θα πρόκειται για ένα εργαλείο που θα μπορέσει να μεταβάλει τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, ή αν πρόκειται για μια εξαίρεση περιορισμένης έκτασης, που θα έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα.
Όπως επισημαίνουν στελέχη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας παραγωγής υγρών καυσίμων δεν προκύπτει, τουλάχιστον προς το παρόν, ένα σαφές και ισχυρό επενδυτικό σήμα προς τους παραγωγούς ανανεώσιμων καυσίμων που θα μπορούσε να υποστηρίξει αποφάσεις μεγάλης κλίμακας προς την κατεύθυνση των υποδομών και της παραγωγικής δυναμικότητας.
Για την FuelsEurope είναι σαφές ότι είναι αναγκαία μια πιο λεπτομερής ανάλυση της πρότασης της Επιτροπής. Μόνο μέσα από πλήρη διαφάνεια στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του μηχανισμού αντιστάθμισης θα μπορέσει να αξιολογηθεί αν η νέα προσέγγιση συνιστά ουσιαστική ενσωμάτωση των ανανεώσιμων καυσίμων στη στρατηγική απανθρακοποίησης των οδικών μεταφορών, ή αν παραμένει μια περιορισμένη ρυθμιστική υποσημείωση.
Το διακύβευμα υπερβαίνει, άλλωστε, τον στενό τομέα των επιβατικών οχημάτων. Το μέλλον της εγχώριας ευρωπαϊκής βιομηχανίας ανανεώσιμων καυσίμων και η ικανότητά της να καλύψει όχι μόνο τις οδικές μεταφορές, αλλά και την αεροπορία, τη ναυτιλία και την άμυνα, εξαρτάται από την προώθηση ενός ρυθμιστικού πλαισίου που θα μπορέσει μα δημιουργήσει σταθερή και μακροπρόθεσμη ζήτηση και θα αναγνωρίζει έμπρακτα τη στρατηγική αξία πολλαπλών λύσεων απανθρακοποίησης.
Χωρίς αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη κινδυνεύει να περιορίσει τις επιλογές της σε μια περίοδο όπου η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί ευελιξία, ανθεκτικότητα και τεχνολογικό ρεαλισμό.
Η εξέλιξη ακολουθεί την απόφαση της Ε.Ε. να αναβάλλει για μεταγενέστερο χρόνο την απαγόρευση των πωλήσεων οχημάτων εσωτερικής καύσης, που επρόκειτο να ισχύσει από το 2035.
Στην ουσία αναβάλλει την προθεσμία που αποτελούσε έως τώρα ορόσημο στην ευρωπαϊκή πολιτική για την υιοθέτηση των στόχων της πράσινης ενέργειας. Όσον αφορά δε στις εκπομπές καυσαερίων, τώρα η Κομισιόν ορίζει στόχο τη μείωσή τους κατά 90% έως το μέσο της επόμενης δεκαετίας, αντί της πλήρους εξάλειψής τους, όπως προέβλεπε ο αρχικός στόχος.
Σε όλο αυτό έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι έντονες πιέσεις των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών από την Γερμανία και την Ιταλία.