της Ουάσιγκτον. Ως εκ τούτου, η αμερικανική αγορά έρχεται αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της άναρχης προσέγγισης του Λευκού Οίκου.
Υπό την απειλή διπλών πιέσεων βρίσκονται οι αμερικανικές εξαγωγές ΥΦΑ καθώς η χώρα προσπαθεί να ισορροπήσει την εγχώρια ζήτηση με τη διεθνή προσφορά. Ο κλάδος του LNG, με κύριους πελάτες την Ευρώπη και την Ασία, αποτελεί την προμετωπίδα της ενεργειακής πολιτικής Τραμπ, με την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιδιώκει όχι απλώς να θωρακίσει τη σημερινή θέση της ως πρώτος εξαγωγέας του καυσίμου, αλλά και να την καταστήσει μοχλό πίεσης προς συμμάχους και ανταγωνιστές.
Για παράδειγμα, ο Τραμπ κατάφερε να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μία τουλάχιστον ασύμμετρη εμπορική συμφωνία όπου οι 27 οφείλουν να αγοράζουν 250 δισεκατομμύρια αμερικανικής ενέργειας ετησίως, τα περισσότερα από τα οποία θα είναι υπό τη μορφή ΥΦΑ μέχρι το 2028. Αντίστοιχα στην Ασία, ο Τραμπ προσπαθεί να πιέσει μεγάλους εισαγωγείς LNG, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα να επενδύσουν στο στρατηγικής σημασίας έργο φυσικού αερίου στην Αλάσκα, το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στην αγορά του Ειρηνικού.
Για να στηρίξει αυτή τη στρατηγική του Λευκού Οίκου, η βιομηχανία φυσικού αερίου έχει εγκρίνει επενδύσεις δισεκατομμυρίων για την ανάπτυξη τερματικών εξαγωγής LNG. Με πολλά έργα να βρίσκονται υπό κατασκευή ή στη φάση της τελικής επενδυτικής απόφασης, η εξαγωγική ικανότητα των ΗΠΑ αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2029. Μόνο για το τρέχον έτος καταγράφηκε ρεκόρ για τις τελικές επενδυτικές αποφάσεις, οι οποίες έφτασαν συνολικά τα 83 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως επιπλέον εξαγωγικής ικανότητας.
Ωστόσο, η Ουάσιγκτον δεν είναι η μόνη που δίνει έμφαση στο ΥΦΑ. Χώρες όπως το Κατάρ, η Αυστραλία, τα ΗΑΕ, και η Μαλαισία επιθυμούν να εξασφαλίσουν ένα μερίδιο της παγκόσμιας διευρυνόμενης αγοράς. Σε διεθνές επίπεδο, οι ΗΠΑ συνιστούν το 45% των νέων έργων, με τους υπόλοιπους εξαγωγείς να προωθούν τις δικές τους φιλόδοξες επενδύσεις. Η ενίσχυση της προσφοράς αναμένεται να οδηγήσει σε πτώση των τιμών παγκοσμίως.
Ένα μειονέκτημα που δύσκολα θα ξεπεράσουν οι ΗΠΑ είναι η γεωγραφία. Επί του παρόντος, όλα τα εξαγωγικά τερματικά βρίσκονται στον Ατλαντικό, διευκολύνοντας τις εξαγωγές προς την Ευρώπη, η οποία και αποτελεί τον μεγαλύτερο πελάτη για το αμερικανικό LNG. Όμως, οι περισσότερες αναλύσεις προβλέπουν πως η ζήτηση φυσικού αερίου στην ΕΕ θα μειωθεί, δημιουργώντας ένα σημαντικό πλεόνασμα στις αμερικανικές εξαγωγές του καυσίμου.
Ιδανικά, οι Αμερικάνοι εξαγωγείς θα έπρεπε να στραφούν προς τις ασιατικές αγορές. Ωστόσο, η επιβράδυνση της μετάβασης από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο για λόγους κόστους και έλλειψης εξοπλισμού, καθώς και η απόσταση των αμερικανικών τερματικών σε σχέση με άλλους παίκτες όπως η Αυστραλία και το Κατάρ σημαίνει πως ο Ειρηνικός είναι το μεγαλύτερο πεδίο ανταγωνισμού για τις χώρες- παραγωγούς LNG.
Την ίδια στιγμή, η εμμονή του Προέδρου Τραμπ να φρενάρει την ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας και να επιταχύνει την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης συνεπάγεται μία εκτίναξη της ενεργειακής ζήτησης χωρίς τον αντίστοιχο ρυθμό στην προσφορά. Με την πυρηνική ενέργεια, είτε στη συμβατική μορφή της, είτε ως μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες, να χρειάζεται χρόνια προκειμένου να συνδεθεί στο δίκτυο, το φυσικό αέριο θα πρέπει να καλύψει τη ζήτηση εντός των ΗΠΑ. Αναπόφευκτα, οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς θα συγκρουστούν με τις εξαγωγικές υποχρεώσεις, οδηγώντας σε αύξηση των τιμών του καυσίμου.
Το σπρεντ μεταξύ Henry Hub και TTF έχει μειωθεί σε χαμηλό τετραετίας. Πηγή: Reuters.
Η νέα αυτή εικόνα έχει γίνει ήδη ορατή. Αυτή την εβδομάδα, το αμερικανικό ορόσημο του φυσικού αερίου Henry Hub έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας τριετίας στα 5 δολάρια ανά mmbtu για τα συμβόλαια του Ιανουαρίου. Παράλληλα, το ευρωπαϊκό ορόσημο TTF κινείται στα χαμηλότερα επίπεδά του μετά το 2022, πέφτοντας κάτω από τα 30 ευρώ ανά MWh. Ως εκ τούτου, το σπρεντ μεταξύ των δύο τιμών έχει περιοριστεί στα 4,7 δολάρια mmbtu, χαμηλό τετραετίας, συρρικνώνοντας τα περιθώρια κέρδους των Αμερικανών εξαγωγέων.
Ο χειρότερος φόβος των επενδυτών είναι πως το σπρεντ θα μπορούσε να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, περνώντας το ψυχολογικό όριο των 4 δολαρίων που ισούται με την εξασφάλιση του ελάχιστου κέρδους και προσεγγίζοντας τα 2 δολάρια που ισούνται το κόστος παραγωγής. Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό της λειτουργίας των τερματικών, με τις ΗΠΑ να χάνουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά LNG. Αυτό δεν θα έπληττε μόνο τις πανάκριβες επενδύσεις στον κλάδο, αλλά και την ευρύτερη πολιτική Τραμπ, η οποία βασίζεται στην αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών καυσίμων.