μηδενικών καθαρών εκπομπών ρύπων εντάθηκαν, αρχικά, αλλά επιβραδύνθηκαν στη συνέχεια. Παρά τα τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανηθεί σε αυτή την οραματική επιδίωξη, το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να καλύπτουν περίπου το 80% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών.
«Τα ορυκτά καύσιμα είναι ευρέως διαθέσιμα, ανταγωνιστικά σε κόστος και βαθιά ενσωματωμένα στο ενεργειακό σύστημα», αναφέρει η Wood Mackenzie. Αυτό φαίνεται παράδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι συχνά προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η παραγωγή ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά είναι πλέον φθηνότερη από τα ορυκτά καύσιμα, και πως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι πιο οικονομικά στη χρήση από τα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Ωστόσο, το κόστος παραγωγής ενέργειας και οχημάτων μπορεί να υπολογιστεί με διάφορους τρόπους, και να οδηγήσει, τελικά σε διαφορετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, το λεγόμενο «εξισωμένο κόστος ενέργειας» που χρησιμοποιείται για τα αιολικά και τα ηλιακά έργα, δεν λαμβάνει υπόψη καίριες παραμέτρους, όπως το κόστος εφεδρικής ισχύος, όταν δεν φυσά ή δεν έχει ήλιο.
Το κόστος αυτής της εφεδρικής ισχύος αυξάνεται συνεχώς, καθώς οι μονάδες υδρογονανθράκων επιβαρύνονται με φόρους άνθρακα.
Με λίγα λόγια, αυτή είναι η αιτία της επιβράδυνσης του ρυθμού της ενεργειακής μετάβασης και του γεγονότος ότι ο στόχος του net zero παραμένει εισέτι, άπιαστος.
Τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να είναι ανταγωνιστικά, παρά τις φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις.
Η Wood Mackenzie πάντως την αισιοδοξία της, όπως αυτή αποτυπώνεται σε διάφορα σενάρια για το μέλλον. Με τη διαφορά πως όλα τούτα που συντείνουν στο net zero απαιτούν τεράστια επενδυτικά κόστη για να απομακρυνθούμε από τη χρήση άνθρακα.
Στην έκθεση υπολογίζεται ότι οι παγκόσμιες επενδύσεις θα πρέπει να ανέλθουν σε 4,3 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2060, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν έργα ηλεκτροπαραγωγής, δικτύων, εξόρυξης κρίσιμων ορυκτών και νέων τεχνολογιών, κάτι που αν και θεωρείται «εφικτό», εν τούτοις σημειώνεται ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν υπάρξει παγκόσμια συναίνεση.
Στην πράξη, ωστόσο, αυτή η συναίνεση αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμη και χώρες που έχουν δεσμευθεί για την ενεργειακή μετάβαση, στρέφονται τώρα στην ενεργειακή ασφάλεια, καθώς η ζήτηση για άνθρακα αυξάνεται. Η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα ανήλθε σε ύψη ρεκόρ πέρυσι.
Έτσι, η Wood Mackenzie περιγράφει ένα βασικό σενάριο στο οποίο οι υδρογονάνθρακες συνεχίζουν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, ενώ τα αιολικά και φωτοβολταϊκά περιορίζονται στο να καλύπτουν την πρόσθετη νέα ζήτηση.
Επιπλέον, η αυξανόμενη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από data centers αναγκάζει πολλές χώρες να διατηρήσουν ή να επεκτείνουν τις παραδοσιακές μονάδες βάσης, ήτοι με χρήση λιγνίτη, φυσικού αερίου κα πυρηνικών.
Κάποιοι αναλυτές μιλούν πλέον για «ενεργειακή πρόσθεση» αντί για «ενεργειακή μετάβαση»: οι ΑΠΕ δεν αντικαθιστούν τα ορυκτά καύσιμα, αλλά προστίθενται σε αυτά, καθώς τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά συστήματα χαρακτηρίζονται από υψηλή μεταβλητότητα και υψηλό συνολικό κόστος όταν συνυπολογιστεί η αποθήκευση της ενέργειας που παράγουν, με μπαταρίες.
Συνοπτικά, η ενεργειακή μετάβαση δεν προχωρά όπως είχε σχεδιαστεί επειδή δεν είναι οικονομικά ή τεχνικά εφικτό. Το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι χαρακτηριστικό: έχει επενδύσει τεράστιους κεφαλαιακούς πόρους τα τελευταία χρόνια, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ενεργειακή ακρίβεια και μειωμένη αξιοπιστία εφοδιασμού.
Οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ επιστρέφουν στη λογική της ενεργειακής αυτάρκειας ως άμεση προτεραιότητα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση του 2022 έδειξαν πόσο ευάλωτα είναι τα δίκτυα που στηρίζονται αποκλειστικά σε ΑΠΕ και εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Το παράδοξο είναι ότι ακόμη και η Κίνα, ο μεγαλύτερος επενδυτής σε ΑΠΕ, στηρίζει την ενεργειακή της ασφάλεια με άνθρακα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επενδύσει πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο στη μετάβαση, αλλά τα αποτελέσματα είναι θολά εξαιτίας των υψηλών τιμών στην ενέργεια και τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούν, της επιβράδυνσης των επενδυτικών σχεδίων σε δίκτυα και αποθήκευση και της αναθεώρησης πολιτικών, όπως το προσωρινό φρένο στην απολιγνιτοποίηση, σε χώρες όπως η Γερμανία και η Πολωνία.
Για δε χώρες όπως η Ελλάδα, που έθεσαν εξ αρχής πολύ φιλόδοξους στόχους για την Πράσινη Μετάβαση, το μήνυμα είναι διπλό: Χρειάζεται περισσότερος ρεαλισμός στην εφαρμογή της πολιτικής για την απολιγνιτοποίηση και στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και απαιτείται μεγαλύτερη θεσμική προστασία από τις πληθωριστικές παρενέργειες της ενεργειακής μετάβασης.
Η έκθεση της Wood Mackenzie επαναφέρει, επί της ουσίας, στο προσκήνιο τη μεγάλη ρωγμή στο αφήγημα της Πράσινης Μετάβασης. Δηλαδή, την απόσταση ανάμεσα στους πολιτικούς στόχους και την ενεργειακή πραγματικότητα.