Εντούτοις, μία σειρά σιωπηρών επιτυχιών αποδεικνύουν πως παρά την επιβράδυνσή της, η πράσινη μετάβαση συνεχίζεται. Η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής είναι διεθνής υπόθεση που προϋποθέτει τη συνεργασία όλων των κρατών.
Αν όμως υπάρχει ένας πραγματικός ηγέτης, αυτός είναι η Κίνα. Ως άλλος «Ιανός», η Κίνα έχει καταφέρει να είναι ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος ρυπαντής παγκοσμίως, αλλά και ο κινητήριος μοχλός της πράσινης μετάβασης. Αυτό δεν οφείλεται απλώς στην ταχύτητα με την οποία η Κίνα προωθεί τη δική της ενεργειακή μετάβαση μέσω της κατασκευής των ΑΠΕ και της διείσδυσης της ηλεκτροκίνησης, αλλά πιο κρίσιμα στην ώθηση που έχει δώσει στις πράσινες τεχνολογίες χάρη στη δραματική μείωση του κόστους.
Για παράδειγμα, η Κίνα κατασκευάζει περίπου το 80% των φωτοβολταϊκών πάνελ διεθνώς, έχοντας αναπτύξει την παραγωγή της σε τέτοιο επίπεδο ώστε να υπερκαλύψει την παγκόσμια ζήτηση. Αυτό έχει μεν θέσει στο περιθώριο άλλους παραγωγούς φωτοβολταϊκών, όμως έχει καταφέρει και να μειώσει το κόστος των πάνελ κατά 90% μέσα σε μία δεκαετία, καθιστώντας την κατασκευή έργων ηλιακής ενέργειας ως και 70% φθηνότερη. Η πραγματικότητα αυτή έχει πείσει πολλές κυβερνήσεις για τα οφέλη των ΑΠΕ, ακόμα και όταν δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Χαρακτηριστικά, το κατεξοχήν «βασίλειο του πετρελαίου», η Σαουδική Αραβία, στρέφεται στην ηλιακή ενέργεια προκειμένου να περιορίσει την εσωτερική κατανάλωση πετρελαίου και να απελευθερώσει βαρέλια προς τους ξένους πελάτες της.
Εντούτοις, οι ΑΠΕ δεν είναι ελκυστικότερες μόνο όσον αφορά το κόστος κατασκευής. Παραδόξως, ο ήλιος και ο αέρας είναι πολύ φθηνότεροι από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, και τον άνθρακα. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη των ηλιακών και αιολικών εγκαταστάσεων έχει ρίξει δραματικά τις τιμές χονδρικής ενέργειας, με τις ώριμες αγορές όπως οι ευρωπαϊκές συχνά να πέφτουν και υπό το μηδέν. Δυστυχώς, η διαφορά αυτή δεν έχει αποτυπωθεί πλήρως στα τιμολόγια των καταναλωτών, καθώς αφενός οι πάροχοι ενέργειας διατηρούν τις συμβατικές μονάδες παραγωγής από υδρογονάνθρακες σε λειτουργία ώστε να καλύπτουν τυχόν περιόδους μειωμένης παραγωγικότητας των ΑΠΕ, και αφετέρου οι διαχειριστές δικτύου μετακυλούν τα κόστη των νέων υποδομών σύνδεσης προς τους τελικούς καταναλωτές.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις των prosumers, δηλαδή των καταναλωτών λιανικής που διαθέτουν τις δικές τους μικρές μονάδες παραγωγής, όπως φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις στις στέγες τους. Τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν καταφέρει να βοηθήσουν πολλές φτωχότερες κοινότητες οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα λόγω του υψηλότατου κόστους ενέργειας. Και αυτή η τάση γιγαντώνεται χάρη στο χαμηλό κόστος της επένδυσης, με τις εγκαταστάσεις κάτω το 1 MW να αυξάνονται στο 42% των συνολικών διεθνώς για το 2024, έναντι 22% το 2015.
Συνολικά, η διείσδυση της ηλιακής ενέργειας έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας είχε προβλέψει πως το 2035, η συνολική ηλιακή ισχύς θα φτάσει τα 410 GW. Αυτή η πρόβλεψη από το 2010 κατέστη παρωχημένη το 2018, ενώ στο τέλος του περασμένου έτους η παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύς ξεπέρασε τα 1800 GW, με τα μισά περίπου να βρίσκονται στην Κίνα. Αναπόφευκτα, υπάρχουν και άλλοι παίκτες που θέλουν ένα κομμάτι της πίτας: Η Ινδία έχει θέσει ως εθνικό στόχο να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές κινεζικών πράσινων τεχνολογιών, επιθυμώντας να αναπτύξει την εγχώρια παραγωγή της στα 500 GW μέχρι το 2030, προσεγγίζοντας ήδη το ήμισυ.
Για κάποιους άλλους, το παιχνίδι εκτυλίσσεται σε άλλο γήπεδο. Η αμερικανική ηγεσία υπό την καθοδήγηση του Προέδρου Τραμπ αποφάσισε να πολεμήσει τις πράσινες τεχνολογίες και να προωθήσει τα ορυκτά καύσιμα. Εκ πρώτης όψεως μία λογική απόφαση δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου και (ρεαλιστικά) δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την Κίνα στην παραγωγή εξοπλισμού ΑΠΕ. Όμως, αυτή η προσέγγιση κινδυνεύει να αφήσει τόσο το ίδιο το αμερικανικό δίκτυο, όσο και τους Αμερικανούς εξαγωγείς ορυκτών καυσίμων εκτός ανταγωνισμού.
Οι υδρογονάνθρακες παραμένουν αρκετά ακριβοί και, ακόμα χειρότερα, ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στα γεωπολιτικά σκαμπανεβάσματα. Με την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου να επικεντρώνεται σε λίγες χώρες με περίπλοκες διπλωματικές ατζέντες και να περνά από ορισμένα choke points υψηλού κινδύνου, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται πως η πραγματική ενεργειακή ασφάλεια συνεπάγεται εγχώρια παραγωγή ενέργειας. Η Κίνα γνωρίζει καλύτερα από όλους αυτή τη στρατηγική, έχοντας φροντίσει να μειώσει σταδιακά την έκθεσή της από τις εισαγωγές ενεργειακών αγαθών.