Θα καταλήξει το φυσικό αέριο όπως το πετρέλαιο; Αυτό είναι το ερώτημα στο μυαλό πολλών στελεχών της ενεργειακής αγοράς που έχουν επενδύσει στο φυσικό αέριο ως τον υδρογονάνθρακα του μέλλοντος. Δυστυχώς, οι ενδείξεις είναι ανησυχητικές, καθώς η βιασύνη των ΗΠΑ να αναπτύξουν τις εξαγωγές μονάδες τους μπορεί να οδηγήσει σε κορεσμό των παγκόσμιων αγορών και πτώση των τιμών. Αυτή είναι η εικόνα που καταγράφεται στη σύγχρονη βιομηχανία πετρελαίου, καθώς ΗΠΑ και OPEC+ ανταγωνίζονται ώστε να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι μίας αγοράς που συρρικνώνεται, έχοντας ωθήσει τις τιμές σε μία παρατεταμένη στασιμότητα.
Μία από τις πρώτες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ μετά την επιστροφή του στο Οβάλ Γραφείο ήταν η ακύρωση της απόφασης Μπάιντεν για παύση των αδειοδοτήσεων εξαγωγικών έργων LNG. Η αλλαγή αυτή εντός της ευρύτερης ατζέντας για την πλήρη απορρύθμιση και ένθερμη υποστήριξη των ορυκτών καυσίμων εκ μέρους της Ουάσιγκτον έχει προκαλέσει ένα όργιο επενδύσεων. Μόλις τον προηγούμενο μήνα, οι ομοσπονδιακές αρχές ενέκριναν τρία νέα τερματικά εξαγωγής ΥΦΑ, με άλλα πέντε τουλάχιστον να αναμένουν έγκριση μέχρι το τέλος του έτους.
Οι ΗΠΑ αποτελούν ήδη τον μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG, όμως ο Αμερικανός Πρόεδρος επιθυμεί να διπλασιάσει αυτές τις εξαγωγές μέχρι να ολοκληρώσει τη δεύτερη θητεία του. Σύμφωνα με την παραγωγό φυσικού αερίου Expand Energy, το 2030 η χώρα θα μπορεί να εξάγει 28 δισεκατομμύρια κυβικά πόδια του καυσίμου ημερησίως, μόνο από τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στον Κόλπο του Μεξικού. Ο όγκος αυτός είναι τετραπλάσιος της ημερήσιας ζήτησης φυσικού αερίου στη Βρετανία. Η έκρηξη αυτή δεν ανησυχεί την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία ποντάρει στις “εμπορικές συμφωνίες” που έχει ή σκοπεύει να υπογράψει με κράτη στην Ευρώπη και την Ασία. Υπενθυμίζεται πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδέχτηκε να αγοράσει 250 δισεκατομμύρια ενέργειας από τις ΗΠΑ ανά έτος μέχρι το 2028.

Η χωρητικότητα των υπό κατασκευή έργων LNG στις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους εξαγωγείς. Πηγή: FT.
Όμως, οι άνθρωποι της αγοράς ανησυχούν μιας και έχουν ξαναδεί ένα παρόμοιο φαινόμενο στην αγορά πετρελαίου. Ο Γουέλ Σάβαν, CEO της Shell, δήλωσε πως τα σχέδια για την κατασκευή τόσων νέων τερματικών δεν είναι «οικονομικά ορθολογικά» δεδομένου του υψηλού κόστους τους. Η Shell, μία από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες στον κόσμο έχει στραφεί στην παραγωγή και το εμπόριο φυσικού αερίου προβλέποντας το σημερινό αδιέξοδο της αγοράς πετρελαίου. Στο ίδιο κλίμα και ο Πατρίκ Πουγιαννέ, CEO της TotalEnergies, που αναρωτήθηκε κατά πόσο όλες αυτές οι επενδύσεις για νέα τερματικά θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Ο ίδιος έχει επανειλημμένα εκφράσει τους φόβους τους, εκτιμώντας πως η ανάπτυξη επί αμερικανικού εδάφους θα προκαλέσει παγκόσμιο κορεσμό.
Τα στελέχη των επιχειρήσεων ενέργειας δεν είναι φύση απαισιόδοξα, ωστόσο αντιλαμβάνονται τις δυσχερείς συνθήκες που διαμορφώνονται εξαιτίας των γεωπολιτικών, οικονομικών, και κοινωνικών εξελίξεων. Για παράδειγμα, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας που πυροδότησε εκ νέου ο Τραμπ σημαίνει πως το Πεκίνο— μία από τις μεγαλύτερες αγορές παγκοσμίως— δεν έχει αγοράσει καθόλου αμερικανικό LNG από τον Φεβρουάριο. Ταυτόχρονα, η υπονόμευση των εφοδιαστικών αλυσίδων και η αποδυνάμωση των διεθνών πιέσεων για την πράσινη μετάβαση σημαίνουν πως πολλές κυβερνήσεις— ειδικά στην Ασία— επιβραδύνουν τα σχέδιά τους για αντικατάσταση του άνθρακα με το φυσικό αέριο. Σε εκείνες τις οικονομίες, ο άνθρακας έχει το πλεονέκτημα των υφιστάμενων υποδομών και της εγχώριας παραγωγής.

Οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG. Πηγή: EIA.
Πιο σημαντικά, οι ΗΠΑ δεν είναι η μόνη παραγωγός που θέλει να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Η Αυστραλία ως η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγέας έχει το γεωγραφικό πλεονέκτημα, καθώς βρίσκεται πολύ πιο κοντά στις ασιατικές αγορές. Το Κατάρ, τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας, μπορεί να είναι πολύ μικρότερο γεωγραφικά και οικονομικά, εντούτοις διαθέτει πλούσια κοιτάσματα και ουδέτερη διπλωματική παρουσία. Ακόμα και η τέταρτη Ρωσία διεκδικεί ένα κομμάτι της πίτας, με το λιώσιμο των Αρκτικών πάγων να συνιστά μία ευκαιρία για επαναχάραξη των εμπορικών διαδρομών μεταξύ βόρειας και νότιας Ασίας.
Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που πιστεύουν ότι η πτώση των τιμών λόγω της πλεονάζουσας διαθεσιμότητας θα είναι προσωρινή. Ο Γουίλ Τζόρνταν, ανώτατο στέλεχος της EQT, δήλωσε πως η ζήτηση φυσικού αερίου θα αναπτυχθεί αντίστοιχα τα επόμενα χρόνια χάρη σε παράγοντες όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, εξηγώντας πως η προσφορά δημιουργεί τη ζήτηση στην πραγματικότητα. Με μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση, ο Μπέντζαμιν Λακάτος, ιδρυτής του MET Group, υπενθύμισε την κυκλική φύση του κλάδου των ορυκτών καυσίμων, με συνεχείς περιόδους υψηλών και χαμηλών τιμών να διαδέχονται η μία την άλλη. Στο άλλο άκρο, η Wood Mackenzie επισήμανε πως μπορεί οι χαμηλές τιμές να αποτελούν πρόβλημα για τους εμπόρους φυσικού αερίου, θα λειτουργήσουν ευεργετικά όμως για τους τελικούς καταναλωτές.