καυσίμων ενώ έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στην έρευνα και τις υποδομές. Εντούτοις, οι επικριτές του Ερντογάν ανησυχούν για το κόστος αυτών των φιλοδοξιών σε μία ήδη ευάλωτη οικονομία.
Η ενεργειακή πολιτική της Τουρκίας έχει πλέον γίνει συνώνυμη με την εξωτερική πολιτική, καθώς η τουρκική ηγεσία επιχειρεί να ενισχύσει την επιρροή της σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Τα ορυκτά καύσιμα βρίσκονται στο επίκεντρο, με την Άγκυρα να έχει υπογράψει συμφωνίες με το Αζερμπαϊτζάν, τη Λιβύη, το Ομάν, την Ουγγαρία, το Πακιστάν, και τη Σομαλία για έρευνες υδρογονανθράκων. Μάλιστα, οι έρευνες στη Σομαλία βρίσκονται στο τελικό στάδιο, με τα αποτελέσματα να αναμένονται άμεσα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία έχει επίσης επενδύσει σοβαρά στις υλικοτεχνικές της ικανότητες, αγοράζοντας εξειδικευμένα πλοία. Πρόσφατα, η κρατική ΤΡΑΟ ανακοίνωσε την αγορά δύο ακόμα σκαφών γεώτρησης για 245 εκατομμύρια δολάρια το καθένα.
Πέραν της έρευνας ορυκτών καυσίμων, η Άγκυρα έχει εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για τις εξορύξεις πρώτων υλών και πολύτιμων μετάλλων, έχοντας ήδη κλείσει μία συμφωνία για την εξόρυξη χρυσού στο Σουδάν. Παράλληλα, βρίσκεται σε φάση διαπραγματεύσεων με τις κυβερνήσεις στην Αγκόλα, τη Βουλγαρία, την Ινδονησία, το Ιράκ, τη Μαλαισία, τον Νίγηρα, και το Τουρκμενιστάν. Η παρουσία στον Νίγηρα έχει προβληματίσει ορισμένους αναλυτές καθώς η Τουρκία φαίνεται να επιθυμεί να καλύψει το κενό που άφησε η άτακτη έξοδος της Γαλλίας τους προηγούμενους μήνες. Υπενθυμίζεται πως ο Νίγηρας έχει πλούσια αποθέματα ουρανίου.
Σε αντίθεση με άλλες περιφερειακές δυνάμεις η Τουρκία δεν περιορίζεται στη γειτονιά της αλλά προσπαθεί να ανοίξει νέες αγορές σε διαφορετικές ηπείρους, από την Κεντρική Ευρώπη μέχρι τη Νοτιοανατολική Ασία, επιδεικνύοντας μία σαφή προτίμηση προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αυτό επιτρέπει στην Άγκυρα να διατηρεί μία θέση ισχύος καθώς παρόλα τα προβλήματά της, συνεχίζει να αποτελεί μέρος των αναπτυγμένων Ευρω-Ατλαντικών θεσμών χωρίς να έχει το βάρος της αποικιοκρατίας. Ταυτόχρονα, η προνομιακή θέση της την ιδανική για ενεργειακό κόμβο, τόσο ως διαμετακομιστής μέσω αγωγών, όσο και μέσω πλοίων. Εξάλλου, η Τουρκία αποτελεί τον τελευταίο εναπομείναντα διάδρομο για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω του TurkStream.
Το αν μη τι άλλο φιλόδοξο σχέδιο της Άγκυρας στοχεύει όχι απλώς να την αναδείξει σε σημαντικό παίκτη στις διεθνείς ενεργειακές αγορές, αλλά να εγγυηθεί και τη δική της ενεργειακή ασφάλεια. Ούσα μία από τις λίγες χώρες της περιοχής με αυξητικές δημογραφικές τάσεις και αναπτυσσόμενη βιομηχανία, η ζήτηση ενέργειας αναμένεται να εκτιναχθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες. Σε αυτό το σημείο, η Άγκυρα πιθανώς ακολουθεί το υπόδειγμα του Πεκίνου, το οποίο θωράκισε τις ενεργειακές προμήθειές του, γλιτώνοντας την οικονομία του από διάφορα γεωπολιτικά σκαμπανεβάσματα.
Παρόλα αυτά, δεν λείπει η κριτική. Ορισμένοι αναλυτές εκφράζουν ανησυχίες για το κόστος όλων αυτών των επενδύσεων. Μολονότι οι πρωτοφανείς πληθωριστικές τάσεις των προηγούμενων ετών έχουν περιοριστεί, μία σειρά προβλημάτων παραμένει. Μεταξύ αυτών και η διστακτικότητα κάποιων δυνητικών εταίρων να επενδύσουν εντός της Τουρκίας, επιβραδύνοντας σειρά κρίσιμων έργων. Εντούτοις, η Άγκυρα είναι σαφώς εξωστρεφής, υλοποιώντας σταδιακά αλλά δυναμικά τις φιλοδοξίες της. Δυστυχώς δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για την Αθήνα, η οποία έχει εγκλωβιστεί στα στενά σύνορά της, τόσο γεωγραφικά, όσο και φαντασιακά.